Μερικοί πάγκοι με γυναικεία εσώρουχα των 2 ευρώ, μαγαζιά με υφάσματα και κλωστές, αδέσποτοι σκύλοι που κοιμούνται στον πεζόδρομο, ό,τι πάρεις εκατό, κουλούρια Θεσσαλονίκης, εποχικά είδη, μια αχαρτογράφητη περιοχή που σταδιακά έγινε το ελντοράντο του χίπστερ και η Μέκκα του flâneur που άφησε την περιοχή του Ψυρρή και πέρασε πάνω απ’ την οδό Αθηνάς. Είμαστε έξω απ’ το Pop με τον Βίνσεντ Μόρισετ, στον πεζόδρομο της Κλειτίου, εκεί όπου γράφτηκε η νέα αφήγηση του ιστορικού κέντρου, όταν τον Ιούνιο του 2001 άνοιξε εκείνο το μικροσκοπικό μπαρ που έμελλε να βάλει την πρώτη σταυροβελονιά σ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε «νέα πιάτσα της Αθήνας» και που θα μπορούσε να είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει τώρα στο Ντάλστον του Λονδίνου. Ο Βίνσεντ πίνει την μπίρα του έξω απ’ το μπαρ, που τα ελάχιστα τετραγωνικά του έβγαλαν τον κόσμο έξω, σε μια νέου τύπου κοινωνικοποίηση που θυμίζει πλατεία ή τα σύγχρονα μποτεγιόν της Βαρκελώνης (άλλωστε, πολλοί απ’ τους θαμώνες προσκυνούν κάθε χρόνο το Primavera Sound). Εδώ, στον γυάλινο μικρόκοσμο της περιοχής, ο Βίνσεντ Μόρισετ είναι κάπως σαν σύγχρονος ήρωας. Ο μπάρμαν του μαγαζιού τού έδωσε πριν από λίγο τα συγχαρητήριά του για το ντοκιμαντέρ που γύρισε για τους Sigur Ros (το Inni) και προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας, κάποιοι τον ρωτάνε για τη φιλία του με τους Arcade Fire (είναι ο άνθρωπος που τους κάνει όλα τα web clips και αδελφικός τους φίλος τα τελευταία χρόνια). To Inni είναι ένα σκοτεινό αριστούργημα φτιαγμένο με απλά υλικά, λίγο κλειστοφοβικό, λίγο ηδονοβλεπτικό, επικεντρωμένο σε μια συναυλία των Sigur Ros στο Alexandra Palace στο Λονδίνο το 2008, με τον πολυεπίπεδο ήχο της μπάντας να έρχεται σε αντίθεση με την αφαιρετική κινηματογράφηση του Μόρισετ και τα DIY εφέ του να εικονοποιούν ιδανικά τα ονειρικά ηχοτοπία των Ισλανδών (σε βαθμό που νομίζεις ότι βλέπεις μπροστά σου γκέιζερ, ξωτικά που βγαίνουν μέσα από τη στερεοποιημένη λάβα των ισλανδικών βουνών, μπλε λίμνες, καταρράκτες και παγόβουνα που μετακινούνται). Ο Μόρισετ δεν είχε σπουδαίο υλικό στα χέρια του, απλώς τράβηξε δυο συναυλίες των Sigur Ros στο Λονδίνο, χωρίς να τον ενδιαφέρει να συλλέξει άλλο υλικό για την μπάντα (εκτός από κάποια αστεία περιστατικά απ’ την πρώιμη εποχή της, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κομμάτια). «Πήγα δυο μέρες στο λάιβ, συνέλεξα όλο το υλικό και μετά, αφού το μόνταρα, το πρόβαλα σε μια flat screen και το ξανατράβηξα με μια κάμερα 16 mm για να βγει το αποτέλεσμα που είδατε. Μετά, έβαλα το φιλμ σ’ έναν προτζέκτορα και το πρόβαλα σ’ ένα πανί, απ’ όπου το ξανατράβηξα με μια ψηφιακή κάμερα. Εκεί, κατά τη διάρκεια της προβολής έβαζα τα δάχτυλά μου, ποτήρια ή μια σαλατιέρα μπροστά απ’ τη μηχανή για να δημιουργηθούν τα εφέ που ήθελα. Δεν είχα κανένα αρχικό πλάνο για το τι ήθελα να κάνω. Απλώς έβλεπα την ταινία και, ανάλογα με τα συναισθήματα που μου προκαλούσε, προσπαθούσα να δημιουργήσω τα αντίστοιχα εφέ. Εμπνεύστηκα από αυτό που είχε κάνει ο Νιλ Γιανγκ όταν έγραψε το σάουντρακ για τον Νεκρό του Τζιμ Τζάρμους. Ο Γιανγκ πήγε και είδε το φιλμ σε μια προβολή μαζί με την κιθάρα του κι έγραφε τη μουσική σύμφωνα με αυτά που έβλεπε στην ταινία. Κάτι αντίστοιχο ήθελα να κάνω κι εγώ», επισημαίνει ο Βίνσεντ και μετά μου λέει για την Αγγελική Παπούλια που συνάντησε τυχαία ενα βράδυ στα σοκάκια της Βενετίας, όπου εκείνη είχε πάει για την πρεμιέρα των Άλπεων κι ίδιος για το Inni, και κατέληξαν να πίνουν σαμπάνιες μέχρι το πρωί σ’ ένα μπαρ, για τον Κότζι Γιαμαμούρα, τον Γιαπωνέζο animator που αποτελεί μεγάλη επιρροή στη δουλειά του, για τους Arcade Fire που εκείνο το βράδυ του 2006 στο Primavera (ήμουν κι εγώ εκεί) ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή τους που μέθυσαν, και για τους Ισλανδούς που, ενώ είναι ντροπαλοί, όταν πίνουν γίνονται «τα χειρότερα πάρτι άνιμαλ που μπορείς να φανταστείς». Δέκα χρόνια μετά, το Pop μοιάζει μ’ ένα αρχαίο μαγαζί, από τα παλιότερα της Αθήνας, είναι συνειδητά ίδιο με τότε, το Zombie του (το εμβληματικό του κοκτέιλ που έβγαλε το καλό κοκτέιλ από τα μπαρ των ξενοδοχείων) είναι ακόμα άψογο, στην μπάρα του έχουν κάτσει μέλη των Hidden Cameras, Archive, Electrelane, The Real Tuesday Weld, Broadacast, ο Πέντρο Αλμοδόβαρ με τη Ροζί ντε Πάλμα, ενώ δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ μετά τη συναυλία των Sigur Ros στο Θέατρο Βράχων (εκείνο το βράδυ που έκλαιγαν ακόμα και οι πέτρες), που όλη η μπάντα ήρθε στο μαγαζί κι ο Jonsi ήταν τόσο ντροπαλός που χρειάστηκαν δυο σφηνάκια βότκα για να καταφέρει να μιλήσει σε μια γλώσσα διαφορετική από την ανύπαρκτη που τραγουδάει στους δίσκους του κι ο Βίνσεντ Μόρισετ κατέγραψε στην ταινία του.
σχόλια