ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ χρονικού αποπροσανατολισμού που βιώνει η ανθρωπότητα λόγω της πανδημικής συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου που ξεκίνησε πριν από μερικές μέρες, με ένα χρόνο καθυστέρηση, να διεξάγεται απ’ άκρη σ’ άκρη (κυριολεκτικά) στην Ευρώπη, δεν λέγεται Euro 2021 αλλά 2020. Και οι δύο εκδοχές πάντως κυκλοφορούν ισότιμα σχεδόν στις μηχανές αναζήτησης, γεγονός που εξηγεί γιατί στα περισσότερα ενημερωτικά μέσα ανά τον πλανήτη είναι διαθέσιμα και τα δύο tags. Τι ’20, τι ’21, θα πει κανείς, εκεί θα κολλήσουμε τώρα; Η ουσία είναι ότι συμβαίνει και μάλιστα με κόσμο στα γήπεδα, κατάσταση που τον περασμένο Ιούνιο φάνταζε εξαιρετικά απόμακρη.
Το γεγονός ότι στην παρούσα συγκυρία, η οποία παραμένει κρίσιμη, διεξάγεται για πρώτη φορά όχι σε μία αλλά σε έντεκα διαφορετικές χώρες (ενώ λογικά οι συνθήκες θα υπαγόρευαν ακριβώς το αντίθετο), εντείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση ότι παρακολουθούμε το πιο περίεργο Euro όλων των εποχών. Όχι ότι θυμάται και κανείς στην πραγματικότητα τις διοργανώσεις πριν από το 1984 ας πούμε, άντε το 1980 όταν και έκανε το ντεμπούτο της στα τελικά του θεσμού η απούσα φέτος Εθνική Ελλάδος. Ήταν η πρώτη διοργάνωση με 8 ομάδες (μέχρι τότε έπαιζαν μόνο τέσσερις), είκοσι χρόνια μετά την έναρξή του θεσμού. Στην πορεία έγιναν 16, καθώς η Ευρώπη γέμιζε με νέα κράτη, ενώ στην τελική φάση του «αναβαθμισμένου» φετινού/ περσινού Euro συμμετέχουν 24 χώρες.
Ωραίο θα ήταν να επιστεγαστεί αυτή η πολλαπλώς ιδιαίτερη διοργάνωση με κάποια συνταρακτική έκπληξη ανάλογη με τον θρίαμβο της Δανίας το 1992 ή της Ελλάδας το 2004, μοιάζει όμως όλο και πιο δύσκολη η ηρωική επικράτηση ενός ταπεινού αουτσάιντερ απέναντι σε μεγαθήρια που παράγουν στα φυτώριά τους όλο και περισσότερα ταλέντα πρώτης γραμμής.
H UEFA είχε βάλει σκοπό να γιορτάσει (πέρσι) τα 60 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση του θεσμού με ένα πανευρωπαϊκό road trip, ικανοποιώντας συγχρόνως και ένα ευρύτερο γεωπολιτικά πελατολόγιο, και καμιά πανδημία δεν μπορούσε να της ματαιώσει οριστικά τα σχέδια.
Από την άλλη, όσο να’ ναι μοιάζει λίγο ελπιδοφόρα αυτή η κινητικότητα μετά από τόσο αυστηρό περιορισμό εντός συνόρων (συνοικίας, πόλης, περιφέρειας, χώρας), σα να ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί με τις ομάδες και τους οπαδούς, από το Λονδίνο στην Αγία Πετρούπολη, από την Ρώμη στο Άμστερνταμ κι από τη Σεβίλλη στο Μπακού. Κάθε πόλη βεβαίως με το δικό της υγειονομικό πρωτόκολλο, όσον αφορά τον επιτρεπόμενο αριθμό θεατών στις κερκίδες – αλλού 25% της συνολικής χωρητικότητας, αλλού 50%, και 100% στην Ουγγαρία του Όρμπαν (ο οποίος έχει επενδύσει πολύ χρήμα στο ποδόσφαιρο) όπως διαπιστώσαμε στον αγώνα της με την Πορτογαλία που έγινε στη νεόδμητη «Πούσκας Αρένα» της Βουδαπέστης και μετά την λήξη του εκτυλίχθηκαν σκηνές αγνού φασιστικού μεγαλείου όταν οι παίκτες της ομάδας, παρά την ήττα (0-3), στάθηκαν προσοχή και τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο μαζί με τους 60.000 θεατές, προς μεγάλο ενθουσιασμό των δημοσιογράφων του ΑΝΤ1 που μετέδιδαν το παιχνίδι.
Κατά τ’ άλλα, παρακολουθούμε την κορύφωση μιας τάσης που έχει εκδηλωθεί εδώ και χρόνια στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις παράλληλα με το τρελό χρήμα, την βιομηχανοποιημένη παραγωγή ταλέντου και το γενικότερο καθεστώς διαρκούς gentrification στο χώρο του ποδοσφαίρου. Έχουν χαθεί προ πολλού τα διασκεδαστικά εθνικά χαρακτηριστικά και στερεότυπα μαζί με ένα χαρακτηριστικό στυλ παιχνιδιού με το οποίο είχαμε συνδέσει κάθε χώρα. Λογικό, από την στιγμή που από τους 622 ποδοσφαιριστές που έχουν συμπεριληφθεί στις αποστολές των ομάδων, τουλάχιστον οι 175, σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Independent, θα μπορούσαν να φοράνε διαφορετικό εθνόσημο, αφού έχουν διπλή ή και τριπλή ιθαγένεια.
Ευτυχώς υπάρχουν πάντα οι γείτονές μας οι Βαλκάνιοι που κρατάνε ψηλά τα λάβαρα των εθνικών προκαταλήψεων και γίνεται πού και πού και κανένα παλιομοδίτικο τζέρτζελο φυλετικού/εθνικιστικού τύπου. Όπως στην περίπτωση του σερβικής καταγωγής (εκ πατρός) παίκτη της Αυστρίας, Μάρκο Αρναούτοβιτς, ο οποίος μετά το γκολ που πέτυχε στο νικηφόρο αγώνα κατά της Βόρειας Μακεδονίας, ξέσπασε σε σκληρά γαμοσταυρίδια εναντίον του αλβανικής καταγωγής αντιπάλου του, Εζγκιάν Αλιόσκι, και κινδυνεύει με αποκλεισμό από την διοργάνωση.
Ωραίο θα ήταν να επιστεγαστεί αυτή η πολλαπλώς ιδιαίτερη διοργάνωση με κάποια συνταρακτική έκπληξη ανάλογη με τον θρίαμβο της Δανίας το 1992 ή της Ελλάδας το 2004, μοιάζει όμως όλο και πιο δύσκολη η ηρωική επικράτηση ενός ταπεινού αουτσάιντερ απέναντι σε μεγαθήρια που παράγουν στα φυτώριά τους όλο και περισσότερα ταλέντα πρώτης γραμμής. Ποτέ δεν ξέρεις όμως. Το απρόβλεπτο, το σπάνιο και το τυχαίο είναι βαθιά ριζωμένα στη φύση του ποδοσφαίρου, όπως και η οικουμενική και κοινοτική του διάσταση που απογειώνεται και εξαπλώνεται μέσα από μια διοργάνωση σαν το Euro που, πέρα από τις όποιες δίκαιες ενστάσεις, έπρεπε να ξεκινήσει πρώτα για να καταλάβουμε πόσο πολύ το προσμέναμε.