Πέτυχα κι εγώ κατά λάθος το «Survivor» προ λίγου καιρού, σημαδεύοντας το κανάλι που το μεταδίδει για να δω την κυριακάτικη αθλητική εκπομπή, που, όπως διαπίστωσα, είχε εξοριστεί στη ζώνη του λυκόφωτος – όλοι για το αθλητικό/ποδοσφαιρικό μονοπώλιο (εκτός των συνδρομητικών) της αφασικής ΕΡΤ δουλεύουν. Τέλος πάντων, έκατσα να παρακολουθήσω έτσι για να έχω, ως οφείλω, και μια στοιχειώδη άποψη για το «τηλεοπτικό φαινόμενο», αναζητώντας μια δόση ριάλιτι διαστροφής ή, έστω, κάποιου τύπου σημειολογικό ενδιαφέρον για τον νέο ανθρωπότυπο της κρίσης. Τζίφος τελικά, δεν σηκώνει μεγάλη ανάλυση το ζήτημα. Ο κόσμος το βλέπει επειδή δεν υπάρχει κάποια άλλη επαγγελματική παραγωγή στα ακίνητα και ρυπαρά βαλτοτόπια της ελληνικής τηλεόρασης (για τα σκουπιδογκλάμ απόνερα του μακρινού, αλλά επίμονου χθες τύπου «Star Academy» δεν χρειάζεται καν να ανοίξεις την τηλεόραση, αρκεί ο εμετούλης που ανεβαίνει αντανακλαστικά στον λαιμό και η έρπουσα παρακμή που σε κατακλύζει, βλέποντας τη γιγαντοαφίσα δίπλα στο Καλλιμάρμαρο, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε ούτε εμείς ούτε οι τουρίστες). Ούτε πρόκειται για κάποιου είδους νοσταλγία, όπως έχει γραφτεί, για την περίοδο που παιζόταν το παλιό «Survivor» εν μέσω της μακάριας περιόδου της «επίπλαστης ευδαιμονίας».
Η νοσταλγία, αν αναζητήσουμε την αλήθεια και το νόημά της, είναι η συναισθηματική εμπειρία –πάντα στιγμιαία, πάντα ευάλωτη– του να ανακτάς αυτό που έχασες ή που δεν είχες ποτέ, να συναντάς τους ανθρώπους που σου λείπει η γνωριμία τους, να πιεις έναν καφέ σ' ένα από εκείνα τα καφενεία που τώρα έχουν γίνει yoga studio. Είναι το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν κάποια μικρή, εξαφανισμένη σαγήνη του κόσμου μοιάζει να αποκαθίσταται στιγμιαία. ― Μάικλ Σάμπον
Ένας μαζικός –και καλοδεχούμενος στο φινάλε– αντιπερισπασμός είναι κι αυτός στη συλλογική κατάθλιψη που μας ταλαιπωρεί και μας παραλύει και αποτελεί πλέον ίσως τον μόνο κοινό μας σύνδεσμο. Μακάρι να ήταν η νοσταλγία αυτός ο σύνδεσμος, όχι πάντως με το αρνητικό πρόσημο και τον νοσηρό χαρακτήρα που της αποδίδεται στους καιρούς μας, ενώ πρόκειται για μια υπέροχη ελληνική λέξη κι ένα αρχέγονο συναίσθημα που δεν του αξίζει η κακοποίηση που δέχεται. Νοσταλγία δεν είναι να αναπολείς τον ηρωικό ΕΛΑΣ, τον Καραμανλή (θείο) με το φράκο του και το πρωτόκολλό του, το «Survivor» του 2002 ή το 2002 γενικά, αλλά ο πόνος που αναδύεται από τη συναίσθηση ενός χαμένου συνδέσμου, όπως γράφει ο γνωστός Αμερικανός συγγραφέας Μάικλ Σάμπον (Οι συναρπαστικές περιπέτειες των Κάβαλιερ και Κλέι το πιο γνωστό μάλλον βιβλίο του στη χώρα μας) στο κείμενό του με τίτλο «Το αληθινό νόημα της νοσταλγίας» που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες στο «New Yorker»:
...Κατά καιρούς έχει κατακριθεί το έργο μου ως «υπερβολικά νοσταλγικό». Το φταίξιμο ανήκει εν μέρει σ' εμένα, επειδή πράγματι έχω γράψει πολύ σχετικά με το θέμα της νοσταλγίας, και εν μέρει στα πολιτικά και οικονομικά συστήματα εκείνα που κακοποιούν τη νοσταλγία για να υποδαυλίσουν τη βία και να πουλήσουν προϊόντα. Δεν φταίει όμως η νοσταλγία γι' αυτό, αν το φταίξιμο είναι το ζήτημα. Η νοσταλγία είναι ένα έγκυρο, αξιοσέβαστο, αρχαίο, ανθρώπινο συναίσθημα, τόσο λεπτών αποχρώσεων, ώστε οι διαφορετικές εκδοχές του έχουν ονόματα σε άλλες γλώσσες –Sehnsucht στα γερμανικά ή saudade στα πορτογαλικά– που θεωρούνται αδύνατο να μεταφραστούν. Το είδος της νοσταλγίας που δικαίως ή αδίκως προκαλεί τόση χλεύη και περιφρόνηση στη σύγχρονη κουλτούρα –και προϋποθέτει κάποιο φαντασιακό μεγαλείο του παρελθόντος ή την ανικανότητα αποδοχής του παρόντος– είναι αυτό που με ενδιαφέρει λιγότερο. Η νοσταλγία που μελετώ, νιώθω και γράφω γι' αυτήν είναι ο πόνος που αναδύεται από τη συναίσθηση ενός χαμένου συνδέσμου. Η νοσταλγία, για μένα, δεν είναι το συναίσθημα που ακολουθεί μια λαχτάρα για κάτι που έχασες ή για κάτι που δεν είχες εξαρχής ή για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Δεν είναι καν, όχι πραγματικά, το συναίσθημα που αναδύεται όταν συνειδητοποιείς ότι έχασες μια ευκαιρία να βιώσεις κάτι, να γνωρίσεις κάποιον, να γίνεις τμήμα κάποιας περιπέτειας ή κάποιου εγχειρήματος ή περίγυρου που δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά. Η νοσταλγία, αν αναζητήσουμε την αλήθεια και το νόημά της, είναι η συναισθηματική εμπειρία –πάντα στιγμιαία, πάντα ευάλωτη– του να ανακτάς αυτό που έχασες ή που δεν είχες ποτέ, να συναντάς τους ανθρώπους που σου λείπει η γνωριμία τους, να πιεις έναν καφέ σ' ένα από εκείνα τα καφενεία που τώρα έχουν γίνει yoga studio. Είναι το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν κάποια μικρή, εξαφανισμένη σαγήνη του κόσμου μοιάζει να αποκαθίσταται στιγμιαία. Εκείνη τη στιγμή, είσαι συνδεδεμένος: κάνεις μια κλήση απευθείας στο παρελθόν και ακούς μια φωνή να απαντά από την άλλη γραμμή...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO