Δεν είναι μόνο καταθλιπτική αλλά και πολλαπλώς εξοργιστική σε όλες τις εκφάνσεις της αυτή η ιστορία με την αύξηση του κατώτατου μισθού που ακόμα δεν λέει να φτάσει το συμβολικό όριο που είχε τεθεί για την αείμνηστη «γενιά των 700 ευρώ» τα πρώτα χρόνια της κρίσης, όταν οι ψευδαισθήσεις ακόμα τότε βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη και οι συνθήκες παραλυτικής επισφάλειας δεν είχαν αποκαλυφθεί ακόμα στο τρομακτικό τους μέγεθος.
Μαστίγιο και καρότο σε συνδυασμό με σύνδρομο της Στοκχόλμης: αυτό βιώνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι, κυρίως οι νέοι, οι αποκαλούμενοι «millennials», οι μεγαλύτεροι των οποίων κοντεύουν πια τα σαράντα και έχουν φάει ήδη μία δεκαετία από την επαγγελματική τους «καριέρα» (μαζί με ολόκληρα σχεδόν τα νιάτα τους) περιμένοντας να πραγματωθεί το όραμα της ανάπτυξης.
Και η σχιζοφρένεια εντείνεται, αν συνυπολογίσει κανείς σ' αυτές τις συνθήκες ένδειας και επισφάλειας τη βαθιά διείσδυση στη σύγχρονη εργασιακή κουλτούρα της λατρείας της εργασιομανίας (χωρίς τις αντίστοιχες υλικές ανταμοιβές) που προέρχεται από την Αμερική κυρίως, και –για να μην αδικούμε ολόκληρη τη χώρα– ειδικά από τους ιθύνοντες των τεχνολογικών πολυεθνικών που έχουν κατακυριεύσει το σύμπαν.
Δεν αρκεί να ανέχεσαι την εργασία σου ούτε απλώς να σου αρέσει, πρέπει να τη λατρεύεις. Και όχι μόνο να τη λατρεύεις, αλλά να κοινοποιείς πόσο τη λατρεύεις στα social media.
«Μη σταματάς όταν κουράζεσαι, σταμάτα όταν έχεις τελειώσει τη δουλειά»: αυτό είναι το σλόγκαν που επικρατεί και συνοδεύεται με χαμογελαστό emoticon. Η έκσταση του μόχθου δεν πρέπει να σταματά ποτέ, ούτε το πάρτι που κάνουν οι ενδορφίνες όταν βρίσκεσαι σε ντελίριο δημιουργικού κάματου (και βλέπεις κύκλους από την υπερφόρτιση του σκληρού στον εγκέφαλό σου).
Δεν αρκεί να ανέχεσαι την εργασία σου ούτε απλώς να σου αρέσει, πρέπει να τη λατρεύεις. Και όχι μόνο να τη λατρεύεις, αλλά να κοινοποιείς πόσο την λατρεύεις στα social media, συγχωνεύοντας έτσι απολύτως την προσωπικότητά σου (την ταυτότητά σου) με αυτήν της εργοδοσίας.
Δεν πρόκειται για μαρξιστικό λυρισμό αλλά για τη στεγνή πραγματικότητα. Κάποτε κοροϊδεύαμε το κορπορατικό μοντέλο των Γιαπωνέζων που θύμιζε τόσο έντονα αίρεση και τώρα το λουζόμαστε όλοι ανά τον πλανήτη.
Δεν φτάνει που ο μέσος εργαζόμενος έχει καταντήσει σταχανοβίτης χωρίς αιτία, χωρίς όραμα και συνήθως χωρίς προοπτική, πρέπει να συμμετέχει ενεργά και στην κουλτούρα αποθέωσης του μόχθου και παρουσιάζει σχεδόν ως «glamorous» την εμμονή με το εργασιακό αντικείμενο, ακόμα κι αν πρόκειται για την πιο ανούσια και μηχανική δουλειά του κόσμου.
Κι όλα αυτά σε πείσμα των επίσημων στοιχείων που δείχνουν ότι οι ατέλειωτες ώρες εργασίας δεν ενισχύουν ούτε τη δημιουργικότητα ούτε την παραγωγικότητα, το αντίθετο μάλιστα.
Δεν ήταν άγγελοι, φυσικά, αλλά μου λείπουν όλο και πιο έντονα οι παλιοί μεγιστάνες και πλουτοκράτες, όσο αμφιλεγόμενες και σκληρές κι αν ήταν οι μεθοδεύσεις τους, όχι μόνο επειδή ήταν πιο ειλικρινείς όσον αφορά τα κίνητρά τους αλλά επίσης επειδή δεν σέρβιραν διαρκώς τις δραστηριότητές τους ως «φιλανθρωπικές» και απαραίτητες για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Οι σύγχρονοι κροίσοι της τεχνολογίας επιθυμούν να βλέπουμε τις εταιρείες τους ως αγαθοεργές αιρέσεις και το «κάψιμο» των εργαζομένων ως δημιουργική έκσταση.
Ο Έλον Μασκ δήλωσε πρόσφατα ότι «κανείς δεν άλλαξε τον κόσμο δουλεύοντας 40 ώρες την εβδομάδα... το σωστό νούμερο είναι 80 ή 100, ανάλογα με το άτομο – πάνω από τις 80 ώρες, τα επίπεδα πόνου αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο».
Τι είναι ο πόνος, όμως, μπροστά στην έκσταση του δημιουργικού μόχθου; Η δουλειά είναι αυτοσκοπός, η αμοιβή δεν έχει σημασία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.