Γεννήθηκα το 1980 και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό της Λάρισας, τη Μελία. Έτσι έχω βγάλει και το σκυλάκι μου, κι ας τσαντίζονται κάποιοι συντοπίτες μου.
• Οι γονείς μου και οι οικογένειες από τις οποίες προέρχομαι είναι ψηλοί άνθρωποι, και η μητέρα μου, που δεν ζει, και ο πατέρας μου, που είναι 1.80. Μάλιστα, ο πατέρας μου, με τον οποίο παίξαμε στο βίντεοκλίπ του τραγουδιού «Η εποχή του θερισμού» της Νατάσσας Μποφίλιου, είναι τεράστιος. Έχω μια αδελφή δυο χρόνια μεγαλύτερη, με κανονική ανάπτυξη. Απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν υπήρχε στις προηγούμενες γενιές κάποιος που ήταν νάνος. Τώρα, τι έγινε στο DNA μας, δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα τι παιχνίδια έπαιξε η ζωή, αλλά όλα καλοδεχούμενα. Ο νανισμός είναι μια σπάνια κληρονομική κατάσταση, μια γενετική διαταραχή.
• Ο πατέρας μου είναι αγρότης. Η μητέρα μου, ενώ σπούδασε λογιστική και θα μπορούσε να εργάζεται, αποφάσισε να μείνει στο σπίτι γιατί μετά τη γέννησή μου θεώρησαν ότι χρειαζόμουν μεγάλη φροντίδα. Κρίμα, γιατί ήταν μια πολύ έξυπνη γυναίκα. Και η αδελφή μου και εγώ έχουμε πάρει πολλά από τα χαρακτηριστικά της, της μοιάσαμε.
• Οι γονείς μου δεν μου διηγήθηκαν ποτέ την ιστορία της γέννησής μου ή πώς με υποδέχτηκαν. Νομίζω άκουγα να τα συζητούν, αλλά σήμερα σκέφτομαι πώς δεν είναι σωστό τα παιδιά να τα ακούνε όλα. Ήξερα πάρα πολλά πράγματα, σαν να είμαι ενήλικας, ενώ δεν ήμουν. Αν με ρωτήσεις, διαφωνώ από τη μια, αλλά, από μια άλλη πλευρά, μου έκανε πολύ καλό η επίγνωση της κατάστασής μου.
«Αυτό που με προσβάλλει περισσότερο είναι να θέλουν μέσα από μένα να δώσουν κουράγιο στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη που μέσα του βλέπουν την ανωτερότητά τους και μέσα από τη δική μου ζωή να παίρνουν κουράγιο για να νιώσουν καλύτερα».
• Αντίληψη του μεγέθους μου είχα εξαρχής, καταλάβαινα ότι κάτι συμβαίνει μ’ εμένα, αν και δεν ήξερα τη λέξη «νάνος» και τον όρο «νανισμός». Υπήρχαν άλλα πράγματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, όπως η σκολίωση στη σπονδυλική μου στήλη. Γενικότερα, η δική μου περίπτωση δεν ανήκει στην κλασική μορφή νανισμού και υπήρξε μια φιλολογία γύρω από το δικό μου σύνδρομο, για το πού κατατάσσομαι και τι ακριβώς πρέπει να γίνει. Σκεφθείτε, ήμασταν ακόμα στη δεκαετία του ’80 και πολλά πράγματα ήταν πειραματικά. Υπήρχε μια εκμετάλλευση και παιζόταν και ένα παιχνίδι από μεγάλους γιατρούς της Αθήνας. Ευτυχώς, οι γονείς μου δεν το έβαλαν κάτω και φύγαμε για το εξωτερικό. Νομίζω τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται, έχω μνήμες από δυόμισι χρονών, όσο και αν φαίνεται παράξενο – λες και ωρίμασα πολύ νωρίς. Αργότερα πήγαμε στην Αγγλία όπου έκανα την πρώτη μου επέμβαση σε ένα ειδικό κέντρο, αλλά τη λάμα που έβαλαν στη σπονδυλική μου στήλη την απέβαλε ο οργανισμός μου. Στους γονείς μου είπαν ότι η ζωή μου θα ήταν κανονική, αλλά ο κορμός μου αλλιώτικος.

