Αν υπάρχει ο ορισμός του «καλού παιδιού» στο σινεμά, αυτός είναι ο Τομ Χανκς. Ο 62χρονος ηθοποιός είναι σίγουρα η πιο «οικεία» μορφή του σταρ σύστεμ, κάτι που επιβεβαιώνουν και όσοι τον πετυχαίνουν τακτικά στο σπίτι του στην Αντίπαρο. Και ο τίτλος αυτής της νέας βιογραφίας του Gavin Edwards που μόλις κυκλοφόρησε, επιβεβαιώνει αυτή τη γενική εντύπωση.
Εκτός των άλλων, στο βιβλίο παρουσιάζεται και η μέθοδος - ή η μη μέθοδος – προσέγγισης τόσο στην κωμωδία όσο και στο δράμα ενός χαρακτήρα που από «συμπαθητικός πλακατζής του τελευταίου θρανίου» εξελίχθηκε σε χαμαιλέοντα της υποκριτικής τέχνης που έχει υποδειγματικά στηρίξει μεγάλες ταινίες κορυφαίων σκηνοθετών. Ιδού μια επιλογή σχετικών αποσπασμάτων που προδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Rolling Stone στο οποίο απασχολείται κυρίως ο συγγραφέας του βιβλίου:
Το χάρισμα του εξυπνάκια με τη φαρμακερή / ξεκαρδιστική ατάκα ήταν αυτό που τον κουβάλησε σε όλη τη διάρκεια του σχολείου αλλά και σε όλη την πρώτη, αμιγώς κωμική, φάση της καριέρας του. Σταδιακά, τα κωμικά ένστικτα χειραγωγήθηκαν για να αναπτυχτεί η δραματική εκφραστικότητα, χωρίς να εγκαταλειφθεί όμως η περσόνα του πλακατζή των τελευταίων θρανίων, γι' αυτό και παραμένει ένας από τους πιο περιζήτητους προσκεκλημένους στα νυχτερινά talk-show της τηλεόρασης.
Σταδιακά, τα κωμικά ένστικτα χειραγωγήθηκαν για να αναπτυχτεί η δραματική εκφραστικότητα, χωρίς να εγκαταλειφθεί όμως η περσόνα του πλακατζή των τελευταίων θρανίων, γι' αυτό και παραμένει ένας από τους πιο περιζήτητους προσκεκλημένους στα νυχτερινά talk-show της τηλεόρασης.
Ερωτηθείς το 1989 πώς προσεγγίζει την κωμωδία, είχε απαντήσει: «Τυφλά. Η κωμωδία φροντίζει μόνη της τον εαυτό της. Αν όλοι κάνουν σωστά τη δουλειά τους, η κωμωδία θα προκύψει από μόνη της. Ο ηθοποιός πρέπει να κάνει αυτή την εικασία και μετά να την ξεχάσει. Η δουλειά έχει να κάνει με πιο συγκεκριμένα και απτά καθήκοντα: με το να κυκλοφορήσεις πραγματικά στον κόσμο, να αποτυπώσεις με κάποιο πειστικό τρόπο αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία, να είσαι ένας αναγνωρίσιμος χαρακτήρας. Το να είσαι αστείος όταν δεν πρέπει να είσαι αστείος, είναι έγκλημα. Το να μην είσαι όμως αστείος όταν πρέπει να είσαι αστείος, είναι αμαρτία. Απλά δεν επιτρέπεται. Ασχέτως αν πρόκειται για Τσέχωφ, για Ίψεν, απλά δεν επιτρέπεται.
Ο Χανκς δεν έχει κανένα πρόβλημα στην περίπτωση που ο σκηνοθέτης προσπαθεί να τον «ξεγελάσει» ή να τον ξαφνιάσει με κάποιο απρόσμενο στοιχείο στη μέση μιας σκηνής αν αυτό συμβάλλει σε μια επιθυμητή ερμηνεία. Ο ίδιος επιμένει ότι η πιο πολύτιμη συμβουλή που δέχτηκε ποτέ ήταν όταν κάποτε ένας σκηνοθέτης του είπε: «Απαίσια ερμηνεία. Ούτε για μια στιγμή δεν την πίστεψα. Χάλια. Πώς μπορείς να αποκαλείς τον εαυτό σου ηθοποιό;»
Ο Τομ Χανκς εμφατικά δεν ανήκει στη σχολή της Μεθόδου σύμφωνα με την οποία ο ηθοποιός παραμένει στο πετσί του χαρακτήρα που υποδύεται νύχτα – μέρα σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής μια ταινίας. «Δεν αντέχω αυτούς που λένε 'να με φωνάζεις με το όνομα του χαρακτήρα μου' και εκτός γυρίσματος. Άσε μας. Τι δουλειά έχει ο χαρακτήρας σου τότε σ' ένα καμαρίνι να του βάζουν μακιγιάζ;».
Η Σάλι Φιλντ, συμπρωταγωνίστρια του στο «Φόρεστ Γκαμπ», εκφράζει μια διαφορετική οπτική για τον «αληθινό» Τομ Χανκς: «Υπάρχει ξέρεις κάποιος άλλος από κάτω. Κάποιος πιο σκοτεινός. Και είναι ένας άνδρας. Δεν είναι αγόρι, είναι ένας άνδρας που διαισθάνομαι ότι κρύβει μπόλικο θυμό μέσα του. Κι αυτό δεν το κρύβει στην οθόνη, το κρύβει επιμελώς εκτός οθόνης».
Για το μόνο που είναι βέβαιος ο Τομ Χανκς είναι ότι κανένας ηθοποιός δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της δουλειάς όταν βρίσκεται «μέσα στη στιγμή» (του γυρίσματος): «Υπήρξαν φορές που είχα δουλέψει σκληρά και γύριζα σπίτι πεπεισμένος ότι 'το είχα' απολύτως. Και μετά βλέπεις την ταινία και διαπιστώνεις ότι αυτό που 'είχες' είναι στο πάτωμα σαν ψόφιο ψάρι. Και άλλες φορές που ένιωθα ότι δεν ήξερα τι έκανα και δεν θυμόμουν καν τις ατάκες μου και καταλήγει να είναι η καλύτερη σκηνή της ταινίας. Όποιοι ισχυρίζεται ότι έχουν πλήρη συνείδηση εκείνη την ώρα, είναι είτε ψεύτες είτε δαιμονισμένοι, κυριολεκτικά».
Με στοιχεία από το Rolling Stone
σχόλια