Είκοσι έξι, για την ακρίβεια, χρόνια συμπληρώνει φέτος η Ελληνική Ιδιωτική Τηλεόραση, ας μη χαλάσουμε όμως το δειλό ιωβηλαίο που στήθηκε πρόχειρα κι αμήχανα, τώρα που ακούγεται ότι μπορεί και να τελειώνουν οριστικά τα ψέματα. Μπορεί και όχι, είναι αδύνατον πάντως, ακόμα κι αν πρόκειται για εντελώς υπανάπτυκτη χώρα, να συνεχιστεί αυτό το καθεστώς ημιπαράνομης λειτουργίας και το οικτρό, φτωχομπινέδικο, τελειωμένο θέαμα που περιφέρουν ως τηλεοπτική παραγωγή τα κανάλια. Με αφορμή αυτή την κακορίζικη επέτειο, η Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) εξέδωσε ένα πανηγυρικό δελτίο Τύπου στο οποίο, μεταξύ άλλων, επικαλείται και δήλωση που είχε κάνει προ 20ετίας (!) ο πασπαρτού σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, σύμφωνα με την οποία «όποιες και αν είναι οι επιφυλάξεις, όποιοι και αν είναι οι φόβοι, υπάρχει ένα θετικό στοιχείο, το οποίο από μόνο του αρκεί για να δικαιώσει και το πείραμα και την πραγματικότητα που διαμόρφωσε. Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στον χώρο της τηλεόρασης και μαζί της η σταδιακή αποδυνάμωση της σκοταδιστικής, αναχρονιστικής και αντιδημοκρατικής μονομέρειας στην πληροφόρηση».
Όσο δεν αξίζει κανείς να απαριθμήσει τις φρίκες της ελληνικής ιδιωτικής τηλεοπτικής παραγωγής, άλλο τόσο μάταιο είναι να ξεχωρίσει τις σπάνιες καλές στιγμές, οι περισσότερες εκ των οποίων υπήρξαν κάτι σαν ευτυχή ατυχήματα.
Ένας άλλος ΠτΔ, ο Κ. Στεφανόπουλος, ήταν ο μόνος που είχε αντιδράσει (ως αρχηγός της ΔΗ.ΑΝΑ. τότε) στον νόμο για την ιδιωτική τηλεόραση, και αγορεύοντας στη Βουλή τον Σεπτέμβριο του '89 με αυτό τον ιδιόμορφο, ευπρεπή δικολαβισμό του, είχε ζητήσει να μη χορηγηθούν οι άδειες στους μεγαλοεκδότες, οι οποίοι «και αν εγένοντο ήρωες στην υπόθεση Κοσκωτά, εγένοντο, και αποκαλύπτομαι για την ικανότητά τους αυτή, λόγω συμφέροντός τους». Ακολούθως, ο εκπρόσωπος του ενιαίου τότε Συνασπισμού, Μίμης Ανδρουλάκης, θα δήλωνε αποστομωτικά, «μα και η Αριστερά εκδότης είναι» (υπονοώντας τον «Ριζοσπάστη», την «Αυγή», τον 902 και κάτι άλλα ψιλά).
Και σε άλλες χώρες τέθηκαν ζητήματα διαπλοκής και ευτελισμού της ποιότητας (στη Γερμανία, φέρ' ειπείν, που άνοιξε τις πύλες στην ιδιωτική τηλεόραση πέντε χρόνια πριν από εμάς, και όποιος έχει κάνει ζάπινγκ σε γερμανικό ξενοδοχείο νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ μπορεί να πιστοποιήσει την απίστευτη κακογουστιά κάποιων προγραμμάτων), πουθενά όμως δεν ξεφτιλίστηκε τόσο το επίπεδο ψυχαγωγίας και ενημέρωσης όσο στα ελληνικά κανάλια, που σπάνε ακόμα ρεκόρ επιπολαιότητας και ερασιτεχνισμού, ακόμα και κατά τον επιθανάτιο ρόγχο τους. Το πράγμα, άλλωστε, βρομούσε από εκείνες τις πρώτες μέρες «ελευθερίας», όταν το Μega ξεκινούσε το πρόγραμμά του με επαναλήψεις του «Χαβάη 5-0» και των «Άγγελων του Τσάρλι», για να ακολουθήσει ο Αntenna (ως νεοδεξιό Κάμελοτ) την Πρωτοχρονιά του 1990, με τον Τέρενς Κουίκ να μοιράζει από την οθόνη πεντοχίλιαρα στους τηλεθεατές. Από τότε, ο κατάλογος της φρίκης μοιάζει ατέλειωτος, ακόμα κι αν αφήσει κανείς απ' έξω το αμιγώς ψυχαγωγικό κομμάτι της παραγωγής, με όλα τα ακραία και νοσηρά φαινόμενά του.
Το μεγάλο χάλι, που συχνά άγγιζε τα όρια εγκληματικής δραστηριότητας, είχε και έχει να κάνει με τις (παρα)ενημερωτικές εκπομπές μπασταρδοειδούς περιεχομένου, με τον γνωστό θίασο του Μάκη, του Θέμου, του Τράγκα, του Μικρούτσικου. Καθείς ο πιο κυνικός στο (ακαθόριστο) είδος του, οι θεωρητικά πιο «κανονικά τηλεοπτικοί» τύπου Κωστόπουλου δεν τα κατάφεραν ποτέ πραγματικά στην ελληνική τηλεόραση. Για να μην πιάσουμε και όλο αυτό το σύμπλεγμα δημοσιογράφων / τηλεαστέρων / καθοδηγητών, τόσο αυτούς που πέρασαν μετά στην ενεργό πολιτική όσο και αυτούς που παρέμειναν στο γυαλί, σαν τον Χατζηνικολάου, ο οποίος μονοπωλεί αυτήν τη στιγμή το πεδίο του prime time πολιτικού talk show, ή τον Ευαγγελάτο, που μου χάρισε την πιο τραυματική τηλεοπτική (και μία από τις τραυματικές γενικώς) εμπειρία της ζωής μου εκείνο το βράδυ που συντόνισε την απευθείας μετάδοση της τραγικής κατάληξης που είχε η κράτηση ομήρων από τον Σορίν Ματέι.
Όσο δεν αξίζει κανείς να απαριθμήσει τις φρίκες της ελληνικής ιδιωτικής τηλεοπτικής παραγωγής, άλλο τόσο μάταιο είναι να ξεχωρίσει τις σπάνιες καλές στιγμές, οι περισσότερες εκ των οποίων υπήρξαν κάτι σαν ευτυχή ατυχήματα. Θα ήθελα να σταθώ μόνο σε μια σκηνή που θέλω να κρατήσω, πριν θολώσει κι αυτή από τον χρόνο και τον ρεβιζιονισμό. Είναι βράδυ καθημερινής πριν από 25 τόσα χρόνια, ζουν και οι δυο γονείς μου ακόμα και καθόμαστε όλοι μαζί μετά το φαγητό να δούμε «Τρεις Χάριτες». Ήταν από τις τελευταίες φορές που βλέπαμε κάτι όλοι μαζί στην κεντρική τηλεοπτική εστία του σπιτιού. Μετά, ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο και τη δική του τηλεόραση.