Aκριβώς είκοσι ένα χρόνια πριν, το Νοέμβριο του 1987, ένα νέο περιοδικό έκανε την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία με ένα «λοξό» αφιέρωμα: Φυλακή! Ογδόντα σελίδες και λεπτή ράχη, με τίτλο «Εντευκτήριο». Έκτοτε διπλασιάστηκε σε όγκο, απέκτησε πιστό κοινό, συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους συγγραφείς και καλλιτέχνες της Ελλάδας, βοήθησε νεότερους να βρουν το βηματισμό τους, απέκτησε φωτογραφικό ένθετο, έκανε εκδόσεις, δημιούργησε χώρο εκδηλώσεων. Ο ιδρυτής του Γιώργος Κορδομενίδης, συγγραφέας και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, αγωνίζεται όλα αυτά τα χρόνια να το κρατάει στη ζωή χωρίς εκπτώσεις, να το ανανεώνει, να προσφέρει κάτι στο άνυδρο τοπίο της πάλαι ποτέ πνευματικής πόλης.
Ένας άνθρωπος μεγάλης ευγένειας και σεμνότητας, που κάθε σύγχρονη προσωπογραφία της πόλης οφείλει να τον θεωρεί ως μια από τις επιβεβλημένες μορφές της! Ένας εμβληματικός Θεσσαλονικιός που, παρ'όλα όσα καταμαρτυρεί στην πόλη που τον έθρεψε και τον γαλούχησε και τα οποία δικαιούται να λέει, είναι από τις πιο δημιουργικές περιπτώσεις της.
Μπορούμε να πούμε ότι το «Εντευκτήριο», ως λογοτεχνικό περιοδικό, συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση των παλιότερων λογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσαλονίκης, όπως του «Κοχλία» του Πεντζίκη και του Κιτσόπουλου ή της «Διαγωνίου» του Χριστιανόπουλου;
Οι εποχές άλλαξαν, δεν είναι εύκολες οι ευθείες συγκρίσεις. Για να πω την αλήθεια, βγάζοντας το «Εντευκτήριο», δεν επιδίωκα να αποτελέσει συνέχεια αυτών των λαμπρών περιοδικών. Το «Εντευκτήριο», άσχετα από το τι εξέφρασε με τον καιρό, βγήκε για προσωπικούς πρωτίστως λόγους. Μια επίμονη ανάγκη για δημιουργική και ανεμπόδιστη προσωπική έκφραση. Ωστόσο, υπήρξα φίλος του Χριστιανόπουλου και συνεργάτης της «Διαγωνίου», μαθήτευσα δίπλα του, γνώρισα ανθρώπους εκεί, πνευματικό παιδί του νομίζω πως είμαι, παρ' όλες τις επιμέρους διαφωνίες μας. Το «Εντευκτήριο» λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της «Διαγωνίου», όσον αφορά τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού. Αυτές τις αρχές σε μεγάλο βαθμό το «Εντευκτήριο» εξακολουθεί να τις τηρεί.
Επαναλαμβάνονται συχνά τα ίδια ονόματα, σαν να πρόκειται για το μοναδικό κανάλι έκφρασής τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν «σχολή» Θεσσαλονίκης όλοι αυτοί οι σημαντικοί, βέβαια, πνευματικοί άνθρωποι;
Καθόλου. Όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν έναν κεντρικό πυρήνα συνεργατών, άλλωστε σ' αυτήν τη βάση πρέπει να λειτουργούν. Αν κάθε συγγραφέας συνεργάζεται με 4-5 διαφορετικά έντυπα, είναι αδύνατο αυτά να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους. Τι νόημα θα έχει αν οι ίδιοι συγγραφείς συνεργάζονται και με τη «Λέξη» και με το «Δέντρο» και την «Οδό Πανός» και το «Εντευκτήριο»; Από την άλλη μεριά, δεν είμαστε «κλειστό» περιοδικό, δεν αποκλείουμε τους νέους συνεργάτες, γιατί κανένα περιοδικό δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν ανανεώνει τους συνεργάτες του. Κάποιοι παύουν να γράφουν, κάποιοι αποδημούν, νεότεροι συγγραφείς έρχονται με τη σειρά τους να αιμοδοτήσουν τη λογοτεχνία, αλλά εφόσον κάποιοι συνεχίζουν να υπάρχουν και να δημιουργούν, δεν είναι δυνατόν να τους αποκλείσει κανείς...
