Πριν κάμποσα χρόνια (το 2001 και το 2002) το Bios, πριν γίνει το Bios της Πειραιώς, είχε διοργανώσει ένα φεστιβάλ στις αποθήκες του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού που το έλεγαν Bios Project και είχε headliners τους Mouse On Mars και τους Pole (το 2001) και τις Chicks On Speed και τους Pan Sonic (το 2002), που τότε βάραγαν κάτι μάρμαρα πάνω σε έναν τσίγκο κι έπαιζαν με ένα πριόνι και εκστασιαμένοι όλοι εμείς καθόμασταν στην πρώτη σειρά, νομιζοντας ότι ήμασταν κάπου στο νότιο Βερολίνο. Ηταν ένα project που πέθανε γρήγορα. Και ύστερα διάφορα άλλα, εκεί, στις γνωστές «ύποπτες» αποθήκες. Οι Red Snapper, εκείνη η μαγική βραδιά με τον Paul Oeaknofold και τους Deep Dish (νομίζω και αυτό 2001), η αντήχηση στις λαμαρίνες της αποθήκης, μια βραδιά με τους Mogwai με πλαστικά δέντρα για σκηνικό, το rave party που σταμάτησε βίαια επειδή «εδεσαν» τους διοργανωτές για διακίνηση ναρκωτικών (την εποχή που τα «κουμπιά» έδιναν και έπερναν), το Shockwave με τους Cure, τους Dandy Warhols και τους Raining Pleasure, ένα μέρος τόσο φορτισμένο αρνητικά και θετικά στο συναυλιακό μας υποσυνείδητο. Για χρόνια υπήρξε ξεχασμένη υπόθεση για συναυλιακά events, κυρίως επειδή, πέρα από τις ιδανικές εγκαταστάσεις, είχε έναν άθλιο ήχο, ανίκανο για οποιαδήποτε συναυλιακή δραστηριότητα. Μέχρι που το Ίδρυμα αποφάσισε να κάνει ένα reboot στους συγκλονιστικούς χώρους που διαθέτει και να φτιάξει αυτήν τη μείξη industrial και interactive σκηνικού που είναι ίσως ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σε αυτή την πόλη.
Κλεινόμαστε σε ένα κλειστοφοβικό τροχόσπιτο λίγο πριν την εμφάνιση των These New Puritans στο Plisskën, το καλύτερο από οργανωτικής και αισθητικής άποψης φεστιβάλ που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα (με άνευρο, όμως, line up). Ο Jack Barnett και ο George Barnett (διζυγωτικά δίδυμα, δεν μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο, ο ένας είναι ένας μικροσκοπικός, ντροπαλός τύπος και ο άλλος αλαζόνας και μεγαλόσωμος, που κάνει και δεύτερη καριέρα ως μοντέλο σε μεγάλες καμπάνιες των Dolce & Gabbana και άλλων οίκων) τρώνε βαριεστημένα Doritos απο ένα τεράστιο σακουλάκι και πίνουν μπίρες. Έχουν αυτή την εστέτ αντιμετώπιση μιας μπάντας που βρίσκεται στο Νο 1 του ΝΜΕ για τον δίσκο της χρονιάς, δεν μας κοιτάνε ποτέ στα μάτια, χαμηλώνουν το βλέμμα και μιλάνε για το «Loud» της Rihanna που τους άρεσε περισσότερο από το «X-Rated», για τα λουλούδια στη σκηνή που θα ήθελαν να είχαν και αυτοί, δυο σνομπ ιδιοφύεις που κατοικούν σε ένα μέρος λίγο έξω από το Έσεξ, που είναι γεμάτο βάλτους. Παρατηρώντας τους εμπνέονται και κάνουν τη μουσική που κάνουν. Τους φαντάζομαι να κάνουν μεγάλες βόλτες στους μεγάλους βάλτους, τα πόδια τους να βουλιάζουν στην κινούμενη άμμο και να εμπνέονται για να γράψουν κομμάτια σαν το εκπληκτικό «Attack Music». Το live τους είναι μια κατάβαση στα κατασκότεινα βάραθρα, ένα θρίλερ, το μεταμοντέρνο σάουντρακ του Μωρού της Ρόζμαρι, παγανιστικές τελετές σε μια ακτή της δυτικής Βρετανίας, ντραμς, ξωτικά, φαντάσματα, κρατήρες με καλικάντζαρους και φίδια. Διονυσιασμός. Η Δέσποινα Τριβόλη ανακαλύπτει κρυμμένο τσιφτετέλι και αρχίζει τα κουπεπέ στο τελευταίο κομμάτι του set και ύστερα φεύγουμε και κατευθυνόμαστε προς την Πειραιώς, περπατώντας ανάμεσα σε εργοστάσια, καντίνες, βιοτεχνίες που κατασκευάζουν στουπιά και πανιά καθαρισμού, σκύλους που βολοδέρνουν γύρω από μικρές βιοτεχνίες σε ένα στενό δρομάκι γεμάτο tags, η ατμόσφαιρα μυρίζει καμένη ελιά και λιωμένη σοκολάτα, αίμα όπως το έργο Blood of two του Matthew Barney στην Ύδρα - ο ταξιτζής που μας έφερε μας είπε ότι εδώ ηταν κάποτε σφαγεία. Στην Πειραιώς κενά billboards, η κατάληψη της Καλών Τεχνών, μια παράσταση του Ιδρύματος Κακογιάννη μόλις σχόλασε, ο Τζανετόπουλος που έχει προμηθεύσει με μαχαιροπίρουνα και γυαλικά τα μισά εστιατόρια της πόλης και ύστερα (εκεί, στην Καλλιρρόης) η αρχαιοελληνικής αισθητικής ταμπέλα του Αβραμόπουλου, σημάδι (;) ότι αφήσαμε τον Ταύρο και μπήκαμε στον Δήμο Αθηναίων. Τόσο μακριά, τόσο κοντά.
σχόλια