ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ που θα κοιτάξετε με φθόνο μια πολύ αδύνατη, πολύ σικάτη, πολύ γυμνασμένη ξανθιά κοπέλα να λικνίζεται ξένοιαστη σε κάποιο ψαρωτικά κοσμικό μαγαζί μη θυμώσετε και μην αναρωτηθείτε «τι παριστάνει». Δεν παριστάνει ότι είναι το κέντρο του κόσμου: στ’ αλήθεια είναι. Ο κόσμος της, ένα περίπλοκο σύμπαν από αξεσουάρ και άγραφους κοινωνικούς κανόνες, κατοικείται, κατά τα άλλα, αποκλειστικά και μόνο από ένα αλλά τρομακτικά ενδιαφέρον για την ίδια πρόσωπο: τον εαυτό της.
Ήταν ο καιρός ζεστός. Πήγαμε στη θάλασσα και μετά σινεμά, φάγαμε από τρία σουβλάκια της Λωξάντρας και γυρίζαμε στο σπίτι ιδρωμένοι, άλουστοι και σε μεγάλα κέφια. Δύο τετράγωνα πριν από τη γωνία μας ο δικός μου είχε την έμπνευση να πάμε για ποτό στο παλιό του καλλιτεχνίζον στέκι που ξανάνοιξε ανακαινισμένο.
Τίποτα λιγότερο από το τέλειο
Σε γενικές γραμμές, θεωρώ τον εαυτό μου μια αρκετά σοφιστικέ γυναίκα. Αρκεί να μου το πεις, άνθρωπες μου, να οργανωθώ: «Απόψε θα σε πάω κάπου καλά». Δεν μπορείς να με χώνεις στο Ναό της Απόλυτα Τέλειας Ξανθιάς με φαγωμένο μανικιούρ, τζίβα το μαλλί και άμμο στα σπορτέξ. Και να είμαι και μελαχρινή. Με ψαλίδα. Και να μυρίζω και τζατζίκι από πάνω ως κάτω. Είναι χοντράδα. Όχι απέναντι σ’ εμένα. Είναι χοντράδα για τις εκατόν τριάντα συγκλονιστικά τέλειες γυναίκες που βρέθηκαν να με κοιτάζουν αποσβολωμένες. Το ξέρω αυτό το κοίταγμα. Το έχω δει στις αρχοντοπούλες στο γάμο του Κίτσου όταν έσκασε μύτη η Αστέρω, ανεπιστρεπτί σαλταρισμένη, με το λασπωμένο νυχτικό και τα σαλιγκάρια στα μαλλιά. Οίκτος και αηδία για κάποια ύπαρξη που μόλις εισέβαλε σε χώρο όπου Δεν Επιτρέπεται Τίποτα Λιγότερο από το Τέλειο.
Αυτές οι παγερές, απόμακρες θεότητες που συναντάμε τα βράδια στα μοδάτα στέκια, Χριστούλη μου, είναι καλές. Είναι πολύ πολύ καλές. Συχνά θέλω να πλησιάσω μια απ' αυτές και να τη σπάσω στο ξύλο. Έτσι, για να δω αν πραγματικά πονάνε.
Και μιλάμε για ανελέητη τελειότητα. Δηλαδή αυτή τη λεπτή, σχεδόν αόρατη, γραμμή ισορροπίας ανάμεσα στην επιτηδευμένη ατημελησιά και την πανάκριβη κοκεταρία. Μιλάμε για επιστήμη, για μικροχειρουργική, για άχραντα μυστήρια. Κάθε γυναικάκι μπορεί να πλασαριστεί ως bimbo, αρκεί λίγη υπερβολή στο μπούτι, στο μεϊκάπ και στο μίνι. Αλλά αυτές οι παγερές, απόμακρες θεότητες που συναντάμε τα βράδια στα μοδάτα στέκια, Χριστούλη μου, είναι καλές. Είναι πολύ πολύ καλές. Συχνά θέλω να πλησιάσω μια απ’ αυτές και να τη σπάσω στο ξύλο. Έτσι, για να δω αν πραγματικά πονάνε. Αλλά πού να τολμήσω! Μεταξύ γιόγκα, πιλάτες, μακροβιοτικής και αερόμπικς, αυτές οι εύθραστες, υπέρκομψες νεράιδες είναι σε καλύτερη φυσική κατάσταση κι από πράκτορες της Μοσάντ. Μπορούν να σε αφήσουν στον τόπο με μια κλοτσιά από το φαινομενικά λεπτεπίλεπτο σανδαλοφορεμένο ποδαράκι τους.