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε πόλη μεγάλης πνευματικότητας και φυτώριο λογοτεχνών, επιστημόνων και καλλιτεχνών στο παρελθόν. Όλοι διαπιστώνουν σήμερα απόλυτη πνευματική ένδεια. Τι λέτε να συμβαίνει;
Παραγωγή πνευματική και καλλιτεχνική εξακολουθεί να υπάρχει, εκδηλώσεις και εκθέσεις γίνονται, όμως αυτό δεν προσδίδει «πνευματικότητα» στην πόλη. Την περίοδο του Μεσοπολέμου και αμέσως μετά τον πόλεμο, οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς ήταν καλύτερα ενημερωμένοι, σε σχέση με τους Αθηναίους, για το τι συνέβαινε κυρίως στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα πολλά νέα ρεύματα και καινούργιοι συγγραφείς να «εισάγονται» στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Σήμερα, με τo Ιnternet, έχουν αλλάξει τα πάντα - και ευτυχώς. Η πρόσβαση στην πληροφορία έχει γίνει εύκολη για όλους και δεν έχει πια σημασία ο τόπος όπου ζει κανείς. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να προσδώσει στη Θεσσαλονίκη «πνευματικότητα». Πάντως, δεν την αισθάνομαι «πνευματική» πόλη, αλλά ούτε και καμιά άλλη πόλη της Ελλάδας.
Έχει πάψει να έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα ως πόλη; Έχει χάσει την ταυτότητά της;
Ομολογώ ότι δεν τρέφω κάποια ιδιαίτερη αγάπη για τη Θεσσαλονίκη. Τυχαίνει να είναι η πόλη όπου ζούνε οι άνθρωποι που αγαπώ. Ελάχιστα πράματα μου λέει σήμερα ως περιβάλλον, ελάχιστα πράματα με συγκινούν - αν εξαιρέσω την εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα και ορισμένα σημεία του ιστορικού κυρίως κέντρου. Κυρίως με δένουν με την πόλη οι άνθρωποί μου που ζουν εδώ: συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες.
Χάθηκε κάτι;
Πολλά και τίποτα. Χάθηκαν πάντως οι ελπίδες ότι η πόλη θα μπορούσε να αλλάξει. Όταν πρωτοκατέβηκα στο κέντρο από τις δυτικές συνοικίες, όπου μεγάλωσα, λίγα πράγματα με μάγεψαν, και πάντως τίποτε από όσα θα συγκινούσαν ίσως έναν τουρίστα. Εκτός από ελάχιστα πράματα που μου έδειχνε ο Γιώργος Ιωάννου όταν περπατούσαμε τα απογεύματα ή τα βράδια στους δρόμους, ένα παρκάκι εδώ, οι ακακίες στην Κωνσταντινουπόλεως... Αλλά κι αυτά, με την πάροδο του χρόνου, χάνονται, καθώς η πόλη γίνεται ολοένα πιο άσχημη, οι συνθήκες της ζωής ολοένα και πιο δύσκολες.
Τι εννοείτε πιο άσχημη;
Κτίζονται τέρατα, όπως το καινούργιο δημαρχείο, η κυκλοφορία γίνεται ολοένα πιο δύσκολη, τα αυτοκίνητα περισσεύουν, η εκπροσώπηση της πόλης είναι η χειρότερη δυνατή, τη μετατρέπει σε απέραντη φραπεδούπολη με καφετέριες και «τραπεζάκια έξω» - και μόνο αυτό! Σπάνια αισθάνεται κανείς ότι ζει σε μια ανοιχτή και δημιουργική πόλη, όπου θα συμβούν ενδεχομένως σημαντικά πράματα.
Τη βρίσκετε συντηρητική πόλη;
Πολύ συντηρητική! Απελπισμένη. Ο Σκαμπαρδώνης τη λέει «χαμηλοτάβανη». Οι άνθρωποι έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Λες και είναι αυτή η πόλη που τους αξίζει, όχι κάτι καλύτερο. Αυτό είναι το πιο απογοητευτικό: η έλλειψη κάθε αντίδρασης στη σημερινή μορφή της Θεσσαλονίκης - και τη μελλοντική που ετοιμάζεται.
