Κωμικός κοσμαγάπητος, εκ του Saturday Night Live προερχόμενος, αρκετά ιδιόρρυθμος ως προσωπικότητα και ένας από τους άξιους εκπροσώπους της μεγάλης των cool σχολής. Οι καβγάδες του Μπιλ Μάρεϊ στα γυρίσματα ταινιών σε νεαρότερη ηλικία και η αντίδρασή του το 2004, όταν έχασε το Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου από τον Σον Πεν και δεν χειροκρότησε, του στερούν μεν αρκετούς πόντους «coolαμάρας», όμως έχει μαλακώσει με τα χρόνια.
Δεν έχουν μείνει, άλλωστε, και πολύ «δροσεροί» εκεί έξω. Αυτή η ζηλευτή συνομοταξία σταρ ολοένα και μικραίνει σε μέγεθος, ειδικά μετά τη δυσαναπλήρωτη απώλεια του Ρότζερ Μουρ.
Πολλά τα περιστατικά και οι ιστορίες που κατέστησαν τον Μπιλ Μάρεϊ φιγούρα αγαπητή και τον ενέταξαν στην ως άνω κατηγορία. Είναι ο τύπος που θα μπει τυχαία σε ένα μπαρ και θα τραγουδήσει καραόκε μαζί με τους φαν του, θα κάνει photobombing σε φωτογραφίες περαστικών στον δρόμο, θα εισβάλει ακόμα και σε γαμήλια τελετή αγνώστων για να ευχηθεί.
Λέγεται πως στα '90s πήγε πίσω από μια γυναίκα στον δρόμο και της έκλεισε τα μάτια, βάζοντάς τη να μαντέψει ποιος είναι. Όταν εκείνη γύρισε και συνειδητοποίησε έκπληκτη πως είχε απέναντί της τον Μπιλ Μάρεϊ, αυτός την κοίταξε σοβαρά και της είπε «θα λες στους φίλους σου ό,τι συνέβη, αλλά κανείς δεν θα σε πιστεύει» κι έπειτα την άφησε σύξυλη.
Είναι ένας από τους ελάχιστους ηθοποιούς που δεν έχουν ατζέντη κι έτσι, για να επικοινωνήσουν μαζί του οι σκηνοθέτες και οι casting agents, αφήνουν μηνύματα στον τηλεφωνητή του, τα οποία ακούει αραιά και πού. Η πρακτική αυτή του έχει στοιχίσει αρκετούς σημαντικούς ρόλους, πολύ που σκοτίστηκε όμως − επειδή είναι ο Μπιλ Μάρεϊ.
Και είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικό να ξέρεις ότι βρίσκεται κάπου εκεί έξω, στήνοντας ευφάνταστες φάρσες σε περαστικούς και διασκεδάζοντας με τη διασημότητά του, χωρίς να την παίρνει στα σοβαρά. Σε βοηθά λίγο να δεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής, εκείνη για την οποία τραγουδούσαν οι Μόντι Πάιθον στο «Life of Brian».
Πέντε ταινίες-σταθμοί στην καριέρα του
Ένας άγραφος κανόνας της κοινότητας των κριτικών λέει πως κάθε ταινία ανεβαίνει μισό αστεράκι αν εμφανίζεται σε αυτήν ο Μπιλ Μάρεϊ. Ατακαδόρος ολκής και ως εκ τούτου ιδιαίτερα χρήσιμος αν αφεθεί να αυτοσχεδιάσει, ο δημοφιλής κωμικός έχει αναβαθμίσει με την ολιγόλεπτη παρουσία του ουκ ολίγες ταινίες της Έβδομης Τέχνης.
Εμείς όμως θα αναφερθούμε σε πέντε κομβικές ταινίες της φιλμογραφίας του, όπου έχει βασικό ρόλο και τις οποίες θα μπορούσες να δείξεις σε κάποιον για να του απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος είναι ο Μπιλ Μάρεϊ και τι ακριβώς είναι αυτό που κάνει».
Ghostbusters
(1985)
του Άιβαν Ράιτμαν
Την κωμική του στόφα ο Μάρεϊ την είχε αποδείξει ήδη σε ταινίες όπως τα «Μεζεδάκια» ή το «Stripes», αμφότερες σε σκηνοθεσία του Άιβαν Ράιτμαν. Η τρίτη του συνεργασία με τον Καναδό σκηνοθέτη θα είναι και η φαρμακερή, καθώς θα τον καταστήσει δημοφιλή πέρα από τα σύνορα των ΗΠΑ.