• Επιστρέψαμε, συνεχίσαμε τη ζωή μας και, όλως παραδόξως, έχοντας ακούσει ιστορίες άλλων ανθρώπων με νανισμό, εγώ δεν πέρασα άσχημα. Το ότι ανήκω κάπου αλλού και το ότι είμαι διαφορετική εξωτερικά το καταλάβαινα όταν πηγαίναμε κάπου και ερχόμουν σε επαφή με άλλα παιδάκια. Μέσα στο χωριό όχι μόνο δεν με πείραζε κανένας αλλά υπήρχε πολύς σεβασμός – και νομίζω ότι αυτό οφείλεται στη στάση που κρατούσαν οι γονείς μου. Το λέω ξεκάθαρα ότι δεν αντιμετώπισα ρατσισμό στο χωριό, τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι αντιμετωπίζει ένα παιδί της ηλικίας μου, στην κυριολεξία. Στα μικρά χωριά ξέρει το ένα παιδί το άλλο από την ώρα που γεννιούνται, έτσι υπάρχει μια οικειότητα. Πέραν αυτού, οι γονείς μου δεν μου φέρθηκαν σαν άτομο με αναπηρία.
• Ουσιαστικά, η πρώτη φορά που ένιωσα άγχος ήταν όταν πέρασα στο επόμενο στάδιο, όταν πήγα γυμνάσιο σε μεγαλύτερο χωριό. Ήταν καθαρά δικό μου θέμα το στρες και ο φόβος που ένιωθα τις πρώτες μέρες. Δεν υπήρχε bullying και ενσωματώθηκα πολύ γρήγορα. Δεν ήμουν άριστη μαθήτρια, έβγαζα ένα 17,5 και είχα το σύνδρομο του καλού παιδιού. Αλλά ήθελα να κάνω και τις πλάκες μου, έτσι βρήκα έναν τρόπο να συναντιούνται αυτοί οι δύο κόσμοι και να μην απογοητεύω και τους καθηγητές μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ποτέ θέμα.
• Σήμερα, που μιλάμε για την ενσωμάτωση πολύ πιο ανοιχτά και ελεύθερα απ’ ό.τι σε άλλες δεκαετίες, πιστεύω ότι όλο αυτό έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα μας. Δεν είναι απόλυτο αυτό βέβαια, γιατί πολλά άτομα με ίδιες ή παρόμοιες ιστορίες βίωσαν πολύ σκληρά πράγματα και μπορεί να σκεφτούν ότι κάνουν κάτι λάθος. Παίζουν ρόλο πολλά πράγματα στο πώς θα αναπτυχθούμε, πώς θα διεκδικήσουμε και πώς θα σταθούμε στη ζωή: οι συγκυρίες, η οικογένεια, το περιβάλλον.
• Όταν ήμουν παιδί δεν είχα θάρρος, πρώτα παρατηρούσα, έβλεπα πού ταιριάζω και πού μπορεί να ενσωματωθώ και μετά έκανα το επόμενο βήμα, έκανα φίλους και φίλες. Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό και οι γονείς μου, άνθρωποι μοντέρνοι, ήταν το καταφύγιο όλων. Εκεί μαζευόμασταν με τους συμμαθητές μου, η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή, κάτι που συνέβαινε και αργότερα, όταν ήμουν φοιτήτρια.
