Τα πιο ωραία βιντεάκια στο Youtube είναι κάποια ανεπίσημα βιντεοκλίπ τραγουδιών μονταρισμένα από οπαδούς συγκροτημάτων, οι οποίοι με πενιχρά μέσα συχνά πιάνουν καλύτερα το «πνεύμα» των τραγουδιών από τους hip επαγγελματίες σκηνοθέτες που προσλαμβάνουν οι εταιρείες. Ένα τέτοιο «έσκασε» πριν μερικούς μήνες για το κομμάτι των Γάλλων Phoenix «Lisztomania» και ήταν απλά μια συρραφή από σκηνές ταινιών του πιο συμβολικού σκηνοθέτη/σεναριογράφου/ παραγωγού της ‘80s εφηβείας, Τζον Χιούζ, κυρίως από το Breakfast Club και το Pretty in Pink (χτυπήστε Phoenix Lisztomania *brat pack mash up*) με ολίγη από άλλες αλήστου μνήμης eight-ίλες όπως το Footloose και το Mannequin. Ένα ρίγος συγκίνησης με διαπέρασε όταν το είδα και αναρωτήθηκα μετά από καιρό: τι απέγινε άραγε ο Χιούζ; Ήξερα ότι ιδιωτεύει εδώ και χρόνια, αφού είχε εγκαταλείψει το σύστημα του Χόλιγουντ λίγο καιρό μετά το τρίτο Μόνος στο σπίτι (δικό του δημιούργημα κι αυτή η σειρά ταινιών) και την είχε δει Τζ. Ντ. Σάλιντζερ κάπου στο Ιλινόι. Μετά, πήγα διακοπές, αλλά η σκέψη, μαζί με διάφορα φαντάσματα της δικής μου εφηβείας, επανήλθε όταν συνάντησα σ’ ένα νησί το βαφτιστήρι μου - ετών 15. Επιστρέφοντας μπροστά στην οθόνη, άρχισα να ξαναφορτώνω διστακτικά τον εγκέφαλο με τις ειδήσεις τριών εβδομάδων, ώσπου αναπόφευκτα έπεσα πάνω και στις νεκρολογίες για τον Τζον Χιούζ, ο οποίος έφυγε ξαφνικά στις 12 Αυγούστου από τη ζωή, ενώ περπατούσε στο Μανχάταν. Ήταν 59 ετών.
Να λοιπόν τι απέγινε… Και μάλιστα λίγες μέρες μετά τον Μάικλ Τζάκσον.
Μήπως σέρνεται κάποια κατάρα για τα σύμβολα αυτής της επίμονης δεκαετίας που παρέμειναν κλειδωμένα πεισματικά σε μια αέναη (αλλά χαρακτηριστικά ‘80s) νεότητα; Και πόσο δυσοίωνο είναι αυτό για εμάς τους υπόλοιπους δυσλειτουργικούς εκείνης της γενιάς; Με αφορμή τους δύο θανάτους, ο -συνομήλικός μου- αρθρογράφος των «New York Times» έγραψε, μεταξύ άλλων, πριν λίγες μέρες:
«… Οι θάνατοί τους με κάνουν να νιώθω γέρος, αλλά περισσότερο απ’ αυτό με κάνουν να συνειδητοποιώ ότι ανήκω σε μια γενιά, η οποία δεν έχει καταφέρει να διαχειριστεί ακόμα την ενηλικίωσή της, και η ζωή μοιάζει σαν μια ατέλειωτη ταινία του Τζον Χιούζ…». Το όνομά του μπορεί να μη λέει πολλά στους μεγαλύτερους και στους μικρότερους, αλλά αν το σινεμά του δημιουργού ορίζεται ως εμμονή σε συγκεκριμένα θέματα, ιδέες και τρόπους κινηματογράφησης, ο Χιούζ ήταν ένας auteur. Του «εμπορικού» σινεμά, έστω. Είχε, άλλωστε, όπως κι ο Γκοντάρ, τη δική του teenager μούσα, τη δική του Anna Karina στο πρόσωπο της Molly Ringwald. Πιο πολύ όμως κι από την (ισχνή ομολογουμένως) πλοκή των ταινιών, αυτό που μας έψηνε ήταν το soundtrack -η τέλεια mix κασέτα- το οποίο επιμελούνταν ο ίδιος ως γνήσιο αγγλόφιλο μουσικό αρρωστάκι (Smiths, Bunnymen, Psychedelic Furs και όλοι οι υπόλοιποι συνήθεις ύποπτοι της εποχής), αλλά και το επιτηδευμένο και πολύχρωμο new wave ντύσιμο, μακριά από τον σκληρό και σκούρο πανκ μηδενισμό.
Ο Χιούζ διαχειριζόταν με ελαφρύ αλλά τρυφερό και οξυδερκή τρόπο όλα τα αναπόφευκτα αδιέξοδα της εφηβείας, τόσο τα υπαρξιακά (Κάμερον στην ταινία Ferris Bueller’s Day Off: «Πεθαίνω!» Φέρις: «Δεν πεθαίνεις, απλά δεν έχεις τι να κάνεις»), όσο και τα σεξουαλικά (Η Ally Seedy στο Breakfast Club: «Αν πεις ότι δεν το έχεις κάνει ακόμα, είσαι μυξοπαρθένα, αν πεις ότι το ‘χεις κάνει, είσαι τσούλα…»).
Στις ταινίες περιφερόταν όλη η εφηβική τυπολογία του σχολείου - το «πλουσιόπαιδο», ο «αλήτης», ο «σπασίκλας», ο «αθληταράς», η «ντίβα», το «αγοροκόριτσο» κ.λπ. - αν υπήρχε όμως ένα τελικό συμπέρασμα, ήταν ότι όλοι οι έφηβοι, είτε «ενταγμένοι» είτε «περιθωριακοί», είναι outsiders. Αυτή, άλλωστε, είναι η ευχή και η κατάρα της εφηβείας. Κατά βάθος, αντίθετα με άλλες νεανικές ταινίες, η οπτική του ήταν η οπτική του καλοπροαίρετου μπαμπά, και οι έφηβοι ήρωές του είναι μικρομέγαλα, που κουβαλάνε έναν αέρα πρόωρου μεσήλικα, είτε είναι πιτσιρικάδες με «γέρικη ψυχή», είτε άγουρα νιάτα που προπονούνται για να μείνουν για πάντα αιωνίως νεανίες. Η άρνηση να μεγαλώσεις (ωριμάσεις) άλλωστε, όπως καταλαβαίνουμε εκ των υστέρων είναι πιο πολύ… οιδιπόδειο ζήτημα παρά πολιτικό/ιδεολογικό. Η εφηβεία είναι υπέροχη («Some kind of wonderful», όπως η ομότιτλη ταινία που έγραψε ο Χιούζ), ακόμα και με τις φρίκες της, ακριβώς επειδή είναι μια εποχή έντασης και απελπισίας, ακριβώς επειδή κρατά τόσο λίγο. Όπως λέει, και μάλιστα δύο φορές, κι ο Φέρις Μπιούλερ -τον οποίο υποδύεται ο αιώνιος baby face Mathew Broderick- στην Πιο κουφή μέρα του Φέρις Μπιούλερ, «η ζωή κινείται πολύ γρήγορα, κι αν δεν σταματήσεις να κοιτάξεις τριγύρω κάθε τόσο, μπορεί και να σου φύγει».
Ο Τζον Χιούζ άφησε πίσω δύο γιους, τέσσερα εγγόνια και τη σύζυγό του, με την οποία ήταν μαζί από το γυμνάσιο...
Shortcut /
σχόλια