Για δε μ’ αφήνετε ήσυχο; Άστε με ήσυχο όλοι. Θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια», τραγουδούσε η Τάνια Τσανακλίδου το 1980, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος της «Χωρίς Ταυτότητα». Σήμερα, κάθε φορά που τραγουδάει αυτό το τραγούδι «γίνεται χαμός από κάτω. Μου κάνει φοβερή εντύπωση η αντίδραση του κόσμου». Όχι πως οι συναυλίες της θυμίζουν σε τίποτα τις παλιότερες δουλειές της. Ήδη, από το τέλος Μαρτίου έχει βγει με φίλους της μουσικούς να τραγουδήσει στον δρόμο χωρίς αντάλλαγμα, έτσι, για ν’ «αλλάξει την καθημερινότητά της». Το καλοκαίρι θα κάνει συναυλίες με πολύ χαμηλό εισιτήριο σε όλη την Ελλάδα. «Κανείς μας δεν θα πληρώνεται, τα εισιτήρια θα καλύπτουν τα έξοδα και ό,τι περισσεύει θα το μοιραζόμαστε». Μέχρι τότε, βρίσκεται κάθε απόγευμα στην πλατεία Συντάγματος με τους «Αγανακτισμένους».
Διάβασα ότι βγήκατε και τραγουδήσατε στον δρόμο. Γιατί στον δρόμο;
Επειδή πέρσι είχα μια χρονιά δύσκολη και κουραστική, αποφάσισα να μη δουλέψω. Με παίρνανε άνθρωποι για δουλειά και σχεδόν τους έβριζα. Τους έλεγα «μη με ξαναπάρετε». Μέσα σε όλα ήρθε μια ωραία κατάθλιψη και βούλιαξα τελείως. Με φριχτό μαζοχισμό καθόμουν κι έβλεπα όλα τα δελτία ειδήσεων και δεν ασχολιόμουν με τίποτε άλλο παρά μόνο με αυτό. Έφτασα στο μη περαιτέρω. Είχαν έρθει δυο φίλοι μουσικοί να πιουν καφέ και μου είπαν «εσύ, όταν δεν δουλεύεις, αρρωσταίνεις. Δεν πάμε να τραγουδήσουμε στον δρόμο;». Την άλλη μέρα κιόλας βγήκαμε στον δρόμο και παίξαμε. Πήγαμε έξω απ’ το μέτρο στον Ευαγγελισμό, στον Κεραμεικό και στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Αυτό που συνέβη ήταν πολύ συγκινητικό. Μαζεύτηκαν ένα σωρό άλλοι φίλοι μουσικοί, που ήρθαν με όλη τους την καρδιά και όλη τους τη χαρά, κι αυτό μας έδωσε μεγάλη αίσθηση ελευθερίας και δύναμης ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε επιτέλους την καθημερινότητά μας. Ερχόταν ο κόσμος συγκινημένος και μας έλεγε «ευχαριστούμε που μας δώσατε πίσω το χαμένο μας χαμόγελο». Με τα πολλά, φτιάξαμε ένα πρόγραμμα 40 λεπτών και παίζαμε στον δρόμο. Μας στέλνανε μηνύματα να πάμε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τον Πόρο, αλλά όλα αυτά είχαν έξοδα - μέχρι που μπήκαμε στη διαδικασία να κάνουμε κάποιες συναυλίες με μια επαναστατική λογική. Δεν υπάρχει μεροκάματο για κανέναν. Βάζουμε ένα πολύ φτηνό εισιτήριο για να βγουν τα έξοδα κι αν μείνει κάτι, το μοιραζόμαστε όλοι στα ίσια, γεγονός που μας βάζει σ’ ένα είδος φοιτητικής διαδικασίας. Για κάποιον που έχει εθιστεί να βγάζει χρήματα είναι παράλογο, αλλά για μένα, που δεν είναι τίποτα αυτονόητο στη ζωή, νομίζω ότι όλο αυτό σε ξαναπάει σε μια ωραία αφετηρία.
