Μικρότεροιπηγαίναμε πιο συχνά στα λεγόμενα κλασικάποτάδικα της πόλης, σαν μικρομέγαλαβαμπίρ που αναζητούσαν λίγη αυθεντικήναυαγομπαρόβια ατμόσφαιρα, αλλά και τοσκηνικό για να στεγάσουν διάφορες νουάρφαντασιώσεις. Με τα χρόνια όμως, κι ενώπλησιάζαμε την ηλικία των νεότερωνπαραδοσιακών θαμώνων τέτοιων μαγαζιών,αραιώναμε όλο και πιο πολύ τις επισκέψεις,μέχρι που σήμερα οι καταδύσεις σταστέκια αυτά θυμίζουν πιο πολύ νοσταλγικέςιεροτελεστίες ή μια πολιτισμένη επιλογήοικείου κοινωνικού χώρου να πούμε καμιάκουβέντα μετά το σινεμά (επίσης σπάνιαδραστηριότητα πλέον). Μας έφαγε και λίγοη σνομπαρία («τα έμαθαν όλοι οι άσχετοικαι τα ανακήρυξαν vintage»και τέτοιες κομπλεξικές αηδίες πουεκτοξεύει κάθε γενιά στις επόμενες), κιέτσι συνεχίσαμε σε νυχτερινούς δρόμουςπιο απρόσωπους και θορυβώδεις και«νεανικούς» (ο βαμπιρισμόςσυνεχίζεται με διαφορετικές μεθόδους)για να ‘χουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Παρ'όλα αυτά, έχω κρατήσει κατά καιρούςκάποιες σημειώσεις από αμπελοφιλοσοφίεςβραδυφλεγών παλιοσειρών της μπάρας -όποτε το θυμόμουν δηλαδή, πρόχειρα σεκαμιά χαρτοπετσέτα για να τις μεταφέρωμετά στο σημειωματάριο στο σπίτι, ανκατάφερα να διακρίνω τι είχα γράψει ήνα καταλάβω γιατί είχα θεωρήσει τησυγκεκριμένη ατάκα του «γιατρού»,του «δικηγόρου», του «στρατηγού»,του κυρίου Κώστα ή του κυρίου Ευριπίδηή του Τζίμη, που ήταν στη Β' Πανελλαδικήκαι δεν το βάζει κάτω, τόσο μεγαλοφυήκαι επείγουσα. Αποσπασματικές φράσειςαπό συζητήσεις επί παντός επιστητού:φιλοσοφία, σχέσεις, σεξ, ποδόσφαιρο...
Κάποτεείχα κρατήσει τα πρακτικά μιας μαραθώνιαςκουβέντας σε γνωστό ποτάδικο / ξενυχτάδικοπου είχε ξεκινήσει με θέμα... σιγά μηθυμάμαι, και είχε καταλήξει σε ιδιαίτεραέντονο debate με θέμα «ποιααθηναϊκή ομάδα είναι ο πιο γνήσιοςεκπρόσωπος του προσφυγικού στοιχείου,η ΑΕΚ, ο Πανιώνιος ή ο Απόλλων (έπαιζεακόμα στη μεγάλη κατηγορία);». Κάποιαστιγμή όμως έκανα το λάθος να ψελλίσωότι ως ΑΕΚτζής δεν είχα σκεφτεί ποτέότι υποστηρίζω προσφυγική ομάδα κι έτσισκόνταψα σε τεράστιο ταμπού, με αποτέλεσμανα αποβληθώ απ' την μπάρα. Γενικά όμωςσημείωνα κάποιες κουβέντες ποτισμένεςαπό αυτή την ατμόσφαιρα χαριτωμένηςαποτυχίας αλλά και απελευθέρωσης («ότανείναι αιωνίως τρεις το πρωί» πουέλεγε ο Φιτζέραλντ και «η παπαρολόγιαπάει σύννεφο» που θα πρόσθετε έναςηρωικός συνάδελφος) από κάποιεςπαλιοσειρές, γραφειοκράτες της νύχτας,που απειλούσαν ότι κάποτε θα έγραφαντο δικό τους tractatus, δίκηνδιαθήκης έστω, αλλά φυσικά πού να βρειςκαιρό, καθαρό κεφάλι και αυτοσυγκέντρωση.
