Μπαίνοντας στην παράξενη και αμήχανη προεφηβική πίστα, άκουγα όλο και πιο έντονους τους απόηχους της δράσης και τον αντίκτυπο που είχαν στον ενήλικο κόσμο μυθικές φιγούρες σαν τον Ντίλαν και τον Μπράντο. Όσο κι αν προσπαθούσα να το πιάσω όμως, ήταν δύσκολο, εκείνη την εποχή ειδικά, στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν ο Ντίλαν ήταν ένας ξαναγεννημένος χριστιανός που κυκλοφορούσε κάτι αδιάφορους δίσκους και ο Μπράντο έπαιζε στο σινεμά τον πατέρα του Σούπερμαν, τσεπώνοντας 15 εκατομμύρια δολάρια για μερικές μέρες δουλειάς της πλάκας. Υπήρχε η τηλεόραση, όμως, όπου μπορούσες πράγματι να δεις αυτό το φυσικό φαινόμενο ηθοποιού και ανδρός να κυριαρχεί τόσο άνετα στην οθόνη, άσχετα από την αξία που είχε η ταινία στην οποία εμφανιζόταν. Αυτό που έμενε καρφωμένο στο μυαλό ήταν κυρίως η αντίληψη υπερευαισθησίας, πόνου και υπέρβασης που μετέφερε, έστω και δυσκίνητα, η παρουσία του, μαζί με ένα κλονισμένο, και αμυδρά αυτοσαρκαστικό, μειδίαμα μόνιμης πικρίας.
Αυτή η εικόνα αναδύεται αργά και υπνωτικά μέσω του αριστοτεχνικού μοντάζ της ταινίας του Stevan Riley, Listen to me Marlon, ενός μη συμβατικής δομής ντοκιμαντέρ, ενός λυρικού δοκιμίου με αφηγητή ουσιαστικά έναν νεκρό. Τον ίδιο τον Μπράντο, μία από τις πολλές εμμονές του οποίου ήταν να μιλάει μόνος του και να καταγράφει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του σε μαγνητοταινίες οι οποίες βρέθηκαν στη διάθεση του σκηνοθέτη και, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο οπτικοακουστικό υλικό που συγκεντρώθηκε, συνθέτουν αυτό το ελεγειακό πανόραμα μιας βασανιστικά ιδιαίτερης ύπαρξης. «Η υποκριτική είναι επιβίωση» ακούγεται να λέει κάποια στιγμή, ενώ αργότερα θυμάται τα ταραγμένα και βαθιά τραυματικά παιδικά του χρόνια (πατέρας βίαιος, μητέρα αποτραβηγμένη και αλκοολική, ένα κλασικό σχεδόν ψυχαναλυτικό μοτίβο), τότε που έμπαινε στο σπίτι και νόμιζε «ότι όλοι είναι νεκροί και υποδύονται τους ζωντανούς», ενώ ο ίδιος ένιωθε συχνά σαν «μηχανική κούκλα». Δεν του είχε λείψει ακριβώς ποτέ η αυτοπεποίθηση, ειδικά στις ερωτικές σχέσεις («πάντα με έβλεπαν οι γυναίκες ως απρόβλεπτο και ερεθιστικό»), έπρεπε να έρθει όμως η διάσημη δασκάλα της υποκριτικής Στέλλα Άντλερ για να του πάρει τις ανασφάλειες, λέγοντάς του: «Μην ανησυχείς, αγόρι μου, σ' έχω δει τι κάνεις, ο κόσμος θα σ' ακούσει». Εκείνες οι μέρες της πρώτης αναγνώρισης ήταν μάλλον οι πιο ευτυχισμένες της ζωής του –με εξαίρεση ίσως τα «ασύλληπτα και πέρα από κάθε φαντασία δειλινά στην Ταϊτή, στα εφιαλτικά κατά τ' άλλα γυρίσματα της Ανταρσίας του Μπάουντι–, όταν καβαλούσε τη μοτοσικλέτα στις τρεις το πρωί, «με θέρμη και ανεμελιά, ψάχνοντας να συμβεί κάτι».
Σποραδικά μόνο το δημιούργημα του Riley ασχολείται με το επίσημο χρονολόγιο της προσωπικής ζωής του ανθρώπου που άλλαξε μόνος του τον κώδικα υποκριτικής στο Χόλιγουντ, αλλά στα συναισθηματικά και στα οικογενειακά του παραμόνευε συχνά το χάος και η τραγωδία.
Προς το τέλος της ταινίας ο Μπράντο εκφράζει την επιθυμία να τοποθετηθεί ένα μικρόφωνο στο φέρετρό του, έτσι ώστε όταν ξυπνήσει στην άλλη πλευρά να συνεχίσει να καταγράφει το περιεχόμενο του μυαλού του. Ο τρόπος που ξετυλίγεται η ταινία (σε συνδυασμό με το υποβλητικό soundtrack, γεμάτο από ονειρικές βινιέτες σύγχρονων «ατμοσφαιριστών», όπως ο Max Richter και ο Olafur Arnalds), ως οπτικοακουστικό τρικ μεγάλης εμβέλειας, μιμείται έξοχα τα ανεξέλεγκτα άλματα του μυαλού μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ περιδίνησης και αναλαμπής, με αποτέλεσμα ο θεατής να νιώθει ότι βρίσκεται στο μυαλό του Μπράντο κάπου στο υπερπέραν. Σποραδικά μόνο το δημιούργημα του Riley ασχολείται με το επίσημο χρονολόγιο της προσωπικής ζωής του ανθρώπου που άλλαξε μόνος του τον κώδικα υποκριτικής στο Χόλιγουντ, αλλά στα συναισθηματικά και στα οικογενειακά του παραμόνευε συχνά το χάος και η τραγωδία.
Το πάλευε μέχρι που δεν παλευόταν πια, τόσο στα προσωπικά και στα πολιτικά (η δράση του υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων υπήρξε πράγματι αξιοθαύμαστη, παρόλο που είχε λοιδορηθεί παλιότερα – φαντάζεται κανείς πώς θα ήταν μια εναλλακτική πολιτική καριέρα του ανθρώπου που έπαιξε τον εαυτό του στο Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι;) όσο και στον αγώνα του να «φέρει το σινεμά πιο κοντά στην αλήθεια». Ενώ όμως μιλά με θαυμασμό και λαχτάρα για την κορυφαία Ρωσίδα μπαλαρίνα Γκαλίνα Ουλάνοβα, που είχε πει ότι το μόνο που θα ζητούσε από τη ζωή, ήταν να μπορέσει να χορέψει για ένα λεπτό τέλεια, παρακάτω επικρατεί η παραίτηση: «Δεν έκανα μεγάλη ταινία, δεν υπάρχουν εδώ μεγάλες ταινίες. Δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, δεν υπάρχει τέχνη, μόνο λεφτά, λεφτά, λεφτά. Αν νομίζεις ότι πρόκειται για κάτι άλλο, θα πληγωθείς άσχημα...».
Το άρθρο είναι από την έντυπη έκδοση της LIFO.