Ο κόσμος σάς καταλάβαινε;
Στην αρχή όχι, και μόλις το καταλάβαιναν κοίταγαν να δουν πού είναι οι κάμερες. Οι δε συνάδελφοί μου με έπαιρναν τηλέφωνο και με ρώταγαν «και ποιος το πληρώνει όλο αυτό;». Όταν τους έλεγα ότι δεν το πληρώνει κανείς, γινόντουσαν καχύποπτοι. Ξέρετε, έχουμε γίνει καχύποπτοι, υποπτευόμαστε τα πάντα, ακόμα και τις πιο αγαθές των προθέσεων, γι’ αυτό και δεν θέλησα να δώσω καμιά συνέντευξη για όλο αυτό. Το έκανα για να βγω από τη δική μου απραξία. Καμία επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αν δεν επαναστατήσουμε πρώτα εναντίον του ίδιου μας του εαυτού. Η επανάσταση είναι προσωπική και ατομική. Με το που ξεκινάς να διεκδικείς την ελευθερία σου είσαι ήδη ελεύθερος. Ο καθένας μπορεί να προσφέρει. Ένας μάγειρας μπορεί να πάει να προσφέρει φαγητό, ένας γιατρός να πάει να δει δέκα ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν. Η πιο μεγάλη μας δύναμη είναι αυτή που αντλούμε ο ένας απ’ τον άλλον. Αν δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα σ’ αυτό τον τόπο. Γι’ αυτό κι έχει αρχίσει όλο αυτό με τους «Αγανακτισμένους», τους οποίους εγώ αποκαλώ «αποφασισμένους». Το «αγανακτισμένοι» έχει και κάτι ειρωνικό μέσα του, σχεδόν απαξιωτικό. Σαν κάτι που δεν έχει δυναμική και είναι στάσιμο, ενώ ο αποφασισμένος έχει δυναμική να πάει παραπέρα.
Στους «Αγανακτισμένους» πότε ξεκινήσατε να πηγαίνετε;
Από την πρώτη μέρα.
Πώς ξεκινήσατε να κατεβαίνετε;
Απολύτως συνειδητοποιημένα και τη χαρά αυτής της πρώτης μέρας, όπως και της πρώτης Κυριακής, που έγινε χαμός, δεν θα την ξεχάσω. Καταρχάς, βρέθηκα με φίλους μου που είχα να δω καιρό. Με τη Μυρσίνη Λοΐζου και τον Νίκο Σούλη είμαστε κάθε μέρα μαζί. Δίνουμε το ραντεβού μας και πηγαίνουμε κάτω. Φταίει ίσως και η δουλειά μας, που σε κάνει κάπως ανθρωποφοβικό. Αν συναναστρέφεσαι συνέχεια πάρα πολύ κόσμο, δεν αντέχεις. Όλοι πια συναντάμε ο ένας τον άλλον στον δρόμο σαν να ’μαστε εμπόδια . Έχουμε κλειστεί πολύ στον εαυτό μας. Θεωρήσαμε ότι η ζωή μας μπορεί να πορευτεί και να βρει τον στόχο της ερήμην των άλλων. Ξαφνικά, είδαμε με χαρά τον συνάνθρωπό μας στο Σύνταγμα. Γίναμε ευγενέστεροι και καλύτεροι, γιατί είδαμε ότι υπάρχει ελπίδα, και η ελπίδα είμαστε εμείς. Βρίσκω αυτή την ιστορία εξαιρετικά πολιτική. Εγώ ανήκω σε όλους αυτούς που τα τελευταία χρόνια δεν ψήφιζαν. Για χρόνια έριχνα λευκό και μετά σταμάτησα να ψηφίζω. Πολλοί στην πλατεία είναι απ’ αυτούς που ρίχνουνε λευκό κι αισθάνομαι ότι βρήκαμε τον τρόπο ν’ αναζητούμε αυτό που μας αναλογεί.
Σε συνέλευση έχετε μιλήσει;
Όχι, ποτέ.