Μπορεί το έξοχο δείγμα κωμωδίας και τρόμου των «Ghostbusters» να στηρίζεται στη συνεργασία και στη συλλογικότητα, MVP του φιλμ όμως είναι ο Πίτερ Βένκμαν του Μάρεϊ, με τον οποίο ο τελευταίος θα καθιερώσει την κωμική του περσόνα.
Οι ήρωες του Μάρεϊ είναι στριφνοί, έτοιμοι να στολίσουν με καυστικό χιούμορ οποιονδήποτε βρεθεί στο διάβα τους. Θεωρούν, δε, ότι είναι πιο έξυπνοι από τους άλλους και ότι θα καταφέρουν να υπερκεράσουν οποιαδήποτε δυσκολία, συχνά όμως διαψεύδονται και στα δύο.
Ο Μάρεϊ εντάσσει μια συστολή στο παίξιμό του, σαν ο ήρωας να αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτής της διάψευσης, αλλά συνεχίζει να συμπεριφέρεται έτσι, θεωρώντας πως αν λυγίσει, η διάψευση θα έρθει γρηγορότερα κι ευκολότερα. Αυτό καθιστά οικείους τους υπό άλλες συνθήκες αντιπαθείς ήρωές του –βοηθά και μια υποψία χαμόγελου μόνιμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο– και δίνει στην περφόρμανς του στοιχεία μοντερνισμού, καθώς υποδύεται κάποιον που με τη σειρά του υποδύεται έναν άλλο.
Επιτέλους, τι θα γίνει με τον Μπομπ;
(What about Bob?, 1991)
του Φρανκ Οζ
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο Μάρεϊ είναι εκπρόσωπος της μινιμαλιστικής κωμωδίας, προτιμά να παίζει straight-faced, με τους μυς τους προσώπου του να κάνουν τις λιγότερες δυνατές κινήσεις.
Στο «What about Bob?» υποδύεται έναν ασθενή που κάνει τη ζωή δύσκολη στον ψυχαναλυτή του (Ρίτσαρντ Ντρέιφους) και αποδεικνύει πως μπορεί με ευκολία να παίξει και έξω από την ασφάλεια της μανιέρας του. Σωματοποιεί τις μυριάδες νευρώσεις του ήρωά του, που πιστεύει πως οτιδήποτε στο περιβάλλον γύρω του είναι φτιαγμένο για να του κάνει κακό, εφευρίσκει ένα νέο τικ σχεδόν σε κάθε σκηνή, κι αυτά χωρίς ποτέ να σου δίνει την αίσθηση πως αστειεύεται.
Η ταινία είναι μια φαρσοκωμωδία που λειτουργεί αποκλειστικά σε πρώτο επίπεδο, δεν έχει τίποτα να καταθέσει πάνω στην ψυχανάλυση, ενώ ο Χάρολντ Ρέιμις, κολλητός του Μάρεϊ, θα χρησιμοποιήσει μερικά χρόνια μετά την ιδέα του ασθενή που «φορτώνεται» στον γιατρό του με πολύ καλύτερα αποτελέσματα στο «Ανάλυσέ το». Μολαταύτα, η εμφάνιση του Μάρεϊ εδώ είναι, πιθανότατα, η πιο αστεία της καριέρας του.
H Μέρα της Μαρμότας
(Groundhog Day, 1993)
του Χάρολντ Ρέιμις
Έχει καταντήσει βαρετό κλισέ να γράφεις για το πόσο «επίκαιρο» είναι ένα έργο, έχει χάσει τη σημασία του ο όρος από την κατάχρηση, έλα όμως που για τον σημερινό θεατή η «Μέρα της Μαρμότας» μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα απ' ό,τι για εκείνον του '90.
Βλέπεις, στο πρόσωπο του Φιλ, του μετεωρολόγου που ζει ξανά και ξανά την ίδια μέρα, ενσαρκώνεται ένας από τους χειρότερους φόβους του κυρίαρχου ανθρωπότυπου, που ανά πάσα στιγμή σκέφτεται το επόμενο κλικ, το επόμενο status, το επόμενο like, το επόμενο πήδημα, την επόμενη προαγωγή, το επόμενο gadget, την επόμενη μέρα: η πιθανότητα να χρειαστεί να ζήσει στο παρόν.
