Συνήθως την Ημέρα της Γυναίκας διοργανώνονται συζητήσεις, εκδηλώσεις και συμβολικές κινητοποιήσεις που δυστυχώς την επόμενη ημέρα ξεχνιούνται, ενώ η ζωή για τις γυναίκες συνεχίζει όπως και πριν: σχεδόν ηρωικά.
Όταν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προκήρυξε το 1975 «Έτος της Γυναίκας», φεμινιστικές οργανώσεις και κινήματα χειραφέτησης από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να συμμετάσχουν στον εορτασμό της 8ης Μαρτίου.
Στην Ισλανδία μια επιτροπή που εκπροσωπούσε πέντε από τις μεγαλύτερες οργανώσεις γυναικών της χώρας ανέλαβε τη διοργάνωση εκδηλώσεων και μια ριζοσπαστική ομάδα ονόματι «Κόκκινα Καλσόν» διατύπωσε την εξής πρόταση: «Γιατί να μην κατέβουμε όλες σε απεργία;».
Το «επίτευγμα» της πατριαρχικής κοινωνίας είναι ένας κόσμος βουτηγμένος στο αίμα με παιδιά να πεθαίνουν από πείνα, εγκατάλειψη και εκμετάλλευση και το περιβάλλον να παραπαίει, οριακά εκδικούμενο για την ανθρωπογενή καταστροφή.
Τα «Κόκκινα Καλσόν» προφανώς δεν εννοούσαν απλά να μην πάνε οι Ισλανδές στην εργασία τους, αλλά να απέχουν από όλες τις δραστηριότητές τους ως εργαζόμενες, μητέρες, σύντροφοι κ.λπ.
Να μην καθαρίσουν τα σπίτια τους, να μη μαγειρέψουν, να μην κάνουν μπάνιο τα παιδιά τους, να μην τα ντύσουν και να μην τα πάνε στο σχολείο και ούτω καθ' εξής, ώστε να γίνει αισθητό σε όλη την κοινωνία πως η καθημερινή συνεισφορά των γυναικών, ανεξαρτήτως του αν είναι νοικοκυρές ή επαγγελματίες, είναι αυτό που επιτρέπει στην κοινωνία και κατ' επέκταση στη χώρα να λειτουργεί εύρυθμα.
Έπειτα από πολλές συζητήσεις συμφώνησαν με τη δράση αυτή όλες οι οργανώσεις που συμμετείχαν στην επιτροπή, αρκεί να μην ονόμαζαν την πρωτοβουλία τους απεργία αλλά «ρεπό» από τα καθήκοντά τους.
Ο λόγος ήταν πως πίστευαν ότι οι εργοδότες πιθανά να απέλυαν όσες δήλωναν ότι απεργούσαν αλλά σίγουρα δεν θα τους αρνούνταν ένα ρεπό, ενώ και οι άνδρες στις ζωές τους θα το έπαιρναν με καλύτερο μάτι.
Και έπραξαν σοφά, γιατί αυτό που ακολούθησε ταρακούνησε συθέμελα τις αντιλήψεις και την νοοτροπία σχετικά με το άχθος που επωμίζονται επιτυχώς οι γυναίκες καθημερινά.
Όσο πλησίαζε η ημέρα που είχε επιλεγεί, οι γυναίκες σε όλη τη χώρα συναντιόνταν για να οργανωθούν και η πρόθεση συμμετοχής κορυφωνόταν.
Μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες που δεν είχαν ως τότε ασχοληθεί με το κίνημα χειραφέτησης άρχισαν να ακούνε με μεγάλο ενδιαφέρον τις συζητήσεις των νεότερων συναδέλφων τους που διαμαρτύρονταν για την ανισότητα στην αμοιβή που λάμβαναν για ίση εργασία με τους άνδρες και τις μειωμένες παροχές του κράτους.
Η Annadis Rudolfsdottir περιγράφει πως η μητέρα της, που ήταν 28 ετών και εργαζόταν σε μια γαλακτοπαραγωγική μονάδα, είχε βάλει τα δυνατά της για να πείσει το αφεντικό της, μια σκληραγωγημένη και δουλευταρού γυναίκα 50 ετών, να μην εργαστούν την ημέρα εκείνη.
Όταν πέρασε από το διαμέρισμα της για να την πάρει και να πάνε μαζί σε μια συγκέντρωση στο κέντρο του Ρέικιαβικ, τη βρήκε στην κουζίνα του σπιτιού να πνίγει τις ενοχές της που έκανε «κοπάνα» από τη δουλειά ψήνοντας μανιωδώς πίτες. Ήταν μία από τις ελάχιστες Ισλανδές που μαγείρεψαν στο «ρεπό» τους.
Στις 24 Οκτωβρίου 1975, το 90% των γυναικών στην Ισλανδία άφησαν κενά τα πόστα της δουλειάς τους, οι κατσαρόλες στα σπίτια στάθηκαν άδειες στα ράφια της κουζίνας, τα παιδιά έμειναν με μπαμπάδες, αδέλφια, παππούδες και θείους κι εκείνες πήραν ρεπό από όλες τις υποχρεώσεις τους.
Αυτό δεν σήμαινε βέβαια πως ξεκουράστηκαν. Η συντριπτική πλειοψηφία συμμετείχε στις διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και συζητήσεις σχετικά με τις διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος.
Οι μαρτυρίες όσων έζησαν εκείνη την ημέρα εξακολουθούν να απηχούν, 43 χρόνια μετά, τον αντίκτυπο αυτής της έξυπνης πρωτοβουλίας.