Η άμεση δημοκρατία, που είναι και βασικό αίτημα των συγκεντρωμένων, τι σημαίνει για σας;
Είναι αυτή η ιδανική δημοκρατία που θα μπορούσε να ισχύσει παγκοσμίως, ώστε να μας βγάλει απ’ αυτό το τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε όλοι. Στις λεγόμενες «κοινοβουλευτικές δημοκρατίες» κυβερνιόμαστε από μάνατζερ. Η άμεση δημοκρατία μάς επιτρέπει να βγούμε απ’ την ιδιώτευση και να γίνουμε πολίτες. Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ύβρις να είσαι ιδιώτης.
Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχαν και οι δούλοι, δεν ψήφιζαν όλοι στις πλατείες.
Τι σχέση έχει αυτό; Οι κοινωνίες αλλάζουν. Τόσους μετανάστες που εκμεταλλευόμαστε δεν θεωρείτε ότι τους μεταχειριζόμαστε σαν να ’ναι δούλοι, με μεροκάματα πείνας και χωρίς καμία κοινωνική ασφάλιση; Εξάλλου, ένα νέο παιδί που πάει να εργαστεί και παίρνει ελάχιστα λεφτά, ενώ δεν του βάζουν ένσημα, δεν είναι σε καθεστώς δουλείας; Πιστεύετε ότι έχει εκλείψει η δουλεία; Έχουμε γίνει όλοι δούλοι ενός απεχθούς συστήματος. Αυτό πρέπει ν’ αλλάξουμε και θα το αλλάξουμε.
'Hσασταν πάντα πολιτικοποιημένη;
Ναι, πήγα στην πρώτη μου διαδήλωση όταν ήμουν 11 χρόνων.
Γιατί δεν ψηφίζατε όλα αυτά τα χρόνια;
Ήταν μια σοβαρή πολιτική θέση κι αυτό. Πήγαινα έξω απ’ το εκλογικό κέντρο και φώναζα «μην ψηφίζετε αυτούς τους αλήτες».
Κάπου λέγατε ότι «μετά από 45 χρόνια δουλειάς θα πάρω μια σύνταξη των 750 ευρώ».
Αυτά θα πάρω, αν τα πάρω, και δουλεύω 45 χρόνια, ενώ τα χρήματα που έχω πληρώσει στο ελληνικό Δημόσιο είναι απίστευτα. Οι ασφαλιστικές μου εισφορές μόνο θα ήταν μια περιουσία που θα μου είχε επιτρέψει να ζω αξιοπρεπώς στα γεράματά μου. Τώρα κανένας από μας δεν θα έχει αυτή την τύχη. Χτυπούν την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, το βαθύτερο είναι μας και την ίδια μας την ύπαρξη. Θέλουν να μας εξοντώσουν. Εγώ θα είμαι στον δρόμο και θα είμαι η τελευταία που θα φύγει.
Εσείς εκπροσωπείτε κάτι;
Μόνο τον εαυτό μου, ο οποίος έχει θέματα προς επίλυση και πολλά περιθώρια βελτίωσης.
Με τον αποκλεισμό της Βουλής τι ελπίζετε να καταφέρετε;
Θέλω οι 300 αυτοί άνθρωποι να ντρέπονται να βγουν στον δρόμο.
Αυτό με τους πολιτικούς που ντρέπονται να κυκλοφορήσουν πώς το βλέπετε;
Και πολύ άργησαν. Θα έπρεπε χρόνια τώρα να μην μπορούν να κυκλοφορούν.
Απορεί, όμως, κανείς γιατί ο κόσμος δεν εξοργίστηκε νωρίτερα. Τόσα σκάνδαλα έγιναν.
Δεν πειράζει. Δεν θα του ρίξουμε τώρα ευθύνη γιατί άργησε για να ακυρώσουμε το γεγονός ότι βγήκε, μην τρελαθούμε! Και ο πιο κοιμισμένος θα ξυπνήσει γιατί απειλείται άμεσα.
Ναι, αλλά μετά το επιχείρημα είναι «αυτός τα ’παιρνε καλά καλά από το Δημόσιο και τώρα που έκανε τη δουλίτσα του βγαίνει να παραπονεθεί».
Δηλαδή, έναν άνθρωπο που θα πεινάσει και φοβάται πρέπει να τον κατηγορήσουμε γιατί βγαίνει να διαμαρτυρηθεί τώρα; Κι έπειτα, το πολιτικό σύστημα μας έχει εκμαυλίσει όλα αυτά τα χρόνια.
