Εξωτερικά, το μικρό, δίπατο νεοκλασικό στον αριθμό 104 της Θεμιστοκλέους, ο πρώην πολυχώρος που στεγάζει πλέον τα γραφεία του «Καστανιώτη», είναι ίσως το μοναδικό απαστράπτον κτίριο μεταξύ πλατείας Εξαρχείων και Καλλιδρομίου. Ανηφορίζοντας τον πεζόδρομο μέρα μεσημέρι, θα δεις άτομα τοξικοεξαρτημένα, θα πάρεις μυρωδιά από ούρα και μπάφο, θα χαζέψεις άπειρες μουντζούρες και γκράφιτι, θα νιώσεις την υγρασία των δέντρων ως το μεδούλι.
Με το που μπαίνεις, όμως, στο 104, διαπιστώνεις ότι και το εσωτερικό του λάμπει. Από τα δάπεδα και τη σκάλα μέχρι το ταβάνι κυριαρχεί το λευκό χρώμα, μεγάλες τζαμαρίες λειτουργούν ως διαχωριστικά και οι πολύχρωμες ράχες των βιβλίων στις βιβλιοθήκες συναγωνίζονται σε αριθμό τα έργα τέχνης που στολίζουν κάθε ελεύθερη επιφάνεια.
«Η γειτονιά μας είναι ωραία. Έχει Ασιάτες, παιδάκια, μαθητές, είναι πολύ ζωντανή», λέει ο Θανάσης Καστανιώτης. Όμως ο ίδιος έρχεται στο γραφείο από πίσω, από τη Χαριλάου Τρικούπη. Κι όπως διευκρινίζει, «εδώ είμαστε πιο πολύ Νεάπολη παρά Εξάρχεια...».
Ακολουθώ την συμβουλή της Ιωάννας Καρατζαφέρη. «Πρέπει όλους να τους κρίνουμε από το έργο τους», μου έλεγε. Προσωπικά, όποιον δεν εκτιμούσα, δεν τον εξέδιδα. Κι αν είχα κάνει λάθος και τον είχα εκδώσει, στην πορεία σταματούσα τη συνεργασία μας. Τι να κάνουμε;
Πενήντα χρόνια εκδότης, ο Θανάσης Καστανιώτης έχει αφήσει στον χώρο γερό αποτύπωμα. Ο επαγγελματισμός του χαίρει καθολικής εκτίμησης. Στον πολυθεματικό κατάλογό του με τους 6.500 τίτλους ως τώρα, υπάρχουν πολλοί καταξιωμένοι Έλληνες πεζογράφοι, ενώ στην ξένη λογοτεχνική σειρά που απογείωσε ο πρόωρα χαμένος Ανταίος Χρυσοστομίδης, εντοπίζει κανείς άφθονους νομπελίστες συγγραφείς.
Ο πάλαι ποτέ «ξανθός πρίγκιψ», όπως τον αποκαλούσαν φίλοι και εχθροί, έχει βέβαια γκριζάρει, και τα χτυπήματα που δέχτηκε από την κρίση ήταν επώδυνα. Ο ίδιος, ωστόσο, δηλώνει χορτάτος, ικανοποιημένος και πάντα αισιόδοξος.
— Γίνατε εκδότης το 1968. Πώς ήσασταν τότε;
Ήμουν 24 χρονών, είχα σταματήσει τις σπουδές μου στην Ανωτάτη Εμπορική –ένα έτος τέλειωσα μόνο– κι εξακολουθούσα να εργάζομαι στη Φωλιά του Βιβλίου. Δούλευα εκεί από το '57, με κοντά παντελονάκια ακόμη, από μαθητής της δευτέρας γυμνασίου.
— Σε νυχτερινό σχολείο πηγαίνατε;
Ε, βέβαια. Πώς αλλιώς θα δούλευα;
— Σε τι σπίτι μεγαλώσατε; Υπήρχαν βιβλία μέσα;
Ούτε ένα! Ο πατέρας μου είχε ταβέρνα στον Νέο Κόσμο και η μητέρα μου είχε τέσσερα παιδιά να μεγαλώσει – εγώ ήμουν ο δεύτερος.
— Τι διαβάζατε λοιπόν;
Μαζευόμασταν τα παιδιά στην γειτονιά και είτε ανταλλάσσαμε στο βιβλιοχαρτοπωλείο απαγορευμένες Μάσκες και Μυστήριο –δίναμε πενήντα λεπτά κι ένα παλιό τεύχος και παίρναμε ένα καινούριο– είτε διαβάζαμε τα βιβλία που φέρναν καναδυό φίλοι από το σπίτι τους.
— Εσείς ποια προτιμούσατε;
Εκείνα που είχαν περιπέτεια: τους «Τρεις σωματοφύλακες», το «Νησί των Θησαυρών», τον «Κόμη Μοντεχρήστο», τέτοια...