Το Σαββατοκύριακο οι άτεγκτες θεές μου δε βγαίνουν. Ακόμα και τα πιο σικάτα αθηναϊκά –ή θεσσαλονικιώτικα- στέκια υποχρεώνονται να συμβιβαστούν με πελατεία υποδεέστερη, γυναίκες λιγότερο τέλειες. Ξέρετε απ’ αυτές που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να εμφανιστούν με Prada της περσινής σεζόν ή, ακόμα χειρότερα, με ένα Chanel-μαϊμού. Οι πραγματικές μου θεές, τα weekends κάνουν αγρανάπαυση ή εξασκούνται στην αγροτική ή ναυτική ζωή, ανάλογα με τη σεζόν, τον γκόμενο και την εκδρομή. Και μιλάμε για κακουχίες: τίποτα λιγότερο από την πιο Μαύρη Πίστα στο χιονοδρομικό κέντρο, τίποτα ευκολότερο από ένα μπέιρφουτ το καλοκαίρι, τίποτα φτηνότερο από τις vendeuses των μεγάλων ατελιέ. Έρχονται με ραντεβού από το Παρίσι για να σε βοηθήσουν να διαλέξεις αξεσουάρ και πάσης φύσεως σκατουλάκια. Για οποία σκατουλάκια κανονικά η λίστα αναμονής είναι τόσο μεγάλη, που όταν φτάσει η σειρά σου να τα αγοράσεις είτε έχουν βγει εκτός μόδας ή κάποια μαλακία έκανε ο άντρας σου στη δουλειά και δεν μπορείς πλέον να τα αγοράσεις.
Ή, πάλι, δε συμβαίνει και απολύτως τίποτα απ’ όλα αυτά. Όλη αυτή η πραγματικότητα δεν είναι παρά virtual, υπαρκτή μόνο εντός του κρανίου της ξανθιάς που αυτή τη στιγμή καρφώνει αποφασιστικά ένα τακούνι Manolo στο γυάλινο πάτωμα του μοδάτου κλαμπ. Όλες οι υπόλοιπες πατάμε το γυάλινο πάτωμα με τρόμο ψυχής, σίγουρες ότι θα ραγίσει, θα σπάσει και θα βρεθούμε λούτσα στα νερά και στα υποβρύχια χαλίκια, να πνιγόμαστε ανάμεσα σε συζύγους χρηματιστών, σορμπέ βατόμουρου και υπολείμματα από σούσι ντομάτας. Η θεά μου όμως δρασκελίζει το γυαλί περπατώντας ατρόμητη. Δεν τη φοβίζει τίποτα, ούτε καν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η ζωή της δε μοιάζει σε τίποτα με όσα γράφτηκαν παραπάνω: Είναι μια νέα γυναίκα, μεγάλωσε στην Κυψέλη, στην Ξάνθη, στη Χαλκίδα. Πήγε σχολείο, σπούδασε, ίσως στο Deree, ίσως στο Λονδίνο. Έπιασε δουλειά, συνήθως στα ΜΜΕ, και βαράει κάτι ξεγυρισμένα δωδεκάωρα στο γραφείο. Συσκέπτεται μανιωδώς, ανέρχεται ταχύτατα στη διαφημιστική, στη δισκογραφική, στην PR εταιρεία που την τραβάει από το μανίκι του κασμιρένιου της σουέτερ. Έχει γνώσεις και μυαλό, ξέρει εικαστικά, μιλάει τρεις γλώσσες μίνιμουμ. Ο μισθός της είναι συμπαθητικός, αλλά ο προϋπολογισμός της βομβαρδισμένο τοπίο: Τα δύομισι χιλιάδες ευρώ του προηγούμενου μήνα, που θα νοικοκύρευαν μια τετραμελή οικογένεια στο Χολαργό, έχουν ήδη στοιχειώσει τις κάρτες από τις αγορές στη Μαγεία της Ιλεάνας Μακρή, τις δόσεις για το κάμπριο-μπονσάι που οδηγεί, το ενοίκιο για τη σοφίτα στον περιφερειακό με την Αθήνα «πιάτο». Κι αυτό το ρημάδι το εικοσιτετράωρο πρέπει να τα χωρέσει όλα. Και τη δουλειά και το γυμναστήριο και την τεχνική υποστήριξη του μηχανισμού που συντηρεί αυτό το αριστούργημα: αντάυγειες, ψυχαναλυτής, λέιζερ πίλιγκ, φυσική αναγέννηση κολλαγόνου και ενέσεις ρεστιλάν για τις ρυτίδες έκφρασης. Το botox είναι φρικτά passé και για λίφτιγκ είναι πολύ πολύ νωρίς. Αν και η θεά μου κατά πάσα πιθανότητα δε θα χρειαστεί ποτέ σοβαρή πλαστική: Συντηρεί τόσο καλά τον εαυτό της, που, απλά, θα έχει πεθάνει πολύ προτού γεράσει. Κι αν δεν έχει πεθάνει βιολογικά, θα έχει αποδημήσει κοινωνικά: αποσυρμένη στην κάτω πλευρά της Πλατείας, στη χαμηλών τόνων Βιβλιοθήκη, μακριά από το αγριεμένο πλήθος και τον ανελέητο φωτισμό του Da Capo. Όλα αυτά στην περίπτωση που δεν έχει, φυσικά, παντρευτεί.
