Είναι ψηλή, κοντά στο 1,85 χωρίς τακούνια, με μια ξανθιά φράντζα να της κρύβει το ένα μάτι, γεννήθηκε στη Νότια Ντακότα, αλλά έχει καταγωγή απ’ τη Δανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία (τον πατέρα της τον λένε Anderson, τη μητέρα της Ericsson) και κυκλοφόρησε φέτος το «Past life martyred saints», έναν απ' τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, σύμφωνα με τα περισσότερα έντυπα και σάιτ που ασχολήθηκαν μαζί της (οι συντηρητικοί «Sunday Times» του έδωσαν ένα μεγαλοπρεπές 5/5, το δυσκοίλιο Ρitchfork ένα σπάνιο για τα δεδομένα του 8,5/10). «Μεγάλωσα στο Sioux Falls στη Νότια Ντακότα. Sioux σημαίνει φίδι στη γλώσσα των αυτόχθονων Αμερικάνων.
Όσο για τους καταρράκτες, έχει έναν εκεί κοντά, αλλά είναι δίπλα στα σφαγεία και βρομοκοπάει ο τόπος. Είναι μια πόλη χωρίς κανέναν πολιτισμό. Οι ντόπιοι δεν έχουν καμιά κουλτούρα, αλλά παραδόξως υπάρχει μια πολύ καλή πανκ σκηνή, επειδή τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν εκεί δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν απ’ το να πίνουν μπίρες με τους φίλους τους και ν’ ακούνε δίσκους.
Επίσης, από αντίδραση πετούν τηλεοράσεις απ’ το μπαλκόνι, βγαίνουν στον δρόμο και σπάνε πράγματα και κάνουν διάφορα τρελά πράγματα που βλέπουν ότι κάνουν τα πανκ είδωλά τους στις μεγάλες πόλεις. Το αστείο είναι ότι, όταν ήμουν στο σχολείο, άκουγα Doors, είχα ξυρίσει το κεφάλι μου και ο κόσμος με φώναζε χίπισσα, έλεγε ότι αγκαλιάζω δέντρα και τέτοια... Είναι κάπως σαν να λες ότι ο Ομπάμα είναι ένας σοσιαλιστής Χίτλερ. Στις μητροπόλεις μπορεί να είσαι πανκ, mod, emo, χίπης, αλλά εκεί, στην Ντακότα, είσαι είτε κανονικός είτε φρικιό, δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο». Είμαστε στο Faust, το νέο, επιβλητικά εντυπωσιακό τριώροφο μαγαζί του Ιστορικού Κέντρου, ένας συνδυασμός μεσοπολεμικού βερολινέζικου καμπαρέ και νεοϋορκέζικου μπουρλέσκ με αριστουργηματικά έπιπλα κι αισθητική, που λειτουργεί εδώ και λιγότερο από έναν μήνα ως μπαρ και μουσική σκηνή στο ισόγειο ενός παλιού υφασματάδικου (προσεχώς στους πάνω ορόφους θ’ ανοίξει θεατρική σκηνή κι ένα φουαγέ που θα φιλοξενεί εκθέσεις).
Η μια είσοδος, ένας μακρύς διάδρομος με ασπρόμαυρο πλακάκι και καναπέδες, από την Καλαμιώτου (το έχω ξαναγράψει ότι είναι ο πιο ωραίος πεζόδρομος του κέντρου), η άλλη (η κεντρική) από την Αθηναΐδος. Μπαίνεις μέσα και υπάρχουν δυο φοίνικες ψηλά, εκατέρωθεν της εισόδου. Η σκηνή απέναντι, με μπορντούρα κορνίζας τριγύρω, πολυέλαιοι στο ταβάνι, vintage μπουφέδες πίσω απ’ το μπαρ, ένα δυο κορίτσια, βγαλμένα λες απ’ το Torture Garden, πίνουν κοκτέιλ, σε μια υπερυψωμένη γωνία ο Dear Quentin παίζει διαδοχικά Wax Idols, Hollow Moon, Greg Ashley και Divine Comedy - η ατμόσφαιρα μου θυμίζει μια πιο μοντέρνα εκδοχή του Working Mens Club στο Bethnal Green του Ανατολικού Λονδίνου. Η ΕΜΑ περιπλανιέται στους χώρους του Faust σαν έφηβη στο κάστρο με τους καθρέπτες του λούνα παρκ. Το προηγούμενο βράδυ στο Bios, παρά τα τεχνικά προβλήματα, απέδειξε ότι όλες τις επιρροές που της αποδίδουν, τη συνάφεια με την P.J.Harvey (ως προς το γρέζο της φωνής, υποθέτω), με την Cat Power (επειδή διηγείται φαζαρισμένα μελαγχολικές αμερικανικές ιστορίες για περίεργους τύπους και αλήτικες ρομαντικές καταστάσεις) ή την Kim Gordon (επειδή δεν το έχει σε τίποτα να σπάσει την κιθάρα της πάνω σ’ έναν ενισχυτή), μπορεί να τις κάνεις δικές της, αυτόφωτες ιδέες κι ενορχηστρώσεις που καταδεικνύουν ένα μεγάλο ταλέντο.