— Στη Φωλιά του Βιβλίου πώς βρεθήκατε;
Χάρη στη γνωριμία του πατέρα μου με τον πατέρα του Θωμά Κακουλίδη – με τον Θωμά ήμασταν συνομήλικοι. Εγώ διάλεξα να δουλέψω σε βιβλιοπωλείο. Η Φωλιά βρισκόταν Πανεπιστημίου 39, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη, δίπλα στη στοά, στο υπόγειο. Μιλάμε για ένα υπέροχο βιβλιοπωλείο, ελληνόγνωσσο και ξενόγλωσσο, με πελάτες ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει στη διανόηση η ελληνική κοινωνία: από τον Σεφέρη ως τον Λευτέρη Βογιατζή, φοιτητή. Από παιδί, ο κόσμος του βιβλίου μου φαινόταν μαγικός. Και είναι. Σου ανοίγει νέους ορίζοντες, νέα ενδιαφέροντα, συνέχεια μαθαίνεις!
— Ποιοι ήταν οι συνεργάτες σας όταν ξεκινήσατε τις εκδόσεις;
Ο Θανάσης Ρεντζής, ο σκηνοθέτης, ο Θόδωρος Παπαδέλης, καθηγητής τώρα ανθρωπολογίας, και οι μαθηματικοί Καραμήτσος και Πουλάκης. Μαζί οργανώσαμε τη συλλογή «Θεαίτητος» για τη σύγχρονη τεχνολογία και τη μετα-μαθηματική φιλοσοφία.
Το πρώτο μας βιβλίο ήταν του John von Newmann, «Ηλεκτρονικός υπολογιστής και ανθρώπινος εγκέφαλος». Είχαμε χούντα ακόμα, οι επιλογές ήταν περιορισμένες αλλά με διάφορους φίλους αρχίσαμε να εκδίδουμε διάφορα. Μια παρέα μου ανέθεσε την συνέχεια της σειράς με έργα του Κρισναμούρτι, κι από έξι τίτλους την έφτασα στους τριάντα.
Ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο μεταφραστής, πρότεινε να κάνουμε ένα μικρό ανθολόγιο από την παγκόσμια ποίηση κι έπειτα άλλη μια ανθολογία με ποιήματα του Λόρκα. Ως το '74 είχαμε βγάλει συνολικά καμιά σαρανταριά τίτλους.
— Υπάρχει κάποιος από αυτούς ακόμη στον κατάλογό σας;
Όχι. Οι μεταφράσεις τους έχουν πια ξεπεραστεί.
— Η ανάπτυξη πότε άρχισε;
Με το γλέντι της δημοκρατίας. Δώστε μας βιβλία! Αυτό ήταν το μήνυμα του κόσμου. Άνοιξαν πολλά βιβλιοπωλεία στη μεταπολίτευση, σε κάθε περιοχή της χώρας, και στις πιο απομακρυσμένες. Όσοι επέστρεφαν από το εξωτερικό είχαν δικές τους γνώσεις βιβλιογραφίας και αυτή τους η γνώση μεταλαμπαδεύτηκε. Η πληροφορία έρχεται στον εκδότη και μ' έναν καφέ, με μια φιλική συζήτηση...
Το '74 αποχωρώ από τη Φωλιά του Βιβλίου κι αρχίζω να εκδίδω τα «Άπαντα» της Έλλης Αλεξίου. Έρχεται μετά ο Δημήτρης Χατζής με το «Διπλό βιβλίο» και παίρνουν σειρά και τα υπόλοιπα έργα του. Με τον Χατζή ξεκινήσαμε και το περιοδικό Πρίσμα, το οποίο υπήρξε σταθμός στα εκδοτικά των αρχών του '80. Ορίστε, δεμένα σε τόμο, όσα τεύχη βγάλαμε ως τον θάνατό του, σας τον χαρίζω. Θα δείτε ότι οποιοσδήποτε συγγραφέας καθιερώθηκε στη συνέχεια, είχε προαναγγελθεί στο Πρίσμα.
— Ποια από τις πέντε δεκαετίες του «Καστανιώτη» ήταν η καλύτερη στα μάτια σας;
Από άποψη παραγωγής, από τις αρχές του '90 ως το 2008. Όμως εγώ ζούσα την καθημερινότητα με την ίδια πάντα αγωνία. Όλα τα γεγονότα ήταν μεγάλα, κάθε βιβλίου η δημιουργία είναι σημαντική. Ήμουν εκδότης, όχι επιχειρηματίας, κι ένας εκδότης κρίνεται από τον κατάλογό του. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα βγάλω περισσότερα βιβλία, από ελληνική πεζογραφία μέχρι εξειδικευμένες ψυχαναλυτικές σειρές.