Μα, οι πνευματικές αναλαμπές αυτής της πόλης συνέβησαν σε ακόμα πιο συντηρητικές και σκοτεινές εποχές. Η τέχνη -το ξέρετε καλά- μεγαλουργεί πάντα υπογείως και στο περιθώριο της κρατούσας κατάστασης...
Με τόσο γενικευμένη μόλυνση είναι πολύ δύσκολο ν' ανθίσουν καινούργια λουλούδια. Στη Θεσσαλονίκη βέβαια υπάρχουν προσωπικότητες σε όλους τους χώρους, καλλιτέχνες, επιστήμονες, επαγγελματίες. Καθένας όμως καλλιεργεί τον κήπο του, χωρίς να υπάρχει μια σύνθεση των επιμέρους δυνάμεων. Η πόλη ζει υπό την κατοχή της μετριότητας, η οποία δεν αφήνει να ξεθαρρέψει τίποτα. Αυτή η ομερτά της μετριότητας, εμφανής σε πολλές εκφάνσεις της ζωής εδώ, μόλις φανεί κάτι που πάει να την ξεπεράσει, του δίνει μια και το ταπώνει. Δεν ανέχεται τίποτα που να την υπερβαίνει. Δεν άντεξε τον Ξαρχάκο ως διευθυντή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, δεν θέλησε τον Χουβαρδά στη δεκαετία του '80 διευθυντή του ΚΘΒΕ, ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν έχει καλλιτεχνικό διευθυντή διότι θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη δημιουργία πολιτιστικών «γεγονότων» - με την αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι αυτοί για τον πολιτισμό...
Υπάρχουν σήμερα συγγραφείς που να αποτυπώνουν την ιδιοσυγκρασία της πόλης, όπως στο παρελθόν ο Ιωάννου και ο Χριστιανόπουλος;
Είναι άδικο να ζητάει κανείς κάτι τέτοιο. Οι πόλεις δεν έχουν πλέον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παράλληλα, έχει επέλθει, κατεξοχήν την τελευταία δεκαετία, μια μεγάλη αλλαγή, ο λεγόμενος επαγγελματισμός των συγγραφέων. Οι πεζογράφοι κυρίως, στην πλειονότητά τους, θέλουν σώνει και καλά να βιοποριστούν από τα βιβλία τους και έτσι έχει ξεκινήσει όλη αυτή η συζήτηση αν και κατά πόσο η ελληνική λογοτεχνία είναι εξαγώγιμη, αν αφορά τους ξένους αναγνώστες. Από ένστικτο ή από υπολογισμό, έχουν αρχίσει οι Έλληνες συγγραφείς να αφαιρούν κάθε στοιχείο εντοπιότητας, λες και η απουσία του από μόνη της καθιστά ένα βιβλίο παγκοσμίου ενδιαφέροντος.
Η εμμονή της διεθνούς καριέρας.
Η προσπάθεια να υπερβούν τον εαυτό τους, θα έλεγα.
Μα, να πω ένα τσιτάτο, «το τοπικό δεν είναι διεθνές»;
Αυτό πρέπει και να το πιστεύει κανείς, κι απ' ό,τι φαίνεται οι συγγραφείς δεν συμφωνούν. Αλλά, ας μην ξεχνάμε πως ο Χριστιανόπουλος, λόγου χάριν, κατορθώνει να εκφράζει αυτό που λες περί εντοπιότητας, ενώ δεν κατονομάζει, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, τη Θεσσαλονίκη. Αποδίδει την ατμόσφαιρα της πόλης μια ολόκληρη εποχή, χωρίς να ονομάζει δρόμους και άλλα σημεία της. Στον αντίποδα, ο Ιωάννου συνέβαλε με την πεζογραφία του στη δημιουργία μιας γοητευτικής μυθολογίας γύρω από τη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα.
Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα σε τόπους απειλητικούς και αποπνικτικούς, έτσι κι εδώ οι «μυθοποιημένοι» λογοτέχνες, να προσθέσω και τον Ασλάνογλου, και με ζωντανό παράδειγμα σήμερα τον Δημήτρη Δημητριάδη, ακριβώς εξαιτίας της καταπίεσης για την οποία μιλάμε, διοχέτευσαν το προσωπικό τους αδιέξοδο στην ποίηση και στο γράψιμο γενικότερα.