• Τους γονείς μου δεν τους είδα ποτέ στενοχωρημένους ή λυπημένους. Χρόνια αργότερα, σκεφτόμουν ότι δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να με υπερασπιστούν, να ζητήσουν τον λόγο αν μας κοίταζε κάποιος στον δρόμο περίεργα ή έλεγε κάτι. Έχω καταλήξει ότι αυτή η υπεράσπιση, που γίνεται για να προστατευτεί ένα παιδί, είναι πολύ τραυματική, δεν σε αφήνει να χειραφετηθείς. Και στους φίλους μου αργότερα δεν επέτρεπα ποτέ να το κάνουν, τους σταμάταγα γιατί εκνευριζόμουν, ήθελα να το αντιμετωπίζω μόνη μου· και δεν υπάρχει και λόγος να το αντιμετωπίζεις κάθε φορά. Εννοώ, αν διακρίνεις έναν τοίχο που έχει υψώσει ο άλλος, αν έχει ήδη διαμορφώσει μια άποψη και δεν πρόκειται να μετακινηθεί, δεν αξίζει να χαλάσεις τη διάθεσή σου κι εσύ ή να μπεις σε μια διαδικασία που μόνο στενοχώρια θα σου φέρει. Νομίζω πως με την αξιοπρέπεια δείχνεις πολύ περισσότερα πράγματα και με την απαξίωση σμιλεύεις και έναν χαρακτήρα. Γιατί ως προς την αποδοχή, έχουμε πολύ μακρύ δρόμο να διανύσουμε.

• Τελείωσα το σχολείο και δεν έδωσα εξετάσεις λόγω αγχώδους διαταραχής που τότε δεν ήξερα ότι είχα. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, ζωγράφιζα, ασχολήθηκα με αυτό ένα-δυο χρόνια και, σύμφωνα με τον νόμο, μπορούσα να μπω στα ΤΕΙ, πράγμα που έκανα. Φοίτησα στα ΤΕΙ Λάρισας, στα ιατρικά εργαστήρια. Όταν σπούδαζα άρχισα να εργάζομαι παράλληλα στο Δημόσιο, έτσι από το 2001 έχω μια εργασιακή κανονικότητα παράλληλα με το θέατρο.
• Η γνωριμία μου με τον σύζυγό μου, τον Αντρέα, πριν από 15 χρόνια λειτούργησε καταλυτικά για την ενασχόλησή μου με το θέατρο. Γνωριστήκαμε διαδικτυακά, είχαμε κοινούς φίλους μέσα από κάποιες ομάδες που ασχολούνταν με την τέχνη και είχαν αναπηρίες. Εγώ θαύμαζα την τέχνη και μέσα μου κάτι δονούνταν. Ήθελα να ασχοληθώ, αλλά φοβόμουν ότι αν έκανα κάτι που δεν ήταν καλό θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και δεν ήθελα να αμαυρώσω την εικόνα του νανισμού, γιατί πολύ λίγοι νάνοι είχαν χρησιμοποιηθεί για καλά πράγματα. Εγώ στη Λάρισα τι θα έκανα; Δεν ήξερα τον τρόπο και δεν ήμουν και έτοιμη εσωτερικά να εκτεθώ και να εμπιστευτώ. Ο Αντρέας είναι ψυχολόγος, αλλά ασχολείται πολλά χρόνια με τον χορό και ήταν επίσης πολύ καιρό σε ομάδες μεικτές, ατόμων με αναπηρία και μη. Εκείνος με βοήθησε να εμπιστευτώ τον εαυτό μου, μου έδειξε ότι έχω τη δυνατότητα να κάνω πράγματα, μου έδωσε αυτοπεποίθηση, κι έτσι είδα και πώς μπορώ ασχοληθώ με την τέχνη.
• Το 2015, που ο Αντρέας έκανε σεμινάρια στη Στέγη, του είπαν να επικοινωνήσει με άτομα με αναπηρίες που γνώριζε και να τους ενημερώσει για μια ακρόαση στην οποία μπορούσαν να πάρουν μέρος. Με είδαν ο Νίκος Καραθάνος και ο βοηθός του και με ρώτησαν αν θα ήθελα να τους αφιερώσω τρεις μέρες από την άδειά μου. Ήταν για την όπερα που ετοίμαζε για το Φεστιβάλ Αθηνών, τη Σαλώμη του Αλεσάντρο Στραντέλα, όπου υπήρχε ένα βασίλειο και πολύς κόσμος επί σκηνής, οπότε μέσα στο πλήθος δε θα υπήρχε και ένας άνθρωπος με νανισμό; Αυτή είναι μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ, για πολλούς λόγους. Τη θεωρώ μία από τις πιο ωραίες παραστάσεις του Νίκου, με τα καταπληκτικά σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου. Ήταν μέσα στα capital controls, ο κόσμος όλος ήταν στα ΑΤΜ κι εμείς κάναμε πρόβες στο Θέατρο Τέχνης, στη Φρυνίχου, και το ότι πατούσα το πόδι μου σε αυτό το θέατρο μού γεννούσε τρομερή συγκίνηση.
