Ο σκηνοθέτης της πιο ιδιοσυγκρασιακής ταινίας της χρονιάς (και της πρώτης ελληνικής που συμμετείχε στο διαγωνιστικό του Sundance) μιλάει στη LifO για τα νεκρά τοπία των πλάνων του, την ερμηνεία της βίας και τον μπασίστα των Jesus and Mary Chain που δηλώνει φανατικός του L. Από τον Φώτη Βαλλάτο
H φωτογραφία του «L» είναι γεμάτη αποστειρωμένα τοπία, χωρίς αναφορές στο ελληνικό τοπίο. Είναι κάτι που το απέφυγες ηθελημένα;
H ιδέα ήταν η γεωγραφία της ταινίας να μην παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο. Ο χώρος και ο χρόνος της να είναι απροσδιόριστοι. Τα τοπία να είναι άδεια και χωρίς ζωή. Το μόνο ζωντανό να είναι η δράση της ιστορίας του L. Κάθε ταινία πρέπει να έχει τον δικό της, μοναδικό κόσμο. Πιστεύω στη γεωγραφία του πλάνου και του μοντάζ. Ο σκηνοθέτης είναι και λίγο αρχιτέκτονας, ή καλύτερα πολεοδόμος. Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση στη δημιουργία μιας καινούργιας γεωγραφίας μέσα από μια ήδη υπάρχουσα. Αυτή είναι δύναμη του κάδρου.
Πολλές φορές τα κάδρα σου μου έφεραν στο μυαλό τις φωτογραφίες του Πάνου Κοκκινιά; Γνωρίζεις τη δουλειά του;
Όχι. Μισό λεπτό να κοιτάξω στο Δίκτυο... Ναι, τώρα που τις βλέπω, μοιάζουμε λίγο. Κυρίως στη χρήση του γενικού πλάνου με τους ανθρώπους μικρούς σε αναλογία. Επίσης, στη «νέκρα» που έχουν τα τοπία του. Θα πρέπει μάλλον να τον γνωρίσω.
Ο Roy Andersson λέει κάπου ότι η ανθρώπινη τραγωδία γράφει καλύτερα σε γενικό πλάνο. Όχι βέβαια ότι το «L» είναι μια ανθρώπινη τραγωδία.
Το L έχει μια γεωμετρία και μια αυστηρότητα δωρικού ρυθμού στα κάδρα του. Αυτή του η αυστηρότητα δίνει στα αστεία γεγονότα μια σοβαρότητα. Έτσι όλα μοιάζουν φυσιολογικά, γιατί τίποτα δεν τα ειρωνεύεται, ούτε τα τονίζει. Και μολονότι είναι road movie, όλα είναι ακίνητα.
Το «L» έχει καθόλη τη διάρκειά του μια φόρμα στους διαλόγους και τη σκηνοθεσία που μου θυμίζει Μίκαελ Χάνεκε και Καουρισμάκι. Πόσο έχεις εμπνευστεί από αυτούς τους σκηνοθέτες και σε τι βαθμό σ’ έχουν επηρεάσει;
Ο Καουρισμάκι είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Ο Χάνεκε μου αρέσει, αλλά ζω και χωρίς αυτόν. Είναι πολύ προκλητικός για τα γούστα μου. Η βία που υπάρχει έξω από τα κάδρα του νομίζω ότι είναι πιο προκλητική από τη βία μέσα στο κάδρο. Ο Καουρισμάκι έχει μια απέραντη αγάπη για τους χαρακτήρες του κι επίσης είναι πολύ αστείος με τον τρόπο του. Οι ταινίες του είναι «απαλές». Μέσα από την απλότητα και τη διακριτικότητα, χωρίς στόμφο, λέει με καθαρά κινηματογραφικό τρόπο τις ιστορίες του. Μου αρέσει η απλότητα. Μου αρέσουν οι σιωπές και η ελάχιστη χρήση της μουσικής μόνο όταν έχει αφηγηματικό ρόλο και όχι απλώς για να δώσει συναίσθημα. Μου αρέσουν η σταθερή κάμερα και ο παράδοξος χρόνος των ταινιών του Roy Andersson.