Αυτό δεν δικαιώνει το συντηρητισμό της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν ανέβηκε ποτέ έργο του Δημητριάδη εδώ. Έδιωξαν τον Ρήγο από το Κρατικό, ενώ αν κάτι συνέβαινε στο χορό ήταν χάρη σ' αυτόν. Λυπάμαι που το λέω, αλλά οι επιλογές του Τσακίρογλου ως διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος είναι πολύ συντηρητικές και στραμμένες μόνο στο ταμείο. Αυτή η πόλη δεν επέτρεψε στον Χουβαρδά να δημιουργήσει εδώ το θέατρό του, που αν είχε γίνει θα υπήρχε σήμερα ένα άλλο θεατρικό τοπίο. Αλλά και τότε υπήρχε το ίδιο πλέγμα της μετριότητας που ρυθμίζει τα πάντα στα δικά της μέτρα. Γιατί απλούστατα δεν υπάρχει αστική τάξη, αριθμητικά σημαντική και ανάλογης καλλιέργειας, που να επηρεάσει τα πράματα. Τα έχει πει εδώ και δεκαετίες ο Κωστής Μοσκώφ. Οι λεγόμενοι αστοί της πόλης είναι κυρίως πρώην βιοτέχνες, νεόπλουτοι και δήθεν κοσμικοί. Πόσοι Θεσσαλονικείς είδαν τις εκδηλώσεις της Μπιενάλε που έγινε πέρυσι; Ελάχιστοι. Σαν να μη συνέβη ποτέ.
Δεν βρίσκετε κανένα ελαφρυντικό για όλα αυτά που τόσο σας ενοχλούν;
Όχι, βρίσκω αδικαιολόγητη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πόλη, με συν-ευθύνη βέβαια των ανθρώπων που την κατοικούν. Μέρος της ευθύνης βαραίνει την κεντρική εξουσία, που επιλέγει τα συγκεκριμένα πρόσωπα ή ανθρώπους αυτών των προδιαγραφών ως τοπική ηγεσία, όμως ευθύνες έχουν και οι πολίτες που δεν διεκδικούν ένα καλύτερο περιβάλλον γι' αυτούς και τα παιδιά τους. Αυτό που λέει σε ένα ποίημα του ο φίλος μας ο Ντίνος: «Επαναστάτησαν τα πρόβατα και ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». Αυτό ζητάω, καλύτερες συνθήκες σφαγής!
Στην εποχή του Διαδικτύου, τι νόημα έχει για τη νέα γενιά η λογοτεχνία και ο δίαυλος των λογοτεχνικών περιοδικών;
Αναμφισβήτητα, δεν υπάρχει πια το παλαιότερο ενδιαφέρον των νέων για τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία έχουν πάψει να αποτελούν τη μοναδική διέξοδο ενός ανθρώπου που γράφει. Σήμερα έχουν δημιουργηθεί νέα κανάλια επικοινωνίας και νέοι τρόποι έκφρασης.
Εντοπίζετε ψήγματα λογοτεχνίας στο Ιnternet; Έχουν λογοτεχνική αξία τα blogs;
Βεβαίως. Σε κάθε μορφή γραπτού λόγου μπορεί να υπάρχει λογοτεχνικότητα. Πέφτω συνεχώς επάνω σε blogs για τη λογοτεχνία ή με λογοτεχνία. Μπορεί να γράφουν πολύ περισσότεροι απ' όσους ξέρουμε: στίχους, πεζά, ποιήματα.
Απειλείται η εθνική γλώσσα από την παγκοσμιοποίηση;
Δεν είμαι ειδικός, νομίζω όμως ότι απλώς η γλώσσα είναι διαφορετική απ' ό,τι ήταν πριν μερικά χρόνια. Ενδεχομένως ο ρυθμός που αλλάζει να είναι πολύ πιο γρήγορος. Κυρίως στον τρόπο που εκφράζονται οι νέοι. Αλλά οι γλώσσες έχουν μεγάλες αντοχές και δεν εξαφανίζονται τόσο εύκολα.
σχόλια