• Ποιος να το πίστευε ότι η πρώτη μου φορά στο θέατρο θα ήταν μια βουτιά στα βαθιά νερά, με μια όπερα. Έλεγα στον εαυτό μου «τι πας να κάνεις εδώ, τι δουλειά έχεις εσύ;», αλλά και μόνο η εμπειρία τού να ακούς να κάνουν πρόβα οι τραγουδιστές, οι σοπράνο και οι τενόροι ήταν μαγική. Όχι μόνο ερωτεύτηκα το θέατρο αλλά είδα ότι μπορώ και να αντεπεξέλθω, να είμαι συνεπής, γιατί είχα πάρει και μεγάλη ευθύνη πάνω μου ως περφόρμερ.
• Ο Νίκος μου είπε ότι θα ξανακάνουμε πράγματα μαζί, αλλά οι άνθρωποι τα λένε αυτά συχνά σε έναν αποχαιρετισμό, δεν ήθελα να το πάρω τοις μετρητοίς, ήθελα να προστατεύσω τον εαυτό μου, γιατί μετά την παράσταση επέστρεψα στη Λάρισα, στη ζωή μου και έπρεπε να μαζέψω το μυαλό μου. Τον επόμενο χειμώνα, όμως, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ο Νίκος μου είπε ότι σκεφτόταν να υποδυθώ στους Όρνιθες που ετοίμαζε την Αηδόνα. Κι εγώ του είπα «βρε Νίκο, η Αηδόνα πάντα ή τραγουδάει ή είναι μια πολύ ωραία γυναίκα». «Ε, και; Και γιατί δεν είσαι εσύ;» μου είπε. Κι έτσι ξεκίνησε η δεύτερη συνεργασία, πήρα πάλι άδεια από τη δουλειά μου και συμμετείχα σε αυτή την παράσταση που πήγε στην Επίδαυρο. Τώρα που το σκέφτομαι ήμουν τρελή, γιατί τότε δεν ήξερα τι πάω να κάνω. Δεν ήξερα το εύρος αυτής της εμπειρίας, αλλά είχα και άγνοια κινδύνου νομίζω. Προσπάθησα πολύ να υπάρχει από τη μεριά μου μια αξιοπρέπεια, γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχε δουλέψει τον λόγο, ειδικά σε ένα δύσκολο level όπως είναι η Επίδαυρος. Ήθελα να τα καταφέρω και για μένα και για τον Νίκο, γιατί δεν θέλω ποτέ να επικαλεστεί κάποιος το συναίσθημα που μπορεί να του προκαλώ ή να με γνωρίσει για να διαπιστώσει αν είμαι καλή, αλλά να συμβεί αυτό όταν είμαι στη σκηνή.

• Η ζωή μας άλλαξε και μετακομίσαμε το 2017 στην Αθήνα. Πήρα την απόφαση να μετατεθώ γιατί η ενασχόληση με το θέατρο με τροφοδοτούσε με πολύ θετικά συναισθήματα. Αλλά ήμουν και προσγειωμένη, ήθελα να έχω την κανονικότητα της πρωινής δουλειάς που σε γειώνει. Αυτό το δίπολο έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Όταν τα κομμάτια που έχουν και σκοτάδι και φως και απόλαυση παλεύουν μέσα σου, αυτό είναι κάτι που σε κάνει να πάλλεσαι. Τότε αρχίσαμε να δουλεύουμε την Οπερέτα του Βίτολντ Γκομπρόβιτς με τον Νίκο.