Τι γνώμη έχεις για το Δόγμα το Τρίερ; Ήταν το νέο σινεμά βεριτέ ή απλώς μια προβοκατόρικη ιδέα στο υπερφίαλο μυαλό του Τρίερ;
Όταν βλέπω μια ταινία του Τρίερ νομίζω ότι μέσα στο δωμάτιο της μηχανής προβολής βρίσκεται ο ίδιος ο Λαρς που, πίνοντας μια μπίρα, γελάει μαζί μας. Πάντα όμως θα μου αρέσουν οι Ηλίθιοι και το Dancer in the dark. Είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος που καταφέρνει πάντα να είναι ενδιαφέρων, είτε σου αρέσει είτε όχι. Δεν ήμουν ποτέ φανατικός του Δόγματος, κυρίως γιατί με ζάλιζε η κάμερα. Επίσης, νομίζω ότι το σινεμά, ό,τι επαναστατικό ήταν να κάνει, το έκανε μέχρι τη δεκαετία του ’50. Τώρα, το μόνο καινούργιο που υπάρχει είναι η χρήση της digital τεχνολογίας, που ίσως καταφέρει να κάνει την επανάσταση ή να μας κάνει να καταλάβουμε καλύτερα ότι τίποτα δεν αλλάζει. Δεν νομίζω ότι υπάρχει παρθενογένεση.
Θεωρείς ότι ανήκεις στη γενιά του «weird wave of greek cinema», όπως αποκαλεί όλη αυτήν τη σκηνή η «Guardian»;
Όλος ο πλανήτης κοιτάει τα καμένα κτίρια στους δρόμους και ύστερα κοιτάει και τις ταινίες που μπορεί να βρει δίπλα. Είμαστε στη μόδα. Πρέπει να μας τοποθετήσουν σε λίστα, σε κάποια κατηγορία, για να πουλήσουμε. Λες να έχει γεννηθεί η Nouvelle Vagueτης Ελλάδας; Ποιος θα είναι ο Γκοντάρ, ποιος ο Τριφώ, ποιος ο Σαμπρόλ, ποιος ο Μελβίλ; Είναι περίεργες οι στιγμές που περνά η χώρα, άρα πρέπει και το σινεμά μας να είναι «περίεργo»; Δεν το πιστεύω. Όλα αυτά μας κάνουν λίγο γραφικούς. Κάποιοι μοιράζονται ίδιους συνεργάτες, ίδιες αισθητικές. Αυτό μπορεί να κάνει κάποιες ταινίες να μοιάζουν. Το μέλλον θα δείξει αν θ’ αντέξουμε, αν δεν είμαστε απλώς μια μπόρα. Ένα είναι το κύμα του κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα: αυτό που έκανε το low budget αισθητική. Και είναι πολλές και καλές οι ταινίες που γυρίζονται με αυτό τον τρόπο. Πάντα σκέφτομαι ότι, αν η χώρα ευημερούσε, ίσως πολλοί από εμάς να μην έκαναν ποτέ ταινία. Λες η κρίση να έσωσε τον ελληνικό κινηματογράφο ;
Σου αρέσει ο λεγόμενος «παλιός, καλός, ελληνικός κινηματογράφος»;
Έχουμε μεγαλώσει και θα μεγαλώσουμε λίγο ακόμα με αυτές τις ταινίες. Είναι σαν το φαγητό της μαμάς, που μπορεί να μην είναι νόστιμο, αλλά επειδή έχει γίνει συνήθεια, θα φαίνεται πάντα νόστιμο. Κάπως έτσι γίνεται και με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Άσε που τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες τις βλέπαμε στην τηλεόραση, όταν τρώγαμε το φαγητό της μαμάς.
Επίσης, παρατήρησα ότι μέσα από το «L» προβάλλεις αρκετά το νεοελληνικό κιτς. Βλέπουμε το «κλασικό» αρωματικό δεντράκι στο αυτοκίνητο του Σερβετάλη, τις κιτς ελληνικές πολυκατοικίες, τα αυτοσχέδια μαθήματα οδήγησης, τις κασέτες Πανασόνικ... Τι σε εμπνέει από όλο αυτό;
Μπήκαμε στον πειρασμό να σκεφτούμε αν θα είναι κασέτα ή CD. Λέγαμε ότι η κασέτα θα είναι λίγο trendy κι ότι ίσως δεν πρέπει. Αλλά, τελικά, το φετίχ νίκησε. Η ταινία έχει πολλά φετίχ. Αυτοκίνητα, μηχανές, παπούτσια, κασέτες, σκάφη. Το αρωματικό δεντράκι είναι το πιο καλό δώρο που μπορείς να κάνεις σ’ έναν άνθρωπο που ζει μέσα στο αυτοκίνητο του. Αν του πας λουλούδια, θέλεις και βάζο. Θέλεις και νερό στο βάζο. Τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα. Το αρωματικό δεντράκι κάνει τη δουλειά των λουλουδιών, χωρίς να σου ρουφάει και το οξυγόνο. Όλοι έχουμε καθίσει στα πόδια του πατέρα μας, κρατώντας το τιμόνι του αυτοκινήτου. Όλοι παίζαμε τον οδηγό. Κάναμε και τον ήχο του αυτοκινήτου με το στόμα μας. Αν όλα αυτά στοιχειοθετούν το ελληνικό κιτς, τότε έχουμε μεγαλώσει μέσα σε αυτό και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα.
