Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν, αλλά πρέπει να ήταν κάπου το 1998 όταν ο Ρόδον Fm έπαιξε τις «Καλύτερες Μέρες» των Ονειροπαγίδα, ένα παράξενο κομμάτι - δεν είχαμε συνηθίσει από ένα ελληνικό συγκρότημα να παίζει indie pop με ελληνικά φωνητικά (τότε τα ελληνόφωνα ακούσματά μας ήταν Τρύπες, Λευκή Συμφωνία, Αρνάκια στο στόμα του λύκου, Πίσσα και πούπουλα και λοιπές μπάντες που είχαν έναν σαφέστατα πιο παραδοσιακό ροκ προσανατολισμό). Το κομμάτι έγινε μεγάλο χιτ και η Παυλίνα που τραγουδούσε στην μπάντα σκοτεινή ονείρωξη των ρομαντικών παιδιών που διάβαζαν το Χρυσαλιφούρφουρο και άκουγαν εμμονικά Pale Fountains (στην πιο αθώα -αλά Μάντσεστερ- εποχής της αθηναϊκής ποπ σκηνής). Ο Χρήστος Λαϊνάς έπαιζε κιθάρα κι έκανε και κάποια φωνητικά - επίσης, έγραφε τους στίχους. Στίχους όπως «Και ένα φως το χλωμό το κρατάς σβηστό, δεν πονάς και μου λες, τώρα πια, όνειρα γλυκά» ή «Όταν σου τραγουδώ η πόλη κοιμάται, ο αέρας θυμάμαι πάντα να μου κρατάει συντροφιά», με άμεσες αναφορές στην indie στιχουργική σχολή της εποχής. Με τους υπόλοιπους της μπάντας γνωρίστηκαν στο θρυλικό Studio II στα Εξάρχεια. Μεταλλάδες, πανκάδες, γκοθάδες, ελληνόφωνα, αγγλόφωνα, οι μισές μπάντες της Αθήνας από εκεί περνούσαν τότε. Στο φουαγιέ οι γνωριμίες. Ξέρεις μπάσο, ξέρω κιθάρα, ένα, δυο, τρία, πάμε. Στην εποχή προ MySpace έτσι γινόταν. «Εγώ τότε ζούσα κανονικά μέσα στο Studio II. Πιτσιρικάς τότε, έπαιζα με τον Σταύρο, τον ντράμερ των Sound Explosion, διασκευές σε grunge πράγματα και λίγο πιο ποπ. Ήταν αρχές τις δεκαετίας του ‘90 και ακούγαμε Nirvana, Soundgarden και πολύ Dinosaur Jr., που μου φαίνονταν λίγο πιο ποπ από τους άλλους. Οταν γνωρίστηκα με τα υπόλοιπα παιδιά από τους Ονειροπαγίδα, πήραμε την απόφαση να κάνουμε ελληνόφωνη ροκ μουσική, γιατί, αν και θεωρούσαμε τίμιο αυτό που έκαναν οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά, δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Μας άρεσαν πολύ οι μελωδίες και θέλαμε τις βάλουμε κάτω μαζί με ελληνόφωνο στίχο κι έναν πιο καινούργιο για την εποχή ήχο κλασικής κιθάρας. Βέβαια, είχαμε ένα πρόβλημα τότε να γράφουμε στίχους πάνω σε αυτό τον καινούργιο ήχο. Έπρεπε να τραβάμε τις συλλαβές, κάτι που δεν ξέραμε πώς γινόταν, γιατί δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο στην ελληνική δισκογραφία», μου λέει ο Χρήστος, ενώ από τα ηχεία του Καφενείου Μουσικών της Σατωβριάνδου ακούγεται ένα κλαρίνο από κάποια λάιβ ηχογράφηση, πιθανότατα από έναν δίσκο (ή μάλλον κασέτα είναι) που έχει κυκλοφορήσει από μια δισκογραφική που βρίσκεται σε μια πολυκατοικία των αρχών της οδού Πειραιώς, πάνω από ένα μαγαζί που πουλάει φτηνά πουκάμισα. Στους τοίχους δεκάδες αφίσες, από ρεμπέτες και μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές, στη μια γωνία ο Μπάτης, στην άλλη ο Μανώλης Αγγελόπουλος (με τρομερό sixties outfit), στην άλλη ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, μια αφίσα του Εξαδάκτυλου (!) που διαφημίζει τον δίσκο του «Σαν ένα αστέρι έπεσα» και μια άλλη της Δέσποινας Νικολαΐδου με την υποσημείωση «σε λαϊκά και ποντιακά, εταιρεία Φαντασία και στιχουργός δίσκων». Ο κύριος Σπύρος που έχει το μαγαζί μας σερβίρει φασολάδα με καρότο («από τα χεράκια της κυρίας Κούλας, με βιολογικό λάδι απ’ το Ναύπλιο») κι ένα πιάτο μ’ ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα στη μέση. Το Καφενείο των Μουσικών είναι πάνω από πενήντα χρόνια εδώ. «Έχουν περάσει από