• Στο θέατρο έχω γνωρίσει ανθρώπους που δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω. Άρχισα να τους βλέπω και διαφορετικά, σε επίπεδο ανθρώπινο, και εκτίμησα ότι οι συναντήσεις αυτές είναι κάτι σοβαρό, αλλά πρέπει να τις βάζουμε σε ένα πλαίσιο, να μην παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις στο μυαλό μας. Οι άνθρωποι είναι όλοι ίδιοι, εννοώ έχουμε κοινά χαρακτηριστικά, και καλά και κακά, αλλά ο κόσμος της τέχνης σού δίνει ευκαιρίες για συναντήσεις που δεν συμβαίνουν σε άλλες δουλειές και πρέπει να τις εκτιμήσεις. Εγώ περνούσα μεγάλη κρίση, με τυράννησε για μεγάλο διάστημα το αν αξίζω να ανήκω σε αυτό τον κόσμο – πίστευα ότι δεν αξίζω, ότι όλοι ήταν σπουδασμένοι, είχαν μια διαδρομή, είχαν περάσει από πολλά μονοπάτια για να φτάσουν εκεί που είναι κι εμένα μου ήρθαν τα πράγματα σχετικά εύκολα. Αυτή η εσωτερική κρίση μού έδωσε ερεθίσματα, άρχισα να εξελίσσομαι, να βλέπω, να διαβάζω, κάτι που κάνει η ίδια η τέχνη στους ανθρώπους, γιατί είναι μια σπουδή από μόνη της, η μεγαλύτερη και πιο μεταμορφωτική για έναν άνθρωπο, πέρα από το επίσης σημαντικό ψυχαναλυτικό κομμάτι της.
• Υπήρξε ένα διάστημα, μετά την Οπερέτα, που αντιμετώπισα θέματα υγείας, με την καρδιά μου, έκανα επέμβαση, και ένα από τα ερωτήματα ήταν αν θα μπορέσω να συνεχίσω στο θέατρο. Ο Καραθάνος και όλη αυτή η οικογένεια που γνώρισα στο θέατρο υπήρξαν πολύ υποστηρικτικοί. Ο Νίκος έλεγε «θα παίξεις ακόμα και με οξυγόνο». Κι έτσι συνεχίσαμε, μετά με τη Λένα Κιτσοπούλου και τώρα με τον Μάριο Μπανούσι σε αυτή την καταπληκτική εμπειρία, σε ένα υπέροχο έργο και μια πολύ καλή συνεργασία, γιατί αυτές μετράνε στο τέλος.
• Νομίζω ότι έχω αφήσει πια τον εαυτό μου πιο ελεύθερο, δεν ντρέπομαι όσο παλιότερα και μπορώ κάπως, δειλά ακόμα, να πω «είμαι ηθοποιός». Δεν ήταν εύκολη η διαδικασία να συμφιλιωθώ με την ιδέα, αλλά δεν είμαι ψώνιο, πληρώνομαι για τη δουλειά μου, είμαι επαγγελματίας, συνεπής και πατάω στα πόδια μου, κάτι που έχω από την οικογένειά μου, που είχε και τα δυο παιδιά γειωμένα μέχρι αηδίας.
• Η καθημερινότητα σε μια πόλη σαν την Αθήνα για ένα άτομο σαν εμένα ή που έχει αναπηρία οποιουδήποτε είδους δεν είναι ακατόρθωτη, αν έχεις θέληση, αλλά είναι δύσκολη. Οφείλεις να έχεις πρόγραμμα για να μπορείς να αντεπεξέλθεις. Οτιδήποτε κάνεις πρέπει να γίνεται με οργάνωση, δεν είσαι ελεύθερος, δεν μπορείς αυθόρμητα να πεις «φεύγω τώρα και θα πάω εκεί», τουλάχιστον ένα άτομο με τη δική μου αναπηρία. Και εγώ και ο Αντρέας οδηγούμε, έχουμε και ηλεκτροκίνητα σκουτεράκια γιατί θέλουμε να μπορούμε να φτάνουμε παντού. Πρέπει να είσαι ενημερωμένος, να έχει ξεκολλήσει το μυαλό σου από την ιδέα της αναπηρίας, να μην ντρέπεσαι επειδή χρειάζεσαι αμαξίδιο ή πατερίτσα. Οτιδήποτε μπορεί να με βοηθήσει, αν το κράτος μπορούσε να μου το παρέχει, θα ήταν πολύ ωραίο. Δυστυχώς, δεν ζούμε σε ευνομούμενο κράτος, οπότε παλεύεις μόνος σου για την αξιοπρέπεια σου και για να ζεις και να κάνεις αυτά που θες και αγαπάς.