Ξέμπαρκεςκουβέντες βασικά, εντελώς outof contextσυνήθως, που αλάφρωναν κάπως την τσίτακαι την προσμονή (θα γαμήσουμε απόψε,τι θα γίνει;) που κουβαλάει το ξενύχτιχωρίς τέλος. Δεν λέω φυσικά για τιςσυνήθεις σεξιστικές κορώνες γερομπισμπίκηδιανοούμενου που καταλήγουν αναπόφευκταστο επιμύθιο «πουτάνες, αγόρι μου»(φαντάσου τι μαλακίες ακούνε οι γυναίκεςαπό τέτοιους τύπους). Ούτε για τουςαμετάκλητα χαμένους στην κεφάλα τους,σαν κάποιον που ήξερα παλιά και συνήθιζενα πετάγεται σε ανύποπτο χρόνο από τοφυλάκιό του στην άκρη της μπάρας, γιανα αναφωνήσει: «Ωραία λοιπόν! Τώραπου βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε έξι!».Ούτε για τους σκληρούς κουλτουριάρηδεςπου εκπνέουν «γαλλική ομίχλη»,όπως αποκαλούν οι αγγλοσάξωνες ταδιάφορα βαριά και δύστροπα εξωμήτριατης γαλλικής φιλοσοφικής σκέψης.Προσπαθούσα να καταγράψω κάποιεςπολύτιμες στιγμές διαύγειας πριν έρθουντα ποτήρια της βαθιάς λήθης και τηςοργής, πριν η κατάσταση φορτωμένουγερο-γκρινιάρη κάνει μετάσταση στηνκατάσταση δυσοίωνου πορνόγερου. Ποικίλεςοι θεματικές ενότητες, οι οποίεςπεριλάμβαναν νουθεσίες και συμβουλές(«πού ‘σαι παρτάκια, πρόσεξε μηνκαείς», ή «μην ντρέπεσαι ποτέ γιατους γονείς σου και μη νομίσεις ότιείναι ξενέρωτοι κι εσύ μάγκας επειδήέχεις κάνει μια ψιλή παρέα με μια ξέκωλησε κάποιο γκλαμουροπάρτι της συμφοράς»),τσιτάτα θετικής και θεωρητικής κατεύθυνσης(«το χειρότερο, χικ, πράγμα είτε μικρόςείσαι είτε μεγάλος, χικ, είναι να θες ναπαίξεις και να μην έχεις παρέα, χικ»,«δεν προλαβαίνεις και γκόμενα καιδουλειά και φίλους, ξέχασέ το»),διάφορα χαροκαμένα («αν προσπερνάςτη θλίψη, θα προσπεράσεις και τηνευτυχία», «τεμπελιά και φόβοςφιλαράκο, αυτά μας τρώνε όλους»),αιρετικά («το μοναδικό ελληνικό πανκάλμπουμ ήταν το Στο Δρόμο του ΚυριάκουΣφέτσα και της Κατερίνας Γώγου»),κάποια αυτονόητα («τις πιο μεγάλεςπαγίδες εσύ ο ίδιος τις στήνεις και μετάπέφτεις μέσα» - αυτό το είχε γράψειο Ρέιμοντ Τσάντλερ νομίζω, αλλά τα μεγάλακαι αλκοολικά πνεύματα επικοινωνούνμεταξύ τους, και εξάλλου δεν πρόκειταικαι για καμιά μεγάλη φιλοσοφία), επανάληψηγκομενικών αρχών («μην μπλέκεις ποτέμε πρώην γκόμενα κολλητού ή κολλητήπρώην γκόμενας σου»), για να καταλήξειη μεθυσμένη τελετή με την ελεγειακήεπίκληση εκλεκτών πνευμάτων («πούείναι ο Χατζιδάκις, oBurroughs, ο Gainsbourg,ο Βακαλόπουλος, ο Γεραμάνης κ.ο.κ adinfinitum). Αυτό που δενκατέγραψα ποτέ αλλά ηχεί ακόμα στ'αυτιά μου είναι η φωνή εκείνου του παππούπου έκλεινε κάθε μικροπολιτική ανάλυσημε το επιμύθιο «ρε, πού πάμε ρε, πούπάμε» και ακουγόταν ακριβώς σαν τονΑυλωνίτη. Ζει άραγε;
σχόλια