Παρ’ το Gavello και καν’το βέρα μου..
Ένας αξιοπρεπής γάμος αποτελεί για την υπέρλαμπρη καλλονή μου το είδος της βίζας που απαιτείται για να ακολουθήσει το τρελό κοινωνικό σιρκουί αφού περάσει την ηλίκια των τριάντα πέντε. Γι’ αυτό και θέλει να παντρευτεί: για να έχει άμεση πρόσβαση σε πολλά χρήματα. Και σε παρέες σωστές, συμπαγείς, χωρίς αμήχανα κοινωνικά κενά. Κατά τα άλλα είναι τόσο αυτάρκης, τόσο πλήρης και τόσο μα τόσο απασχολημένη, που θα μπορούσε να ζήσει έτσι για αιώνες, χωρίς ποτέ να νιώσει την έλλειψη μιας προσωπικής σχέσης. Η ζωή της άλλωστε είναι τίγκα στα «προσωπικά»: προσωπικός γυμναστής-διατροφολόγος, προσωπικός γκουρού, προσωπικός στιλίστας, προσωπικός μεϊκάπ άρτιστ. Με τέτοιο συνδετικό ιστό, θα μπορούσε θεωρητικά να επιβιώσει χωρίς ποτέ να αισθανθεί την έλλειψη της οικογένειας. Η οποία όμως οικογένεια, από κεκτημένη ταξική ταχύτητα, αποκτά το επιθυμητό σχήμα ενός ακόμα απαραίτητου αξεσουάρ: ένας σύζυγος-σπόνσορας, ένα μωρό-κόνσεπτ, κάτι σαν τα αλήστου μνήμης τσαντάκια-κρουασάν. Δυσεύρετα και σε λίστα αναμονής. Σε κάποιο μέλλον επιτακτικό, σε κάποιο αφηρημένο έργο τέχνης μέσα στο σελοφάν: σπίτι στο Ψυχικό, Φιλιππινέζα που σου κάνει βουντού γιατί τη σκυλόβρισες προχτές, ποιο κάτοπτρο κάνει καλό φενγκ-σούι, μου είπαν, το κοίλο, ή το κυρτό; Σκέψεις ανάσκελα, πενταετή πλάνα, ταπεινωτικά γυμνή από τη μέση και κάτω: με τα πόδια όρθια και ανοιχτά, και τα απόκρυφα εκτεθειμένα στα ανέκφραστα μούτρα της αισθητικού που διενεργεί την εβδομαδιαία βραζιλιάνικη αποτρίχωση στο εφήβαιο.
Η αβάσταχτη γοητεία της ενδογαμίας
Είναι θεά, αλλά είναι και άνθρωπος. Με τέτοια αβάσταχτη διανοητική κόπωση, είναι φυσικό να κάνει και κάποια λάθη. Οποιαδήποτε χαζή βοηθός πιστολάκι, ας πούμε, γνωρίζει ότι δεν μπορείς να βρεις γκόμενο –πόσω μάλλον σύζυγο- σε μια παρέα που ξέρεις εκατό χρόνια και από την οποία έχεις πηδηχτεί οριστικά με τους μισούς και οι άλλοι μισοί είναι γκέι ή έχουν κάποιο άλλο «κουσούρι» –είναι, ας πούμε, παντρεμένοι ή ναρκομανείς ή, ακόμα χειρότερα, «πτωχευμένοι».
Σε τελική ανάλυση, δεν έχεις επιλογή. Όλοι οι δρόμοι σου οδηγούν στο σούσι του Nobu. Στα καφετιά διαμάντια του Gavello. Και στην τοιχογραφία με το σελοφάν, γλυκιά μου, κουκλάρα μου εσύ, γυναίκα βιρτουόζε των mms, του Excel και της δρα Χάουσκα. Σε βλέπω να χορεύεις στο ρυθμό μιας R&B νύχτας στο κλαμπ και λιώνω από τη ζήλια μου για τους κοιλιακούς σου. Μια ζήλια που με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη, γιατί ξέρω ότι ξέρεις πόσο ζηλεύω –και αυτό σίγουρα κάνει ευτυχισμένη κι εσένα. Είσαι η έμπνευσή μου, το άγαλμα στο βάθρο μου, το κίνητρό μου: Από αύριο ξαναρχίζω πιλάτες.
© Αρχείο LIFO
σχόλια