Γεννήθηκα στα Πατήσια, στην οδό Ροστάν, πολύ κοντά στα πατρικά σπίτια του πατέρα και της μητέρας μου. Το 1985, που γεννήθηκε ο αδελφός μου ο Αντίοχος, πήγαμε στην Κηφισιά. Ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα.
Το σπίτι μου δεν ήταν αφιερωμένο μόνο στο θέατρο. Υπήρχε και η μουσική. Η θεία μου η Δάφνη έκανε τρομερή καριέρα στα λυρικά θέατρα της Ευρώπης και, φυσικά, ο παππούς μου, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, είχε υπάρξει σημαντικός συνθέτης και μουσουργός. Προφανώς από αντίδραση στα παιδικά μου χρόνια έλεγα ότι θα γίνω ντετέκτιβ και λίγο πριν από την εφηβεία ανακάλυψα την εγκληματολογία και την αρχαιολογία. Φαίνεται ότι γενικά είχα μια μανία να ψάχνω και να ψάχνομαι.
Μεγάλωσα μέσα στο Αμφι-Θέατρο. Η τρελή η μάνα μου με πήρε σαράντα ημερών μωρό περιοδεία στο Ισραήλ. Το θέατρο ήταν η καθημερινότητά μου. Θυμάμαι κυρίως την αγωνία που είχα πριν από τις πρεμιέρες να πάνε όλα καλά για τους γονείς μου, να έχει κόσμο, να είναι ευχαριστημένοι. Και τα άπειρα καλοκαίρια στην Επίδαυρο: τι αγαλλίαση, ειδικά όταν ήταν ανοιχτό το Ξενία και νοίκιαζαν δωμάτιο ο παππούς και η γιαγιά για να μας προσέχουν. Μεγαλώνοντας, άρχισα να γεύομαι και το καλλιτεχνικό μέρος των παραστάσεων. Αγαπημένες μου είναι ο Άμλετ και ο Βόιτσεκ με τον Φέρτη και το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, ηρωική παράσταση. Μόλις είχε αρχίσει η ασθένεια της μητέρας μου και ο κόσμος δεν το ήξερε, την έβλεπε τόσο ζωντανή και αστεία. Ήμουν τότε στο πρώτο έτος του Εθνικού.
Στο Λύκειο άρχισα να φλερτάρω με την ηθοποιία αλλά και να σκέφτομαι στο πίσω-πίσω μέρος του μυαλού μου, χωρίς να το ομολογώ, τη σκηνοθεσία. Έβγαλα τη Σχολή Μωραΐτη που με σημάδεψε λόγω των καταπληκτικών δασκάλων - φιλόλογο είχα τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Αποφάσισα να πάρω μια ευρύτερη παιδεία και μπήκα τέταρτη στη Φιλοσοφική. Διάλεξα τη κατεύθυνση Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία και απογοητεύτηκα πλήρως. Νόμισα ότι θα αυτοκτονούσα καθισμένη σ’ ένα έδρανο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τον δεύτερο χρόνο την εγκατέλειψα, έδωσα εξετάσεις στη Δραματική του Εθνικού, μπήκα πρώτη και τελείωσα πρώτη.
Η πρώτη επαγγελματική μου παράσταση ήταν το καλοκαίρι του 2001 στην Επίδαυρο με το Αμφι-Θέατρο, στον χορό της Μήδειας, με τη μητέρα μου και τον Μαρμαρινό. Ήδη, όμως, είχα περάσει με οντισιόν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Η εμπειρία μου με τον Στάθη Λιβαθινό ήταν εντελώς διαφορετική απ’ όσα είχα διδαχτεί στη σχολή. Γίναμε μια πολύ ωραία ομάδα. Πήρα μέρος σε τρεις παραστάσεις του: στο Αγάπης Αγώνας Άγονος, στη Μήδεια και την Ποίηση.
Και ξαφνικά αποφάσισα να φύγω για ένα μάστερ σκηνοθεσίας στο Λονδίνο, στο Πανεπιστήμιο του Middlesex. Αμέσως μετά έμαθα μέσα σε δύο μήνες ρώσικα, με υπερεντατικά τετράωρα μαθήματα κάθε μέρα, και πήγα για ένα ακόμα μάστερ στη Ρώσικη Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας. Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς το έκανα. Η Μόσχα με καθόρισε, ήταν οι πιο αποκαλυπτικές σπουδές που είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Μπορεί τα πράγματα να μην ήταν τόσο ανοιχτά, όπως στο Λονδίνο, όπου είχα δει χιλιάδες σύγχρονα πράγματα, γιατί η ρώσικη θεατρική σχολή, όπως όλες άλλωστε οι «σχολές», είναι λίγο αγκυλωμένη, εκεί, όμως, κατάλαβα κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Ότι ο σκηνοθέτης πρέπει οπωσδήποτε να έχει σπουδάσει και ηθοποιός, τελεία και παύλα. Εμείς που σπουδάζαμε σκηνοθεσία κάναμε υποχρεωτικά όλα τα μαθήματα του τμήματος υποκριτικής - από ακροβατικά μέχρι φωνή.