εδώ, από τον Μπιθικώτση και τον Τσαουσάκη μέχρι τον Βαμβακάρη, τη Ρόζα Εσκενάζυ και τον Αντρέα Μπάρκουλη που είναι πολύ φίλος μου», λέει ο Σπύρος, ενώ ο «μέγας» κλαρινιτζής από τη Λευκάδα Νίκος Αυγερινός τζαμάρει με τον Λαϊνά σ’ ένα απροσδιόριστο κομμάτι, που θα μπορούσε να ήταν μια μεταμοντέρνα εκδοχή ενός δημοτικού κομματιού. Το μαγαζί κάποτε (και ακόμα και τώρα σε μικρότερο βαθμό) λειτουργούσε ως βάση των μουσικών κυρίως του δημοτικού ρεπερτορίου. Έρχονταν εδώ από το πρωί για να κλείνουν δουλειές με τα γύρω μαγαζιά, τα κλαρινιτζίδικα της πλατείας Καραΐσκάκη, και να κάνουν μπίζνες με τους ανθρώπους των δισκογραφικών που επίσης σύχναζαν εδώ. Κρασί βαρελίσιο από το Μαρκόπουλο, κατσικάκι γάστρας, ένα πιάτο ταπεινές ελιές κι έπεφταν οι άτυπες υπογραφές – δηλαδή, ο αντρίκιος λόγος και το σφίξιμο του χεριού. Ο Τιμολέωντας Τζανής από το Πέραμα, ένας υπέροχος 75άρης με χίπικη φαβορίτα και μπερέ, μας αραδιάζει τη ρεμπέτικη ιστορία του, τα 45άρια που είχε κυκλοφορήσει στην εταιρεία Ballada με κομμάτια όπως ο «Μπατίρης», ένα τετράδιο με στίχους που γράφει ο ίδιος («βρε τσιγκούνη, βρε τσιγκούνη, βρε σπαγγοραμμένε, τι τα μαζεύεις τα λεφτά και πού τα πας καημένε») και μας τραγουδάει α καπέλα, μ’ ένα συγκλονιστικό γρέζο στη φωνή, τις μεγάλες του επιτυχίες. Ο Λαϊνάς είναι ενθουσιασμένος. Σκέφτομαι πως ταιριάζουν όλα αυτά με τον νέο του δίσκο, εκεί που έχει πετσοκόψει ανεπαίσθητα δεκάδες samples από σόουλ παλιά κομμάτια κι έχει φτιάξει ένα καταπληκτικό ποπ patchwork, που συνεχίζει την πορεία των Ονειροπαγίδα - σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 1998, μου φαίνεται. Οι ίδιες εμμονές, η ίδια συγκλονιστική αυθεντία στο να βάζει κάτω μελωδίες, απλούς στίχους (μακριά, δηλαδή, από κακότροπους εντεχνισμούς), τα «σωστά» ηλεκτρονικά στοιχεία και να φτιάχνει «κανονικά» uplifting κομμάτια (όπως το «Η αγάπη θα λάμψει», που είναι ήδη χιτ στα ραδιόφωνα), από αυτά που τα ακούς και σου φτιάχνουν τη μέρα, όπως τότε που ακούγαμε το «Καλύτερες Μέρες» στο repeat. «Βασικά, ακούω ότι να ‘ναι. Μπορεί κάποιο διάστημα να θέλω ν’ ακούσω σόουλ. Tα παλιά βινύλια του Marvin Gay και του Curtis Mayfield. Και δίπλα από αυτά να έχω Ravel. Ακούω μουσική κάπως καυλωμένα. Δεν κάθομαι να παρακολουθώ τι καινούργιο έχει βγει. Το θεωρώ βαρετό που στις μέρες μας κυκλοφορούν τόσο πολλά πράγματα. Είμαι σίγουρος πως όταν κυκλοφορήσει κάτι και είναι καλό θα μαθευτεί». Η Ονειροπαγίδα αυτό τον καιρό ετοιμάζουν νέα κομμάτια. Εχουν σκορπίσει, βέβαια, στις τέσσερις μεριές του πλανήτη: η Παυλίνα είναι δασκάλα στον Καναδά, ο Στέλιος στη Σουηδία, αλλά ηχογραφούν, ανταλλάζουν αρχεία μέσω ίντερνετ κι ετοιμάζουν έναν δίσκο που θα βγει στο τέλος του 2012. Το περασμένο καλοκαίρι ο Λαϊνάς αποδέχτηκε την πρόταση του Στέλιου, ο οποίος έχει μια μπάντα που λέγεται The mess with Julia, να παίξει μαζί τους ως δεύτερη κιθάρα σε μια μίνι περιοδεία στην Αμερική. «Παίξαμε στη Νέα Υόρκη, στη Βοστόνη, σε μέρη καλά, αλλά και σε άλλα παρακμιακά, όπως ένα κλαμπ που είχε μόνο breakdance floor μπροστά απ’ τη σκηνή και τύποι άνω των 70 χόρευαν ταγκό μαζί με 16ρες Φιλιππινέζες. Αλλά το πιο τέλειο ήταν όταν πήγαμε στο Μέιν, ένα εκπληκτικό μέρος, εκεί που μένει και ο Στίβεν Κινγκ, και όπου κατάλαβα γιατί γράφει τα βιβλία που γράφει. Έχει ολόγυρα δέντρα και λίμνες κι ένα βράδυ, που επέστρεφα στο μοτέλ μου με το αυτοκίνητο, είδα μέσα στη μέση του δρόμου έναν τάρανδο με τα πόδια του βυθισμένα στην πάχνη».
σχόλια