Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μοσχάτο. Είμαι ερωτευμένος με το πατρικό μου σπίτι, που μέσα στους κήπους του ανθίζουν οι πολυτάραχες στιγμές μιας μυθιστορηματικής οικογένειας, γιατί επιστρέφω σχεδόν μισό αιώνα εδώ, γιατί, όσο κι αν «ξενοκοιμήθηκα» για χρόνια στο Παρίσι, στο Μιλάνο, στη Μήλο, στο Κουκάκι και στη λεωφόρο Συγγρού, πάντα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, σαν μάνα που ζει μόνο για μένα.
Το Μοσχάτο είναι η Μεσοποταμία μου γιατί ορίζεται από δύο ποτάμια, τον Ιλισσό και τον Κηφισό, σε ένα Δέλτα που κατέστρεψαν η χούντα και η Μεταπολίτευση. Ωστόσο (επειδή έχω σύνδρομο φυγά, πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη), λατρεύω στη γειτονιά μου τις πολλές εξόδους (αν χρειαστεί ποτέ επειγόντως να φυγαδευτείς, όπως στην εποχή του Καρναβαλιού): την αγαπημένη μου οδό Πειραιώς, την «κυανή οδό» Ποσειδώνος, την οδό Γράμμου προς Καλλιθέα κι άλλες, πιο μυστικές, που δεν αποκαλύπτω.
Σήμα κατατεθέν στη Μεσοποταμία μου είναι οι άνθρωποι που ζούνε χρόνια εδώ: είναι «συγχωριανοί» μου, αλλά όπου και να ταξιδέψουν, η Αθήνα τους πληγώνει, έχουν εθιστική σχέση με τη συνοικία τους και θα χώριζαν ακόμη και από έναν μεγάλο έρωτα, αν τους επέβαλε ν’ αλλάξουν σπίτι. Κι εγώ πάντα, όταν γυρίζω σπίτι ή γυρνάω στους δρόμους του Μοσχάτου, αισθάνομαι, ερωτικά μιλώντας, σαν παραβάτης. Όμως, δεν νιώθω ποτέ πως η γειτονιά μου μού χρεώνει τις απιστίες μου.
Στην Ποσειδώνος, όποτε περνάω με το αμάξι μου, στρέφω το βλέμμα στο εξατάξιο σχολείο μου. Ακόμα μυρίζω τα πρώτα μου χάδια, στις αίθουσες που βαρά από το πρωί τα τζάμια τους ο αδυσώπητος ήλιος της παραλιακής. Στη λαϊκή, κάθε Τρίτη, επί της Αργοστολίου, κόβω κίνηση ανάμεσα σε μαρούλια, ντομάτες και άπειρες καλημέρες. Στο ιστορικό βιβλιοπωλείο του Παπακωνσταντίνου ακόμα αγοράζω σχολικά για τα υιοθετημένα μου. Το κοπτοραπτάδικο της Αθηνάς φροντίζει πάντα τα μαξιλάρια για τα μιντέρια μου. Επείγουσα στάση στη λεωφόρο για ένα σουβλάκι στην «Ατλάντα», που ήταν παλιά και σινεμά… Στην πλατεία και στο θερινό «Ο Κήπος» δίνω το «παρών» αργά και πού. Καφέ πίνω σπανίως στο «Κοράλλι», όπου κάναμε σκασιαρχείο, αλλά δεν με θυμάται κανείς, ούτε όμως απορεί κανείς που με βλέπει εκεί, γιατί είναι μονίμως στην τροχιά τους όλοι και δεν ασχολούνται με παράξενους.
Σε έναν βραδινό περίπατο, για να κάνει τσίσα η Νόνα, μπροστά μου ένας τοίχος έγραφε: «ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΓΚΡΕΜΙΣΟΥΝ, ΜΠΟΡΕΙΣ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΚΑΤΙ ΠΑΝΩ ΜΟΥ;». Τα γράμματα, αν και ευδιάκριτα, άφηναν πολύ κενό από κάτω… Μέχρι το άλλο βράδυ είχε γεμίσει με μικρά συνθήματα, καρδιές ερωτευμένων, μέχρι και με μια ανθοδέσμη με ξερά λουλούδια νεκροταφείου.
Αν μπορούσα, θα ξανάδινα στη γειτονιά μου την παραλία της, που μας πλανέψανε και την μπαζώσανε το ’70. Είμαι σίγουρος πως κι οι πέτρες, αν είχαν μιλιά, θα με ευγνωμονούσαν. Στα όνειρά μου κάνω πικνίκ στα ασημένια της βότσαλα κι ένα σκυλάκι μού τραβάει το μαγιό, ενώ παντού μοσχοβολάει Κόπερτον. Μερικά εγκλήματα δεν τιμωρούνται ποτέ.
σχόλια