Τον Οκτώβριο του 1993, όταν ο Αλεξάντερ ΜακΚουίν έδειξε τη δεύτερη μόλις κολεξιόν του στη Λονδρέζικη Εβδομάδα Μόδας, τα μοντέλα, ντυμένα με ρούχα που έμοιαζαν βαμμένα με φρέσκο αίμα, περπατούσαν στην πασαρέλα με το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο επιδεικτικά προς το κοινό.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η χειρονομία συνοψίζει απόλυτα τη ζωή και τον θάνατό του.
Ο ΜακΚουίν δεν απέκτησε τυχαία το παρατσούκλι «ο χούλιγκαν της βρετανικής μόδας»: η πρώτη του κολεξιόν ήταν εμπνευσμένη από την ταινία Ο Ταξιτζής. Τα μοντέλα ήταν τυλιγμένα με σελοφάν και στυλιζαρισμένα για να μοιάζουν σαν κάποιος να τα είχε κακοποιήσει.
Οι κολεξιόν του με ρούχα σχεδόν επιθετικής θεατρικότητας είχαν τίτλους όπως «Νihilism» (μηδενισμός) ή «Ο βιασμός των Higlands» (πολιτικό σχόλιο για τον βιασμό της Σκωτίας από την Αγγλία) και ήταν άκρως «εγκεφαλικές» – συχνά φλερτάροντας με θέματα όπως ο σαδισμός, η γενοκτονία ή το AIDS.
Κι όμως, ο χαρακτηρισμός χούλιγκαν είναι από περιοριστικός έως προσβλητικός, όταν αναφέρεται κανείς σε έναν άνθρωπο με τόσο μεγάλο ταλέντο.
Τον έβλεπαν συχνά πυκνά να πλησιάζει με το ψαλίδι κάποιο ρούχο που είχαν μόλις φτιάξει για να το κόψει με χειρουργική ακρίβεια. «Μου αρέσει να κόβω πράγματα σε κομματάκια» παραδέχτηκε κάποτε.
Ο Λη Αλεξάντερ ΜακΚουίν (οι φίλοι του τον φώναζαν «Λη») ήταν ένα γνήσιο τέκνο της εργατικής αγγλικής τάξης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Stepney Green του Ανατολικού Λονδίνου σε μια οικογένεια έξι παιδιών. Ο πατέρας του ήταν ταξιτζής, ενώ η μητέρα του εργαζόταν ως δασκάλα.
«Ήμουν ο χαϊδεμένος της μητέρας μου, γι' αυτό μάλλον κατάντησα αδερφή», είπε σε μια συνέντευξή του το 1996. Η μητέρα του ΜακΚουίν ήταν ίσως ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του – ο θάνατός της, εξάλλου, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τον έσπρωξε να δώσει τέλος στη ζωή του.
Στα 16 του ο ΜακΚουίν έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος ράφτης πρώτα στην επιχείρηση Anderson & Sheppard και μετά στην Gieves & Hawkes. Και οι δυο επιχειρήσεις βρίσκονταν στην περίφημη Saville Row – τον θρυλικό δρόμο του Λονδίνου όπου βρίσκονται τα παλαιότερα και καλύτερα ραφτάδικα για χειροποίητα αντρικά κουστούμια.
Ακολούθησαν μια δουλειά στην εταιρεία θεατρικών κουστουμιών Angels and Bermans και ένα πέρασμα από τον Ιταλό σχεδιαστή Romeo Gigli.
Το 1992 γράφτηκε στο μεταπτυχιακό του περίφημου Central Saint Martins – του μεγαλύτερου φυτωρίου ταλέντων της βρετανικής μόδας.
Η γνωριμία του με την περίφημη Isabella Blow, διευθύντρια μόδας περιοδικού «Tatler» και πασίγνωστη περσόνα της βρετανικής μόδας, ήταν καθοριστική.
Η Blow πήγε να δει μια επίδειξή του το 1994. «Απλώς παρακολουθούσα, όταν ξαφνικά σκέφτηκα "μου αρέσουν πολύ αυτά τα ρούχα, είναι φανταστικά". Ήταν το πατρόν τους και η κίνησή τους που με τράβηξαν».
Οι λέξεις «πατρόν» και «τεχνική» είναι πολύ βασικές όταν διαβάζει κανείς για τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν. Η τεχνική του και η μαεστρία του στα πολύπλοκα πατρόν και κοψίματα –ίσως και λόγω της θητείας του στη Saville Row που απαιτούσε ακρίβεια– ήταν απαράμιλλη.
Όταν μετά από 3 χρόνια ανεξάρτητης πορείας προσελήφθη ως καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Givenchy, το προσωπικό τον παρομοίαζε με τον «Ψαλιδοχέρη». Τον έβλεπαν συχνά πυκνά να πλησιάζει με το ψαλίδι κάποιο ρούχο που είχαν μόλις φτιάξει για να το κόψει με χειρουργική ακρίβεια.
«Μου αρέσει να κόβω πράγματα σε κομματάκια» παραδέχτηκε κάποτε. Εξάλλου, ανέπτυξε ένα χαρακτηριστικό στυλ – τα ρούχα του ήταν σχεδόν αιχμηρά, με τονισμένους ώμους και πέτα.
Η συνεργασία του με τον οίκο Givenchy, πάντως, ήταν, κατά γενική ομολογία, μια αποτυχία. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε ως «ένα μεγάλο λάθος», ενώ ισχυριζόταν ότι, δουλεύοντας για τον οίκο, καταπίεζε τη δημιουργικότητά του και ότι του ήταν αδύνατο να σχεδιάζει 6 κολεξιόν τον χρόνο.
Παρ' όλα αυτά, η θέση του στον οίκο Givenchy τον βοήθησε να χτίσει το όνομά του, ενώ του έδωσε την οικονομική άνεση να καθιερώσει τη δική του συλλογή με μεγάλη επιτυχία.
Το 2000, μάλιστα, πούλησε το 51% της δικής του επιχείρησης στoν όμιλο Gucci για 80 εκατομμύρια δολάρια, ενώ έβγαλε και μια πιο φτηνή σειρά ρούχων με τίτλο «ΜcQ».
Στην προσωπική του ζωή ο ΜακΚουίν ήταν ανοιχτά γκέι, ενώ το 2000 «παντρεύτηκε» σε μια ανεπίσημη τελετή, σε ένα γιοτ, έξω από την Ίμπιζα τον σύντροφό του George Forsyth, σε έναν γάμο που δεν κράτησε.
Ο θάνατος της μητέρας του στις 2 Φεβρουαρίου 2010 τον επηρέασε βαθύτατα. Είχε προηγηθεί η αυτοκτονία της καλύτερής του φίλης Isabella Blow, το 2007.
Στις 11 Φεβρουαρίου, μόλις 9 μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του, κρεμάστηκε στο σπίτι του. Ήταν μόλις 40 ετών.
Σε μια συνέντευξη που του είχε πάρει η μητέρα του για λογαριασμό της εφημερίδας «Guardian», τον είχε ρωτήσει τι φοβάται πιο πολύ στη ζωή. «Να πεθάνω πριν από σένα», αποκρίθηκε.
Όπως είπε και ο φίλος του, ο σχεδιαστής καπέλων Philip Treacy: «Η δημιουργικότητα είναι ένα πολύ εύθραυστο πράγμα και ο Λη ήταν πολύ εύθραυστος».
— Δέσποινα Τριβόλη
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.7.2010