—Τι μεσολάβησε από το 2008 μέχρι σήμερα και δεν έβγαλες κάποια δουλειά επίσημα;
—Προβλήματα με το clearing των samples κυρίως. Είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία είναι ασύμφορη, κυρίως για το label το οποίο θα αποφασίσει να ασχοληθεί με τέτοιου είδους υλικό. Δεν είναι καθόλου βέβαιο αν τελικά οι δικαιούχοι θα παραχωρήσουν τις άδειες, το οποίο συνεπάγεται ρίσκο χαμένου χρόνου. Εγώ έχω γύρω στα τρία άλμπουμ, τα οποία πιθανότατα δεν θα μπορέσουν ποτέ να κυκλοφορήσουν επίσημα.
— Αυτή είναι και η ηλικία της κρίσης. Σε επηρέασε καθόλου;
— Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία άρχισαν να φαίνονται τα αποτελέσματα της κρίσης αξιών του Νεοέλληνα, η οποία είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν. Ναι, βέβαια με επηρεάζει, όπως τον περισσότερο κόσμο. Οι μισοί μου φίλοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και το ζοφερό κλίμα έχει δημιουργήσει μία τελείως παθητική κατάσταση, η οποία δεν βλέπω με ποιον τρόπο μπορεί να αλλάξει.
— Σου λείπει ακόμα η ευγένεια από την καθημερινότητά σου;
— H ευγένεια και πολλά άλλα. Αυτό είναι το λιγότερο πλέον. Τώρα απλώς ελπίζω η αγενής ταμίας στο σούπερ μάρκετ να μη στηρίζει ένα νεοναζιστικό κόμμα.
— Η Αθήνα είναι ένας ευχάριστος τόπος να δημιουργείς πια;
— Για τη δική μου ιδιοσυγκρασία, όχι. Περισσότερο θα εκτιμούσα αυτήν τη στιγμή τον καθαρό αέρα και την ησυχία. Βέβαια, δεν έχω ζήσει ποτέ στην επαρχία, οπότε δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Ίσως το επιδιώξω, πάντως.
— Πιστεύεις ότι έχει δημιουργηθεί μια κάποια σκηνή που πάει την ελληνική δισκογραφική παραγωγή κάπου αλλού;
— Κίνηση υπάρχει σίγουρα. Η διανομή από Rough Trade για την Inner Ear ήταν από τα καλύτερα μουσικά νέα που άκουσα τελευταία, όχι μόνο επειδή είναι και δικό μου «σπίτι» αλλά και επειδή μερικά πράγματα αξίζουν πραγματικά. Επίσης, παίζουν πολλά μικρά ανεξάρτητα labels που κόβουν βινύλιο, και γενικά το πράγμα κινείται, ακόμα και μέσα στην κρίση.
— Πώς θα περιέγραφες τον δίσκο;
— Space/kraut rock με ρετρό ηλεκτρονικά, αρκετά πιο εσωτερικός από τον προηγούμενο.
— Είσαι πιο κοντά στους Στέρεο Νόβα παρά στον F.H. του 2008;
— Μάλλον στον F.H. του 2008.
— Ποια είναι η διαδικασία της σύνθεσης; Ακούς πρώτα μια ιδέα, πατάς σε αυτή και την εξελίσσεις;
— Δεν υπάρχει στάνταρ διαδικασία. Μπορεί να πατήσω πάνω σε ένα sample, που στην πορεία θα αφαιρέσω, μπορεί να γράψω κάτι από το μηδέν, μπορεί να αφήσω κάτι σχεδόν ως έχει, απλώς αλλάζοντάς του το context... Πραγματικά, δεν υπάρχει φόρμουλα.
— Πού πήγαν τα samples, αδερφέ; Πού πήγε το «νέο κύμα»;
— Τα κρατάω κρυμμένα, αδερφέ μου, στην καβάτζα, αναγκαστικά. Παίζω μερικά στα DJ sets μου, ίσως φτιάξω ένα CD-R με τη νέα χρονιά, θα δούμε.
— Ποιες είναι οι αναφορές σου πια;
— Με το συγκεκριμένο πρότζεκτ δεν έχουν αλλάξει πολύ. Μου αρέσει η ελληνική folk/psych, η πρώιμη electronica τύπου BBC Radiophonic Workshop, Mort Garson και Bruce Haack, κάποια library, κάποια krautrock (κυρίως αυτά με περισσότερο kraut και λιγότερο rock), καθώς και ευρωπαϊκά σάουντρακ από τα sixties και τα seventies.