Δεν είναι όμως καταγγελτικός ο στόχος αυτής της αλλόκοτης συνωμοσίας του σύμπαντος που σκαρφίστηκε ο Χάρολντ Ρέιμις αλλά παιδευτικός. Υπό αυτή την έννοια η ταινία του είναι πιο κοντά στο σινεμά του Φρανκ Κάπρα. Εκφράζει, ταυτόχρονα, και την ενδόμυχη ανάγκη του ήρωα να ζήσει (σ)το παρόν, κάτι που θα πρέπει να ανακαλύψει μόνος του.
Κι αυτή είναι μόνο μία πτυχή μιας ταινίας που αναφέρεται στην αντίληψη του χρόνου, στον έρωτα και στη δυναμική του και θέλει, χωρίς μεγαλοστομίες, να δείξει τον δρόμο για τη βελτίωση του κόσμου, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την αυτοβελτίωση. Για να ξεφύγει από τη λούπα στην οποία έχει εγκλωβιστεί ο ήρωας –και ο θεατής;−, πρέπει πρώτα να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Και είναι η ατρόμητη ερμηνεία του Μάρεϊ, ο οποίος βυθίζεται στον εγωκεντρισμό του χαρακτήρα δίχως να φοβάται μήπως γίνει αντιπαθής, που καθιστά τον μεταγενέστερο εξανθρωπισμό του Φιλ πιστευτό, επειδή έτσι φαίνεται να κερδήθηκε πιο δύσκολα.
Πρόκειται για την κορωνίδα της φιλμογραφίας του Αμερικανού κωμικού και για μία από τις ωραιότερες ταινίες των '90s.
Ο Αρχάριος
(Rushmore, 1997)
του Γουές Άντερσον
Τo «Rushmore» είναι μόλις η δεύτερη ταινία του Γουές Άντερσον κι όμως, παρά τον μειωμένο προϋπολογισμό, θα βρεις ψήγματα του φιλμικού του σύμπαντος όπως το έχουμε στο μυαλό μας σήμερα, με τους αντισυμβατικούς ήρωες, τους ενήλικες που συμπεριφέρονται σαν παιδιά, τις κινήσεις του φακού σε ευθεία γραμμή, τον φετιχισμό με τα αντικείμενα, τη λαγνεία του ρετρό, τη συμμετρία του κάδρου και τη μέριμνα για ό,τι βρίσκεται μέσα σε αυτό, μια αρετή που, δυστυχώς, ολοένα εκλείπει από το σύγχρονο σινεμά.
Κεντρικός ήρωας μπορεί να είναι ο Μαξ Φίσερ, ένας αλλοπρόσαλλος, μα δημοφιλής δεκαπεντάχρονος μαθητής σε ιδιωτικό σχολείο που ερωτεύεται τη δασκάλα του, μα την παράσταση κλέβει ο βιομήχανος του Μπιλ Μάρεϊ, πατέρας παιδιού που φοιτά στο ίδιο σχολείο και ερωτικός αντίζηλος του Μαξ.
Γι' ακόμα μία φορά ο Μάρεϊ επιλέγει να υποδυθεί έναν εκ πρώτης όψεως αντιπαθητικό χαρακτήρα. Με τις κινήσεις του σώματός του όμως και τον τρόπο που εκφέρει τις ατάκες του θα βρεις στις ενέργειές του μια παιδιάστικη εμμονή, καθώς και μια συγκρατημένη απελπισία στο βλέμμα, γνώριμη στους απανταχού ερωτοχτυπημένους αρσενικούς.
Έτσι, η «καρικατούρα» του Γουές Άντερσον αποκτά ανθρώπινα στοιχεία, γιατί εντοπίζεται σε αυτήν μια οικεία αλήθεια της αρσενικής ψυχοσύνθεσης: σε επίπεδο ερωτικού ανταγωνισμού η ανάπτυξή μας πρέπει να σταματά εκεί γύρω στα δεκαπέντε.
Όχι τυχαία, μετά από αυτή του την εμφάνιση ο Μπιλ Μάρεϊ θα γίνει κάτι σαν φυλαχτό για τον Γουές Άντερσον, ο οποίος θα τον χρησιμοποιήσει σε όλες τις επόμενες δουλειές του.
Χαμένοι στη μετάφρασή
(Lost in translation, 2003)
της Σοφία Κόπολα
Υπάρχουν ταινίες που θέλουν να αφηγηθούν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος ίσως όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά, όπως έλεγε ο Γκοντάρ−, υπάρχουν και ταινίες που θέλουν να πραγματευτούν και να διαδώσουν ιδέες.