Μια γυναίκα αφηγείται την ιστορία της γειτόνισσάς της, μητέρας τριών ζωηρών αγοριών, που άφησε στις οχτώ το πρωί την οικογένειά της να τα βγάλει πέρα χωρίς εκείνη κι επέστρεψε αργά το βράδυ.
Οι άνδρες δυσκολεύτηκαν πολύ και δικαίως έκτοτε αναφέρονταν στην 24η Οκτωβρίου ως «Μεγάλη Παρασκευή». Πολλοί πήραν μαζί τα μικρότερα παιδιά τους στη δουλειά, όπου οι άνδρες εργοδότες αναγκάστηκαν να βγούνε για να αγοράσουν καραμέλες και μαρκαδόρους προκειμένου να απασχολούνται κάπως τα πιτσιρίκια όσο θα βρίσκονταν εκεί.
Κάποιοι πατεράδες δωροδόκησαν τα μεγαλύτερα αδέλφια να προσέξουν τα μικρά, ενώ τα λουκάνικα, αγαπημένο και εύκολο γεύμα μικρών και μεγάλων εξαντλήθηκαν από τα σούπερ μάρκετ εν ριπή οφθαλμού.
Καταστήματα, σχολεία, κτηνοτροφικές μονάδες και εργοστάσια μεταποίησης αλιευμάτων (η κινητήριος δύναμη της ισλανδικής οικονομίας όπου πολλές γυναίκες εργάζονταν σε σκληρές θέσεις για ψίχουλα σε σύγκριση με τους άνδρες) είτε έκλεισαν, είτε υπολειτουργούσαν.
Όλες οι πτήσεις ακυρώθηκαν λόγω του φύλου των αεροσυνοδών και οι εφημερίδες δεν κυκλοφόρησαν γιατί όλοι οι στοιχειοθέτες ήταν γυναίκες.
Την επόμενη μέρα η Morgunbladid, μία από τις σημαντικότερες εφημερίδες της χώρας κυκλοφόρησε με τις μισές σελίδες μόνο, καθώς οι συντάκτριες δεν επέστρεψαν στην δουλειά τους πριν από τα μεσάνυχτα.
Οι ταμίες των τραπεζών -που είχαν ίδια πτυχία με τους άνδρες συναδέλφους τους αλλά η διοίκηση δεν τους ανέθετε θέσεις με ευθύνες και κύρος- απήλαυσαν ιδιαίτερα να επισκέπτονται τα καταστήματα όπου εργάζονταν και να βλέπουν τους ανώτερους τους να πελαγώνουν προσπαθώντας να φέρουν εις πέρας μια απλή συναλλαγή.
Η Gudrun Jonsdottir, 21 ετών, φρεσκοπαντρεμένη με μωρό, λέει πως ακόμα θυμάται τι φορούσε και ότι έκλαψε σιωπηλά ακούγοντας τα λόγια μιας φίλης των γονιών της, της Adalheidur Bjarnfredsdottir, που μιλούσε ως εκπρόσωπος της ένωσης Sokn, του συνδικαλιστικού οργάνου των χαμηλότερα αμοιβόμενων γυναικών της Ισλανδίας: «Οι άνδρες κυβερνούν τον κόσμο από την αυγή του χρόνου, και τι κατάφεραν;».
Η απάντηση ήρθε από την ίδια και περιέγραφε μια κατάσταση που ισχύει δυστυχώς και σήμερα. Το «επίτευγμα» της πατριαρχικής κοινωνίας είναι ένας κόσμος βουτηγμένος στο αίμα με παιδιά να πεθαίνουν από πείνα, εγκατάλειψη και εκμετάλλευση και το περιβάλλον να παραπαίει, οριακά εκδικούμενο για την ανθρωπογενή καταστροφή.
Εύλογα λοιπόν, αν αναλογιστεί κανείς ότι τέσσερις δεκαετίες μετά τα πράγματα δεν είναι αισθητά καλύτερα στις κοινωνίες μας, τίθεται το ερώτημα του τι πέτυχαν με την κίνηση αυτή οι Ισλανδές.
Ξεφεύγοντας από τους συμβολισμούς απέδειξαν εμπράκτως πως η συνεισφορά τους στην οικονομία είναι σίγουρα εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντική με των ανδρών.
Μόλις έναν χρόνο μετά το Ισλανδικό Κοινοβούλιο ψήφισε έναν νόμο που εγγυόταν ίσα δικαιώματα σε γυναίκες και άνδρες και αποτέλεσε εφαλτήριο για την εκλογή της πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης γυναίκας προέδρου στην Ισλανδία αλλά και τον κόσμο.
Παρότι προφανώς ο νόμος περί ισότητας του 1976 δεν άλλαξε ως δια μαγείας την κατάσταση στη χώρα, ωστόσο σηματοδότησε την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας σε θέματα ισότητας και ισονομίας των φύλων συνολικά στην ισλανδική κοινωνία.
Επιθυμώντας να μην επαναπαυθούν στις δάφνες των γυναικών που αγωνίστηκαν το 1975 και συνειδητοποιώντας την ανάγκη για ευαισθητοποίηση των νέων γενεών στο ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης, κάθε 10 χρόνια οι γυναίκες της Ισλανδίας απέχουν από κάθε δραστηριότητα ώστε να υπενθυμίσουν πως δεν είναι τα γρανάζια αλλά ο κινητήρας του κοινωνικού και οικονομικού μηχανισμού της χώρας και να συνεχίσουν τον αγώνα για πραγματική ισότητα.