Αναφέρεστε στις πελατειακές σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί;
Μα, ναι. Το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να επαναστατούμε εναντίον του εαυτού μας. Πού ήταν τόσο καιρό αυτοί που τώρα μας απαξιώνουν; Οι «Αγανακτισμένοι» αποκατέστησαν την ανύπαρκτη κοινωνική μας αλληλεγγύη. Για χρόνια ντρεπόμασταν να μιλήσουμε για την πατρίδα μας, με τον φόβο ότι θα μας πούνε φασιστόμουτρα και εθνικόφρονες. Μας φτάσανε να βλέπουμε την ελληνική σημαία και ν’ αποστρέφουμε το πρόσωπο.
Δεν ξέρω, εμένα, προσωπικά, το να ακούω τον Εθνικό Ύμνο μπροστά στη Βουλή μού προκαλεί αμηχανία.
Μα, κι αυτός δεν είναι ένας τρόπος του συστήματος να μας ευνουχίσει και να μας διαλύσει; Γιατί να επιτρέψουμε στους φασίστες να το μονοπωλούν; Το 1967 που έγινε η χούντα εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο. Ξεκινήσαμε το πρωί να πάμε στο σχολείο, ήταν παντού τα τανκς και φτάσαμε στο σχολείο, όπου ένας καθηγητής μάς είπε ότι είχε γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα. Σηκώθηκα από τη θέση μου, είπα τον «Εθνικό Ύμνο» κι έκλαιγα. Αυτή ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής μου και ήμουν ένα παιδί 15 χρόνων, που κανείς δεν του υπαγόρευσε κάτι τέτοιο, παρά μόνο η αγάπη για την πατρίδα του και το μίσος για κάθε εξουσία που δείχνει τέτοιο αδυσώπητο πρόσωπο.
Κάπου είπατε ότι η Μεταπολίτευση είναι νεκρή.
Ναι. Αυτό το πτώμα που κρύβαμε όλοι τόσο καιρό σπίτι μας είναι
καιρός να το θάψουμε.
Τι είναι αυτό που πήγε στραβά;
Εγώ θεωρώ ότι τα πράγματα είναι δρομολογημένα έτσι εδώ και χρόνια. Πείτε με και συνωμοσιολόγο, πείτε με ό,τι θέλετε.
Από ποιον;
Από τις διεθνείς αγορές, από το σύστημα, από τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος εδώ και χρόνια ελέγχει τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Δεν υπάρχει ελεύθερη κυβέρνηση σήμερα. Ποιος είναι ελεύθερος; Κανείς.
Εσείς, πρακτικά, τι θα θέλατε ν’ αλλάξει;
Να γίνει άμεση η δημοκρατία.
Πιστεύετε ότι οι εκλογές θα άλλαζαν κάτι ;
Δεν έχουν κανένα νόημα. Πρέπει ν’ αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί όλο το πολιτικό σύστημα. Δεν ξέρω, μπορεί να λέω βλακείες, αλλά θα προτιμούσα να υπάρχει ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο με έντιμους ανθρώπους.
Ναι, αλλά πού είναι αυτά τα τίμια πρόσωπα;
Δεν έχουν αναδειχτεί - και από πού ν’ αναδειχτούν, εξάλλου; Απ’ το Mega και τον Σκάι; Είμαστε πολύ καλά κυκλωμένοι, είμαστε ποντίκια μέσα σε φάκα.
Είναι όλοι φοβισμένοι.
Όλοι είμαστε, αλλά αυτός ο φόβος μάς κρατάει παράλυτους και δεν θα γίνουμε ελεύθεροι ποτέ. Πρέπει να ρισκάρουμε, κι ας φάμε τα μούτρα μας. Δεν μπορείς να βλέπεις να εξελίσσεται σαν ταινία η ζωή σου και να νομίζεις ότι είναι δική σου, αλλά τελικά να είναι κάποιου άλλου. Η δική σου ζωή είναι αυτή που παίζεται.
σχόλια