Η μαμά μου έφυγε το 2005 και ο αδελφός μου ο Αντίοχος το 2010. Ο θάνατος της μαμάς μου, ίσως λόγω χρόνου, να έχει κάπως απαλυνθεί μέσα μου. Με είχε προετοιμάσει και η ασθένειά της, αν και γι’ αυτά τα πράγματα δεν προετοιμάζεσαι ποτέ, πάντα ελπίζεις. Είχε και μια τρομερή φλόγα - μέχρι το προτελευταίο καλοκαίρι της ζωής της έπαιζε στην Επίδαυρο. Αλλά τον θάνατο του αδελφού μου, που ήταν τόσο αναπάντεχος και σε τόσο νεαρή ηλικία, δεν νομίζω ότι θα τον ξεπεράσω ποτέ.
Άρχισα να σκηνοθετώ τον Δεκέμβριο του 2006. Η πρώτη μου παράσταση ήταν η 30λεπτη Εντολή στην Πειραματική του Εθνικού και η πρώτη κανονική μου δουλειά η Ερωτευμένη Νεκρή από μια νουβέλα του Θεόφιλου Γκοτιέ στο Αμφι-Θέατρο. Παιζόταν τρία χρόνια. Ευτυχής συγκυρία. Η γωνίτσα που διάλεξα μέσα στο θέατρο, η Στεφανία Γουλιώτη και ο Νικόλας Παπαγιάννης, ο Σταύρος Γασπαράτος στη μουσική. «Ποιος θα ’ρθει;», σκεφτόμουνα στις πρόβες. «Άγνωστος συγγραφέας, άγνωστοι όλοι εμείς». Η παράσταση που ετοιμάζω τώρα στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή είναι η δέκατη. Ένα κατάλαβα όλα αυτά τα χρόνια. Ότι πιστεύω πολύ στον συγγραφέα. Δυο φορές επιχείρησα να γράψω έργα παρέα με τους ηθοποιούς ή εμπλουτίζοντας λογοτεχνικό κείμενο με δημοσιογραφικά στοιχεία και δεν μου άρεσε.
Όταν ο Λευτέρης μου είπε ότι μου παραχωρεί το θέατρό του έπεσα από τα σύννεφα. Ήταν συνταραχτικό, συγκινητικό, σαν να κέρδισα ένα βραβείο. Το δίνει τόσο σπάνια. Καταλαβαίνεις τι ευθύνη νιώθω, ειδικά που με την παράστασή μου γιορτάζονται τα 30 χρόνια του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Ο Λευτέρης έκανε τα πρώτα του βήματα στο Αμφι-Θέατρο και ήταν πολύ φίλος με τη μαμά μου. Η δική μας προσωπική σχέση ξεκίνησε το 2006, που με διάλεξε για βοηθό του στην Αντιγόνη, μια τόσο σημαντική παράσταση. Από τότε κρατήσαμε μια μεγάλη φιλία. Τον συμβουλεύομαι, βλέπουμε μαζί παραστάσεις και όλο λέγαμε ότι θα είχε πλάκα να παίξουμε μαζί σε μια παράσταση ή να τον σκηνοθετήσω σε κάποια άλλη.
Ψάχναμε καιρό μέχρι να βρούμε τις Ψευδαισθήσεις του Ιβάν Βιριπάγιεφ. Είναι εντελώς φρέσκο έργο, έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο στη Γερμανία και αμέσως μετά ανέβηκε σε Μόσχα, Κρακοβία, Βαρσοβία, Ζυρίχη, Εδιμβούργο. Μιλάει για την αγάπη και το νόημα της ζωής, αλλά ταυτόχρονα κάνει και μια τομή στη δραματουργία. Τέσσερις ηθοποιοί βγαίνουν και μιλάνε για δυο παντρεμένα ζευγάρια, από τα νιάτα τους μέχρι τον θάνατό τους. Δεν υπάρχει καμιά αναπαράσταση, οι ηθοποιοί δεν γίνονται ποτέ τα πρόσωπα. Είναι άμεσο, σαρκαστικό και χρειάζεται τη συμμετοχή του θεατή. Όχι, όμως, με βίαιο τρόπο, κάνοντάς του ερωτήσεις ή ανεβάζοντάς τον στη σκηνή, αλλά προκαλώντας τη σκέψη και τη φαντασία του.
Η ζωή μου δεν είναι μόνο θέατρο. Ζω με τον σύντροφό μου στον Λυκαβηττό, προσπαθούμε να περνάμε όσο περισσότερες ώρες γίνεται μαζί, γιατί έχει κι αυτός πολλή δουλειά - είναι μουσικός. Κάνουμε βόλτες ή καθόμαστε σπίτι και βλέπουμε αμερικάνικες σειρές, με τις οποίες έχω μανία. Τρελαίνομαι με το «Modern Family» και διάφορα αστυνομικά όπως το «Dexter» και το «Castle». Εγκληματολόγος δεν ήθελα να γίνω;
σχόλια