• Οι άνθρωποι είναι κατά κανόνα φιλικοί. Ωστόσο και ο Αντρέας και εγώ προσπαθούμε να είμαστε αυτόνομοι. Και από τότε που μπήκε η τεχνολογία στη ζωή μας την εκμεταλλευόμαστε στο 100%. Ό,τι μπορώ να γλιτώσω από κόπο το κάνω, δεν θέλω να κάνω τη ζωή μου πιο δύσκολη. Νομίζω ότι όποιος έχει αναπηρία πρέπει να εξελιχθεί στο κομμάτι της τεχνολογίας γιατί είμαστε πολύ πίσω. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι που δεν χρησιμοποιούν σωστά ούτε τα κινητά τους, αλλά πρέπει να μάθουν να αξιοποιούν πράγματα που μπορεί να τους ωφελήσουν από τη συνάντηση της αναπηρίας με την τεχνολογία. Το θέμα είναι να θέλεις να κάνεις πράγματα και να μη μένεις κλεισμένος σε ένα σπίτι, απομονωμένος, χωρίς εμπειρία και στην ουσία χωρίς να ζεις κανονικά.

• Εγώ ανήκω στις μη χαρακτηρισμένες αναπηρίες. Οι άνθρωποι που έχουν νανισμό, αν και έχουν πολύ σοβαρά παρελκόμενα προβλήματα, σκελετικά, καρδιολογικά, αναπνευστικά, δεν θεωρούνται ανάπηροι. Το κράτος θα έπρεπε να βλέπει τον νανισμό όπως βλέπει την παραπληγία, εμένα αυτή είναι η θεώρησή μου. Είναι σύνηθες να βλέπεις ανθρώπους να τυραννιούνται και, δυστυχώς, λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού, τα άτομα αυτά δεν έχουν πάει σχολείο, οπότε λείπει η μόρφωση, δεν έχουν αναπτύξει την ικανότητα να βρίσκουν διόδους. Λειτουργικός είσαι αν πάρεις βοήθεια και τη βοήθεια θα την έδινε το κράτος. Εγώ είμαι 45 ετών και δεν έχω πάρει ένα ευρώ. Αντικειμενικά, τα προβλήματα που έχουμε σε κάθε ηλικία είναι πολύ σοβαρά. Δεν σε αφομοιώνει η κοινωνία, δεν μπορείς να δουλέψεις, υπάρχουν εμπόδια. Δυστυχώς, είμαστε στο 2025 και οι άνθρωποι που έχουν αναπηρίες ζουν και υποστηρίζονται από τις οικογένειές τους, όσο υπάρχουν. Δυστυχώς, δεν μας επιτρέπεται να είμαστε αυτόνομοι και αξιοπρεπείς.
• Ακούμε τα τελευταία χρόνια λέξεις όπως συμπερίληψη και ορατότητα. Δεν θα έπρεπε καν να τα συζητάμε αυτά, γιατί τα αυτονόητα δεν τα συζητάς. Για να μην είμαστε γκρινιάρηδες, και μόνο το γεγονός ότι ανοίγει συζήτηση στην κοινωνία για κάτι σημαίνει ότι κάποτε θα φτάσουμε στον πυρήνα.
• Αν κάτι με ευχαριστεί, είναι να βλέπω ανθρώπους να ενεργούν για το καλό του άλλου, αγαλλιάζει η ψυχή μου όταν το βλέπω να συμβαίνει αυτό. Είναι ένα χάρισμα και όποιος το έχει, φαίνεται, ακτινοβολεί. Αυτό που με προσβάλλει περισσότερο είναι να θέλουν μέσα από μένα να δώσουν κουράγιο στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη που μέσα του βλέπουν την ανωτερότητά τους και μέσα από τη δική μου ζωή να παίρνουν κουράγιο για να νιώσουν καλύτερα. Δεν θέλω να με θαυμάζει κανένας. Γνώρισέ με και αν σου κάνω σαν άνθρωπος, εκτίμησέ με, αυτό θέλω.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.