«Πολλοί γράφουν και για το κόλλημά μου με την Courtney Love και ντρέπομαι λίγο γι’ αυτό, γιατί είναι μια αμφιλεγόμενη περσόνα, αλλά όταν την είδα, σε ηλικία 12 ετών, να παίζει κιθάρα στην τηλεόραση εντυπωσιάστηκα. Δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να παίζει κιθάρα. Από τότε κόλλησα κάπως με τον “γυναικείο” ήχο, τους Bikini Kill, τους Babes in toyland και την P.J. Harvey. Άλλοι λένε ότι είμαι ο θηλυκός Lou Reed, αλλά πέρα απ’ το ότι με την προηγούμενη μπάντα, τους Gowns, γράφαμε στίχους για ναρκωτικά και είχαμε πολλά κομμάτια με drones, δεν νομίζω ότι είχαμε καμιά άλλη σχέση. Είναι αστείο». Η ΕΜΑ, αφού πέρασε μερικά χρόνια απ' τη ζωή της στο Λος Άντζελες, το οποίο μίσησε τόσο ώστε να γράψει το κομμάτι «California» (που ξεκινάει με τον στίχο «αντε γαμήσου, Καλιφόρνια, σ’ έχω βαρεθεί»), πήγε στο Όκλαντ, όπου δούλεψε ως αναπληρώτρια δασκάλα σ’ ένα σχολείο με «άγρια παιδιά». «Στη γωνιά του δρόμου πουλούσαν κρακ, είχαν όλα τατουάζ και ήταν πολύ επιθετικά. Για μια λευκή, ξανθιά κοπέλα από τις μεσοδυτικές πολιτείες, ήταν σαν να τη ρίχνουν στον λάκκο με τα λιοντάρια. Δεν φοβήθηκα ποτέ μήπως πάθω κάτι κακό, απλώς, αυτό που με τρόμαζε ήταν ότι κανείς δεν μου είχε πει τι να κάνω».
Μετά μετακόμισε στο Πόρτλαντ, σ’ ένα μέρος χωρίς παράθυρα, πάνω από ένα υπόγειο πάρκινγκ (εκεί που μένει ακόμα), όπου η κεντρική είσοδος είναι μια γκαραζόπορτα που την κάλυψε με μονωτική ταινία για να μην εισπνέει το μονοξείδιο του άνθρακα. Ο τίτλος του δίσκου της είναι εμπνευσμένος από έναν φίλο στην Ντακότα που πίστευε ότι ήταν άγιος, ένας ξαναγεννημένος Ιησούς («και, όχι, δεν έπαιρνε ναρκωτικά»). «Μάλλον ήταν σχιζοφρενής, πίστευε στους εξωγήινους και στους illuminati και στις θεωρίες συνωμοσίας. Ήταν μια καλή ιδέα για τον τίτλο, γιατί αντιπροσώπευε το πνεύμα των κομματιών του δίσκου, το πώς είναι να είσαι γκέι σε μια μικρή πόλη, να μην έχεις δει ποτέ θάλασσα ή να μην έχεις μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Πώς είναι να έχεις κρίση ταυτότητας ή να νομίζεις ότι είσαι η Ιωάννα της Λωραίνης.
Άλλωστε, όλα τα φρικιά και οι μοναχικοί τύποι μπορεί να είναι άγιοι στον τόπο τους». Το πρωί η EMA είχε ανέβει στην Ακρόπολη. Στη διαδρομή της συνάντησε πολλά αδέσποτα σκυλιά, κάτι που της έκανε μεγάλη εντύπωση («στο Πόρτλαντ συναντάς μόνο αδέσποτες γάτες»).
«Φαντάζομαι τους θεούς και τα τέρατα που υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και νομίζω ότι αυτά τα σκυλιά που γυρνοβολάνε στην Ακρόπολη ξυπνάνε τα βράδια και μεταμορφώνονται σε άλλα παράξενα τρομακτικά πλάσματα».
σχόλια