Υπάρχουν, πάλι, κι εκείνες οι ταινίες που θέλουν να μιλήσουν για μια αίσθηση, να την επεξεργαστούν και να τη μεταφέρουν με κινηματογραφικούς όρους, ταινίες δηλαδή που απευθύνονται όχι τόσο στο θυμικό όσο στα συναισθήματα στην αγνότερή τους μορφή. Δεν θέλουν να τις σκεφτείς, θέλουν να τις νιώσεις.
Μια τέτοια ταινία είναι η «Μετάφραση» της Κόπολα, που πραγματεύεται την αίσθηση του να μην ανήκεις πουθενά και να μην μπορείς να εξωτερικεύσεις τα όσα σημαντικά (ή μη) συμβαίνουν εσωτερικά, καθώς και την επιγενόμενη ανάγκη για επικοινωνία. Και υπάρχει, άραγε, καλύτερος εκφραστής αυτής της ανάγκης από έναν κωμικό;
Σκέψου το λίγο. Οι κωμικοί παλεύουν να κάνουν τους άλλους να γελάσουν, μετατρέποντας τα βάσανά τους σε κωμωδία, εκθέτουν τον εαυτό τους μέσα από το χιούμορ, θαρρώντας πως έτσι θα επουλωθούν οι πληγές, πιστεύοντας πως αν ο κόσμος γύρω τους περνά καλά, ίσως αυτή η ευφορία μεταδοθεί και στους ίδιους.
Με τέτοια φυσικότητα μεταδίδει τη μελαγχολία του ήρωα ο Μάρεϊ, με τέτοια υπόκωφη ένταση τον πόθο του για επικοινωνία, που απορείς αν χρειάστηκε να υποδυθεί στην ταινία.
Και, βέβαια, επικοινωνία δεν είναι μόνο η γλώσσα. Μπορεί να είναι ένα βλέμμα την ώρα που «σκοτώνεις» στο καραόκε μια μεγάλη επιτυχία του Μπράιαν Φέρι, μια εμφατική σιωπή στο ασανσέρ, η ευλογία μιας από κοινού παρακολούθησης της φελινικής «Ντόλτσε Βίτα», έστω και με γιαπωνέζικους υπότιτλους (!), ένα φευγαλέο φιλί, ένας ψίθυρος μέσα στο πλήθος μακριά από τα αδιάκριτα αυτιά εκείνων που δεν αφορά – κάποια πράγματα μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να τα ξεκλειδώσει και σε εκείνον πρέπει να εξομολογηθούν.
Αν η Σάρλοτ και ο Μπομπ είναι μαζί τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν το ξέρω, αν και μου αρέσει να τους φαντάζομαι έτσι. Κι έτσι να μην είναι, φαντάζομαι πως νιώθουν ευλογημένοι που «χάθηκαν» για λίγο μαζί, που διασκέδασαν την ανάγκη τους να «μεταφράσουν» και να «μεταφραστούν».
Κι εμείς με τη σειρά μας νιώθουμε ευλογημένοι που σε πρώιμο στάδιο της καριέρας της η Σοφία Κόπολα έκανε ένα έργο τόσο ώριμο, επιλέγοντας τους κατάλληλους ανθρώπους, τη Σκάρλετ Γιόχανσον και τον Μπιλ Μάρεϊ.
Πέντε χαρακτηριστικές ατάκες του
• Όσο πιο ήρεμος είσαι, τόσο πιο καλός είσαι σε όλα. Είσαι πιο καλός με τους αγαπημένους σου, πιο καλός με τους εχθρούς σου, πιο καλός στη δουλειά σου και πιο καλός με τον εαυτό σου.
• Αν είσαι με κάποιον άνθρωπο που θεωρείς πως είναι ο Ένας και Μοναδικός, μην εφησυχάσεις και πεις «ωραία, ας κλείσουμε μια ημερομηνία και ας οργανώσουμε τη γαμήλια τελετή». Κλείσε εισιτήρια και ταξίδεψε μαζί του. Πηγαίνετε σε μέρη που είναι δύσκολο να φτάσεις και δύσκολο να φύγεις. Αν κατά τον γυρισμό είστε ακόμα αγαπημένοι, τότε, ναι, παντρευτείτε ακόμα και στο αεροδρόμιο.
• Είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης. Είναι δύσκολο να είσαι οτιδήποτε. Γενικά, είναι δύσκολο να είσαι.
• Ό,τι κι αν κάνεις, να δίνεις πάντα το 100%. Εκτός κι αν δίνεις αίμα.
• H κοινή λογική είναι σαν το αποσμητικό. Οι άνθρωποι που το χρειάζονται περισσότερο, δεν το χρησιμοποιούν σχεδόν ποτέ.