— Σε αυτόν το δίσκο είναι σαν να προσπαθείς να διηθηθείς μια ιστορία.
— Όχι μία αλλά πολλές. Απλώς ελπίζω να τις λέω με τέτοιο τρόπο, ώστε ο άλλος να θέλει να τις ακούσει ξανά. Μου αρέσει το format του διπλού άλμπουμ και έδωσα ιδιαίτερη βάση στον χωρισμό των κομματιών ανά πλευρά. Το βινύλιο απαιτεί μία διαδικασία σαν άκουσμα, δεν είναι clicks που κάνεις με το mouse. Πρέπει να σηκωθείς, να αλλάξεις την πλευρά, ίσως κάνεις ένα μικρό διάλειμμα, θα χαζέψεις λίγο το εξώφυλλο ή τα liner notes. Είναι κρίμα που υπάρχει ολόκληρη γενιά ανθρώπων η οποία δεν έχει αγοράσει ποτέ μουσική, πόσο μάλλον που δεν την έχει ακούσει σε βινύλιο. Στατιστικές δείχνουν το format του δίσκου να ανεβαίνει σταθερά, πάντως.
— Όταν τα κομμάτια είναι χωρίς στίχους, με ποιο σκεπτικό βγαίνει ο τίτλος;
— Θα σου πω. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, είχα διαβάσει μία συνέντευξη με κάποιον μεγάλο jazz artist, δεν θυμάμαι καθόλου ποιον. Σε μια παρόμοια ερώτηση, ο τύπος απάντησε «εμείς απλώς παίζουμε μουσική» και ότι οι τίτλοι δίνονται μετά, σχεδόν τυχαία. Με διέλυσε αυτό. Δηλαδή πώς, στην τύχη; Για τον χαβαλέ; Δεν ήθελαν να εκφράσουν κάτι, οτιδήποτε, με αυτό το μουσικό κομμάτι; Μερικά χρόνια αργότερα, βέβαια, έμαθα πως μερικά πράγματα δεν εκφράζονται με λέξεις. Οπότε ναι, εάν ήταν στο χέρι μου, δεν θα έβαζα καν τίτλους. Σπάνια η μουσική που φτιάχνω εκφράζει πολύ συγκεκριμένες ιδέες ή καταστάσεις. Δεν θέλω να είναι έτσι. Ειδικά με την instrumental μουσική, ο ακροατής είναι ελεύθερος να κινηθεί όπως θέλει, χωρίς τον περιορισμό από τους στίχους ή ακόμα και από τους τίτλους.
— Ποια είναι τα καλύτερα πράγματα που άκουσες φέτος;
— To πιο φρέσκο πρέπει να είναι το άλμπουμ του Actress. Έχεις την εντύπωση ότι πέταξε τυχαία σε ένα LP όποια μισοτελειωμένη ιδέα βρήκε, αλλά τελικά στέκει γιατί έχει ουσία, βάθος και ιδιαίτερο χαρακτήρα. Aπό τα υπόλοιπα, σχεδόν όλα τα L.I.E.S. (το Jahiliyya Fields - Unicursal Hexagram ήταν φοβερό), το LP των SURVIVE, το «Captain Murphy» με το τρελό video, το «Sensations Fix», το «12»» του In Aeternam Vale (πολύ μπροστά για την εποχή του), το άλμπουμ του Jeremiah Jae, οτιδήποτε Throbbing Gristle- related, η επανέκδοση του Omar Khorsid με έξτρα υλικό, τα Nhk'koyxen στην PAN, τα άλμπουμ των Vedomir, Mohn, Juju And Jordash, Kuedo, Analog Roland Orchestra, τον καινούργιο Legowelt, κάποιες επανεκδόσεις του Conrad Schnitzler, το «Lost Tapes» των Can, το άλμπουμ του Silent Servant, το «Karantamba» στην Teranga Beat, το «V/A - Into the light» (συλλογή με σπάνια εγχώρια ηλεκτρονικά), το πανέμορφο folk reissue του Steve Atkinson στη Shadoks, η επανέκδοση του Tod Dockstader στη Mordant Music και το άλμπουμ του Larry Gus στην DFA.
σχόλια