Έχω την αίσθηση ότι η βία εισχωρεί στην ταινία σου στις πιο ανύποπτες στιγμές. Όπως στη σκηνή που ο Σερβετάλης χτυπάει το κεφάλι του στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, ή όταν χτυπάει με μανία το αυτοκίνητό του στις κολόνες του πάρκινγκ. Ποια είναι η ερμηνεία της βίας στο «L»;
Όπως οι χαρακτήρες της ταινίας, η βία είναι αφελής. Σαν το παιδάκι που χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο όταν θυμώσει για κάτι που έχει κάνει. Το κεφάλι χτυπά τον τοίχο μπρος και πίσω με επαναλήψεις και σταθερό ρυθμό. Είναι, όμως, τόσο πολλές οι επαναλήψεις, που η κρανιακή βλάβη είναι κοντά. Η βία της ταινίας δεν έρχεται από κάτι ξένο προς αυτόν που τη δέχεται. Είναι βία από τον εαυτό προς τον εαυτό. Δεν προκαλεί κάτι σε κάποιον, παρά μόνον σε αυτόν που την ασκεί. Επίσης, είναι αποδραματοποιημένη. Βία που παρακολουθείται από απόσταση, χωρίς να τονίζεται. Είναι «σεμνή». Η ταινία έχει και αίμα που τρομάζει τον πρωταγωνιστή, όπως τρομάζει τα μικρά παιδιά.
Η Αθήνα είναι βίαιη πόλη;
Η Αθήνα πλέον είναι μια βίαιη πόλη. Χορεύει σε ρυθμούς σκληρού ροκ εν ρολ. Αν σου αρέσει το ροκ εν ρολ, μπορεί και να βρεις μια γοητεία σε αυτό. Κάποιες φορές λέω μήπως είναι η ώρα να το ζήσουμε ως γνήσιοι ρόκερ, χωρίς να το αποφύγουμε, γιατί έτσι μπορεί να μάθουμε κάτι. Σαν ένα ενθουσιώδες stage jumping σε μια συναυλία σε φαβέλα. Το θέμα είναι επίσης αν κάποιο από το σπίτι στη φαβέλα είναι δικό σου.
Πώς μπορεί να συνδεθεί αυτό που θέλεις να πεις με το «L» με την Ελλάδα του Μνημονίου 2;
Δεν υπάρχει θεματική σχέση της ταινίας με το μνημόνιο. Δεν υπάρχει πολιτική σκέψη. Ίσως είναι μια ταινία που μας έκανε για ένα μεγάλο διάστημα να ξεχάσουμε τι γίνεται γύρω μας. Με το σινεμά χάνεις τον προσωπικό σου χωροχρόνο, είτε ως θεατής για δύο ώρες, είτε ως κατασκευαστής του για πολλούς μήνες. Το Μνημόνιο 2 είναι πολύ καλός τίτλος για ταινία. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία για τη μνήμη. Πολλά εισιτήρια και σίγουρο σίκουελ: Μνημόνιο 3. Η εκδίκηση.
Πώς ήταν η εμπειρία σου στο Sundance;
Το ταξίδι κουραστικό. Το αεροπλάνο γεμάτο. Το κρύο και το χιόνι πολύ. Αγάπη από τους διοργανωτές του φεστιβάλ για τους σκηνοθέτες και τις ταινίες τους. Οι ταινίες πολλές, αλλά δεν είδα καμία. Η πρώτη προβολή της ταινίας σε κοινό. Αγωνία και άγχος. Απολαυστικά μπέργκερ και λιγότερο κάπνισμα γιατί απαγορεύεται παντού, και έξω κάνει πολύ κρύο για να βγεις να καπνίσεις. Ουρές από συντελεστές ταινιών στις πόρτες λεωφορείων του φεστιβάλ. Και άλλη προβολή της ταινίας. Διάλογος με το κοινό. Πολύ γέλιο. Ξύλα για το τζάκι. Οι περίεργες μούρες αυτών που τους άρεσε η ταινία. Ο Γιάννης που κοιμάται δίπλα μου. Και άλλη προβολή της ταινίας. Διάλογος με το κοινό. Πολύ γέλιο. Εθελοντές με πορτοκαλί μπουφάν κάποιου διάσημου σχεδιαστή. Εθελοντές, εθελοντές, εθελοντές. Σκιέρ. Κρασί. Πολλοί εθελοντές. Τηλεοράσεις στα μπαρ με αγώνες μπάσκετ και snowboard. To χιόνι είναι ακόμα και μέσα στην τηλεόραση. Τον Αγγελόπουλο τον χτύπησε μοτοσικλέτα. Ο μπασίστας των Jesus and Mary Chainδηλώνει φανατικός του L.
σχόλια