«Μα, πολλά δεν εκδίδεις;» με ρώτησε κάποτε ένας υπουργός. «Εντάξει, για μένα είναι πολλά» του απάντησα. «Για σένα γιατί; Τι θέλεις, να βλέπεις λιγότερα;».
Βέβαια, για ν' αναπτυχθεί ένας εκδότης χρειάζεται πλάι του καλούς συνεργάτες. Εμείς, είχαμε τον Ανταίο Χρυστοστομίδη στην ξένη σειρά, τον Νίκο Κοτζιά για τον σύγχρονο στοχασμό, τον Δημήτρη Ποταμιάνο για τις κοινωνικές επιστήμες, τον Στέλιο Παπαθανασόπουλο για την επικοινωνία, τον Κωστή Παπαγιώργη για τα μεγάλα και αναγκαία φιλοσοφικά έργα, τον Θανάση Νιάρχο για τη σειρά «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί».
Και πάντα προχωρούσαμε κάνοντας στρατηγικές επιλογές. Είπαμε θα επενδύσουμε στα Βαλκάνια, θα αναζητήσουμε καλούς συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, θα αναδείξουμε Έλληνες πεζογράφους.
— Κάποια περίοδο κατηγορηθήκατε ότι φουσκώνατε τις εντυπώσεις γύρω από την απήχηση των τίτλων σας – της ελληνικής πεζογραφίας κυρίως. Γράφατε φερ' ειπείν στο εξώφυλλο «20ή έκδοση», χωρίς να δηλώνεται πουθενά το τιράζ της καθεμιάς...
Ξέρετε γιατί το έκανα; Για να μην ψάχνω κάθε φορά που με ρωτούσαν οι συγγραφείς πώς πάει το βιβλίο τους – ήξερα ότι κάθε έκδοση αντιστοιχούσε σε 2.000 αντίτυπα. Πρακτικός ήταν ο λόγος. Στο λογιστήριο τότε υπήρχαν ακόμα ένα σωρό χαρτάκια και χαρτιά...
— Πώς περνάει ένα βιβλίο στον κόσμο;
Για να πετύχει εμπορικά πρέπει πρώτα να επιδειχτεί, να γίνει γνωστή η ύπαρξή του, κι έπειτα να αποσπάσει θετικά σχόλια από στόμα σε στόμα. Θυμάμαι τον Παντελή Καλιότσο, όταν μου έφερε τους «Ονειροπόλους». Με είχε προειδοποιήσει: «Δεν θα πουλήσει τίποτα». Όντως, όσο κι αν το προβάλαμε, δεν βρήκε απήχηση, δεν μπορέσαμε να το επιβάλλουμε.
— Κάτι άλλο που σας έχουν προσάψει είναι πως ανοίξατε την πόρτα σε «επώνυμους», καταξιωμένους σ' άλλους επαγγελματικούς χώρους, νοθεύοντας έτσι το λογοτεχνικό πεδίο.
Υπερβολές. Ίσως είχαν στον νου τους τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην σειρά «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί» – μεγάλα ονόματα όλοι τους. Ένας συγγραφέας μπορεί να είναι και δικηγόρος και πανεπιστημιακός και οτιδήποτε. Το κείμενο εξετάζουμε, όχι την υπογραφή. Και είμαστε πολύ αυστηροί.
— Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τους συγγραφείς καλύτερα να τους διαβάζεις παρά να τους συναναστρέφεσαι. Εσείς τι λέτε;
Ακολουθώ τη συμβουλή της Ιωάννας Καρατζαφέρη. «Πρέπει όλους να τους κρίνουμε από το έργο τους» μου έλεγε. Προσωπικά, όποιον δεν εκτιμούσα, δεν τον εξέδιδα. Κι αν είχα κάνει λάθος και τον είχα εκδώσει, στην πορεία σταματούσα τη συνεργασία μας. Τι να κάνουμε; Πάντα θα υπάρχουν τα ψώνια που θα ισχυρίζονται πως τα βιβλία των άλλων είναι σκουπίδια ενώ το δικό τους αριστούργημα. Όλοι οι συγγραφείς, όμως, λαχταράνε να πετύχουν και να διαβαστούν.
— Κρατάτε κακία σ' εκείνους που μόλις είδαν τα δύσκολα, άλλαξαν στέγη;
Ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος. Συγγραφείς που τους είχα βάλει τα παιδιά σε καλό σχολείο, που τους είχα δώσει προκαταβολές για να πάρουν σπίτι, που τους είχα βοηθήσει σε διάφορα μπλεξίματα, έφυγαν, πήγαν αλλού. Ειλικρινά, ούτε που τους σκέφτομαι. Τους λέω «Κινέζους». Τους αντιμετωπίζω σαν να είναι δυο τρεις ανάμεσα σε ένα δισεκατομμύριο.
