Για όλα φταίει ο σινεμάς. Για την ακρίβεια, η τηλεοπτική «Κινηματογραφική Λέσχη» που παρουσίαζε ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος και μας εισήγαγε σε πολύ τρυφερή ηλικία στο μεγαλείο και την παθολογία του σινεμά των υψηλών προδιαγραφών και των ενήλικων αδιεξόδων, και ας το παρακολουθούσαμε –αθώοι, έκθαμβοι και περιδεείς– στη μικρή οθόνη του μικροαστικού καθιστικού, το μισό έργο με αναμμένα τα φώτα και το άλλο μισό επιτέλους στο σκοτάδι, όταν οι γονείς, κουρασμένοι από το βάρος της μέρας αλλά και από την «ιδιοσυγκρασιακή» αφήγηση των εκτός χολιγουντιανού συστήματος ταινιών, αποσύρονταν για ύπνο.
Σ' αυτό το πλαίσιο που έμοιαζε με μυστικιστική σεάνς, καθώς υπνωτιζόσουν σαγηνευτικά από την εκπομπή (ασπρόμαυρης) εικόνας και λόγου που προερχόταν από άλλους κόσμους, είχα πετύχει μικρός και ένα αφιέρωμα στον Κλοντ Σαμπρόλ, κατά το οποίο αναπόφευκτα έπεφτες πάνω στη σύζυγό του, τη Στεφάν Οντράν, η οποία έπαιξε σε καμιά πεντακοσαριά (21 για την ακρίβεια) ταινίες του, αλλά έβγαζε μάτια ειδικά στις Ελαφίνες (πρώτη μου επαφή με στοιχεία λεσβιακού έρωτα που με απέκλειαν εξ ορισμού από την εξίσωση), στην Άπιστη Γυναίκα (πρώτη μου επαφή με τα ερωτικά συμπλέγματα που γίνονται ζουρλομανδύας και θηλιά στον λαιμό των αντρών) και στον Χασάπη (πρώτη μου επαφή με θρίλερ σεξουαλικής παθολογίας που έμοιαζε περίεργα καθημερινό) – ταινίες που αποτελούσαν τον κορμό του αφιερώματος.
Η ερωτική ψυχρότητα που εξέπεμπε ήταν σχεδόν οικεία –καμία σχέση με περιπτώσεις όπως αυτές της Nico, λόγου χάρη, ή της Κατρίν Ντενέβ–, κάτι σαν «milf της διπλανής πόρτας», που θα έλεγε κάποιος σήμερα, δυνάμει προσιτή, αλλά μέχρι εκεί.
Τι ήταν ακριβώς αυτή η γυναίκα που ήταν και δεν ήταν εκεί, που απέπνεε μια απόμακρη έντονη σεξουαλικότητα και μια συγκαταβατική μοιρολατρία χωρίς να είναι ούτε μοιραία, ούτε κλασική «ντίβα του σεξ», ούτε καν «θεά των πάγων»;
Η ερωτική ψυχρότητα που εξέπεμπε ήταν σχεδόν οικεία –καμία σχέση με περιπτώσεις όπως αυτές της Nico, λόγου χάρη, ή της Κατρίν Ντενέβ–, κάτι σαν «milf της διπλανής πόρτας», που θα έλεγε κάποιος σήμερα, δυνάμει προσιτή, αλλά μέχρι εκεί – αρκούσε ένα κλονισμένο μειδίαμα ως υπενθύμιση των ευθυνών του συμβατικού βίου για να προσγειώσει κάθε φαντασίωση. Μεγάλη ζημιά.
Και ήταν απογοητευτικό σχεδόν όταν λίγα χρόνια αργότερα, και ενώ ακόμα δεν είχα ξεμπερδέψει με την εφηβεία, η Στεφάν Οντράν έκανε ως ώριμη, συμπονετική και καλοπροαίρετη «κυριούλα» το θριαμβευτικό comeback της στη Γιορτή της Μπαμπέτ.
Αδυνατούσα εντελώς να την αναγνωρίσω και αρνιόμουν να δω την ταινία. Μα, να ασχολείται αυτή η αγέρωχη εκπρόσωπος μιας λαβωμένης ματαιοδοξίας με φαγητά και ελεημοσύνες; Τόσο ήξερα, τόσο καταλάβαινα.
Εκ των υστέρων, βέβαια, βλέποντας το έργο κάποια στιγμή στην τηλεόραση, αναγνώρισα ακόμα κι εκεί αυτήν τη διακριτική, αλλά εμφατική νότα περίσκεψης και ευγενικής συγκατάβασης πίσω από την ψυχρή κομψότητα παροπλισμένου μανεκέν βιτρίνας που διέκρινε εμφατικά την παρουσία της στις ταινίες του Σαμπρόλ.
Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από το λήμμα που είχε συντάξει για τη Γαλλίδα σταρ στο New Biographical Dictionary of Film ο μέγιστος των ιστορικών του σινεμά David Thomson: «Είναι αδύνατον να μην αποδώσεις στη δική της παρουσία τα εύσημα για τα στοιχεία τρυφερότητας και ανθρώπινης αφοσίωσης που διείσδυαν όλο και πιο έντονα στις ταινίες του, ακόμα κι αν εξακολουθούσε να τη φωτογραφίζει με έναν περίεργα αποστασιοποιημένο τρόπο.
Ή μήπως υπάρχει μια έμφυτη, στιλπνή ψυχρότητα που τη χαρακτηρίζει και την κάνει τόσο ελκυστική στον φακό του Σαμπρόλ;
Αρκεί να σκεφτεί κάποιος τις ψεύτικες βλεφαρίδες που φοράει στον Χασάπη και την απόμακρη γαλήνη στη σκηνή της γιόγκα.
Η ίδια στέκεται εκλεπτυσμένα ανένταχτη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, παρ' ότι στην ερμηνεία της στη σκηνή του δάσους βασίζεται η ανασφαλής ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τελικά το φιλμ.
Παραμένει, πάντως, εξαιρετικά δύσκολο να την αντιμετωπίσεις ως "μεγάλη ηθοποιό", λες και την επηρέασε ανεπανόρθωτα η επίμονη επιφυλακτικότητα που διακρίνει εν γένει την κινηματογραφική προσέγγιση του σκηνοθέτη και συζύγου της.
Έπαιξε και σε ταινίες άλλων σκηνοθετών και ταίριαξε αξιοθαύμαστα στην Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, χαμογελώντας ενώπιον κάθε καταστροφής σαν να ήταν αυτές από γυαλί, σπεύδοντας να παρασύρει τον σύζυγο κάτω από τα ροδόδεντρα για ένα γρήγορο πριν από το γεύμα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO