Οι θόρυβοι σβήνουν και το μυαλό μου βυθίζεται εντελώς σε αυτό το παιχνίδι φωτός και σκότους, ιδιωτικού και δημοσίου, ιερού και πρόστυχου, στο οποίο ο Καραβάτζιο έχει την ικανότητα να μας εμπλέκει στο λεπτό. Ενα αγόρι μισοξαπλωμένο, σχεδόν υποβασταζόμενο από τον λαιμό ενός τράγου, κοιτάει κατευθείαν προς τους θεατές με ένα αινιγματικά παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής του Καραβάτζιο. Δεν υπάρχει τίποτα στον πίνακα που να συμβολίζει την αγιότητά του... ούτε σταυρός, ούτε δερμάτινη ζώνη, μόνο ένα μικρό κομμάτι από δέρμα καμήλας μπλεγμένο ανάμεσα στις πληθωρικές πτυχές της κόκκινης κουβέρτας (αντικείμενο προφανώς από το στούντιο του Καραβάτζιο) που κείτεται στα πόδια του μικρού και του τράγου.
Αντίθετα με τους κανόνες και τον τρόπο της εποχής που θέλει τον Βαπτιστή εικονογραφημένο είτε ως βρέφος μαζί με τον Ιησού είτε ως ενήλικα να βαπτίζει τον Ιησού, ο Καραβάτζιο επιλέγει να κάνει το πορτρέτο ενός πραγματικού ανθρώπου που τον γνωρίζει πολύ καλά, ενός ζωντανού γελαστού αγοριού, του βοηθού του Cecco. Παρόλο που αυτό δεν είναι καθόλου σύνηθες για την εποχή, το πορτρέτο δεν βρίσκεται «τυπικά» μακριά από την ιστορία που θέλει τον Βαπτιστή (κατά Λουκά) «ένα παιδί που με γάλωσε και δυνάμωσε το πνεύμα του στις ερήμους μέχρι την ημέρα της επίσημης «εμφάνισής» του στο Ισραήλ.
Ατίθαση προσωπικότητα όπως ήταν, χωρίς να σκαλώνει πραγματικά πουθενά, ο Καραβάτζιο πρότεινε μέσα από τα έργα του μια καινούργια μορφή ρεαλισμού που κλόνισε ουσιαστικά την εκκλησιαστική εξουσία.
Για 85 λοιπόν σκούντι (ένα εξευτελιστικά χαμηλό ποσό, λόγω του ότι ο πίνακας θα περιείχε μόνο μια ανθρώπινη φιγούρα), πραγματοποιείται αυτό το αριστούργημα, το οποίο περιέχει -συμπυκνωμένα – όχι μόνο το νόημα της πολύπλοκης καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του Καραβάτζιο, αλλά και έναν ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό -για την εποχή- της ζωγραφικής. Μια πρώιμη προσπάθεια μετατόπισης του μέσου από απλή αναπαράσταση σε μια προσωπική έκφραση που εν δυνάμει μπορεί να περιέχει (και να ασκήσει) το βίαιο και κυρίως αδάμαστο καλλιτεχνικό δικαίωμα για υποκειμενικές ερμηνείες.
Ατίθαση προσωπικότητα όπως ήταν, χωρίς να σκαλώνει πραγματικά πουθενά, ο Καραβάτζιο πρότεινε μέσα από τα έργα του μια καινούργια μορφή ρεαλισμού που κλόνισε ουσιαστικά την εκκλησιαστική εξουσία. Χρησιμοποιώντας ως μοντέλα για την αναπαράσταση αγίων καθημερινούς ανθρώπους, συχνά εξαθλιωμένους, φτωχούς και ταπεινούς χαρακτήρες ή ακόμη κορίτσια «ελαφρών ηθών», αλήτες από τον δρόμο και ανήμπορους άστεγους γέρους και γριές με λιγοστά μαλλιά και χαραγμένα από τον πόνο πρόσωπα, δικαιωματικά εξανθρωπίζει την πίστη (σε μια απόμακρη αλώβητη ουτοπία όπως αυτή του Χριστιανισμού) και απελευθερώνει τη ζωγραφική από την εικονογραφική αναπαράσταση. Ταυτόχρονα μέσα από τη θεατρική χρήση του «ζωγραφικού» φωτός ανυψώνει τα μοντέλα του (μέσα στους ρόλους που υποδύονται) σε μια εξωπραγματική διάσταση, γεμάτη πάθος, που σχεδόν δεν αντέχεται, συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο τους δύο πόλους της Αναγέννησης, τον «αισθησιασμό» και τη «θρησκευτικότα». Πραγματικό και αλλόκοσμο, ταπεινό και ιερό, ιδιωτικό και δημόσιο συνυπάρχουν στα έργα του όπως και στην καθημερινή ζωή εξάλλου.
Η ζωή του Καραβάτζιο είναι αλληλένδετη με το έργο του... ακόμα και αυτό φαινομενικά γίνεται για «ιερό» σκοπό. Μέσα από τα αριστουργήματά του έδειξε μια τρομερή ικανότητα να απορροφά τα πλέον διαφορετικά και ζωτικά στοιχεία της πολύπλοκης ανθρώπινης κουλτούρας, τα οποία μαζί με τη μοναδική ζωγραφική δεξιοτεχνία του δημιούργησαν μια ουσιαστική καμπή στην πορεία της Τέχνης... του πολιτισμού; Όπως πολλοί άνθρωποι «καταραμένοι να ανησυχούν διαρκώς», πέθανε μόνος του, κυνηγημένος, σε μια παραθαλάσσια ακτή.
Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στo 21o τεύχος της LiFO με αφορμή την έκθεση «Καραβάτζιο και 17ος αιώνας» που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το 2006.
σχόλια