— Πάντοτε δηλώνατε υπέρ των συνεργειών και των συνεταιρισμών. Πώς τα πήγατε συμμαχώντας με άλλους παίχτες του χώρου;
H Library service για την προμήθεια των σχολικών βιβλιοθηκών που είχαμε στήσει με τον Ιανό και τις εκδόσεις Gutenberg και Ελληνικά γράμματα μια χαρά τα πήγε. Όμως, με το δίκτυο διανομής Ερμής που δημιουργήσαμε με τον Ελευθερουδάκη, είδατε τι πάθαμε... Οι αλυσίδες που χάθηκαν μέσα στην κρίση μας άφησαν πολλά φέσια, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Υπάρχει ακόμα ο Ιανός, το Public μεγάλωσε, ενώ κι η Πολιτεία αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο κι έγινε το καλύτερο βιβλιοπωλείο της Αθήνας.
— Κάποια στιγμή τα σημεία πώλησης βιβλίων είχαν φτάσει πανελλαδικά τις 3.500. Σήμερα πόσα είναι;
Γύρω στα οχτακόσια.
— Πώς εξηγείτε το ότι, παρά την ανάπτυξη που σημειώθηκε τα «καλά» χρόνια, οι αναγνώστες δεν αυξήθηκαν;
Αυξήθηκαν, πώς δεν αυξήθηκαν! Με την κρίση, όμως, η διάθεση για διάβασμα ανακόπηκε. Επιπλέον, είμαστε η μόνη χώρα όπου ο αναγνώστης ενός βιβλίου ταυτίζεται με τον αγοραστή του. Αν η Ελλάδα ήταν σοβαρή χώρα θα είχαμε παντού δανειστικές βιβλιοθήκες.
— Πώς σας φαίνεται η επιλογή της Μυρσίνης Ζορμπά για το υπουργείο Πολιτισμού;
Κάποιος έπρεπε να πάει... Η ίδια και ως πρώην εκδότρια και ως πρώην διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ξέρει πολύ καλά τον χώρο. Αν θέλει να βοηθήσει, μπορεί.
— Τι καλό θα φέρει η επαναφορά σε ισχύ της ενιαίας τιμής;
Είναι ένα μέτρο που ευνοεί την παρουσία του βιβλίου σε πανελλαδικό επίπεδο. Κι αυτό, επειδή προστατεύει τον μικρό βιβλιοπώλη που έχει μικρούς λογαριασμούς και δεν μπορεί να κάνει μεγάλες εκπτώσεις όπως ένα μεγάλο κεντρικό βιβλιοπωλείο.
Ακούω μερικούς να λένε ότι τους συμφέρει να πουλάνε γόμες, γιατί το κέρδος τους από τις γόμες είναι 100%. Δεν σκέφτονται ότι χρειάζεται να πουλήσουν ένα φορτηγό γόμες για να βγάλουν όσα θα κέρδιζαν από μερικά βιβλία... Γεγονός είναι πως τα μικρά και τα μεσαία βιβλιοπωλεία που επιβίωσαν ήταν αυτά που είχαν μέσα πραγματικούς βιβλιοπώλες, γρήγορους στις παραγγελίες κι έτοιμους να συζητήσουν με τον πελάτη, να του προτείνουν τίτλους, να τον βοηθήσουν στις επιλογές του.
— Η αγορά του βιβλίου παραμένει πεσμένη;
Πεσμένη είναι, πιο πολύ λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης των πολιτών. Όλοι κάνουν περικοπές, όλοι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οικονομίες. Νομίζω ότι έχουμε πιάσει πάτο. Αν συνεχιστεί έτσι το πράγμα, να το κάψουμε! Δεν γίνεται, πρέπει πάση θυσία ν' ανακάμψουμε!
— Τι κοινό έχετε ακόμη μ' εκείνον τον 24χρονο εκδότη του '68;
Όσο έχω την υγεία και τη δύναμη να κάνω σχέδια, όσο δημιουργική είναι ακόμη η καθημερινότητά μου, αισθάνομαι ότι παραμένω ο ίδιος. Με τον ίδιο τρόπο εργάζομαι και σήμερα, με τις ίδιες προσδοκίες: να εκδώσω καλά βιβλία, να τα διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, να πάρουν τα βιβλία βραβεία, να χαρούν οι συγγραφείς. Εγώ αυτό που ήθελα να κάνω, το έκανα! Αν κριθώ από τους τίτλους που εξέδωσα, ούτε για το 2% δεν θα μπορούσε να με μεμφθεί κανείς. Όμως, το ξαναλέω. Δεν είμαι επιχειρηματίας, είμαι εκδότης. Αν ήμουν επιχειρηματίας θα 'χα βγάλει εκατομμύρια...
σχόλια