ΦΤΗΝΑ ΤΗΝ ΕΙΧΑΜΕ ΓΛΙΤΩΣΕΙ τόσα χρόνια, επιδεικνύοντας μια σχετική ανοσία στην επιδημία των βιογραφιών – ειδικά των «μουσικών», που συχνά είναι και οι πιο προβληματικές – που κατακλύζουν εδώ και χρόνια τις μικρές και μεγάλες οθόνες του πλανήτη.
Σιγά-σιγά όμως η εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή πλημμύρισε από σειρές «εποχής» οπλισμένες με όλα τα σχετικά αξεσουάρ και φετίχ – «αυθεντική» αναπαράσταση εποχής στα όρια του νοσταλγικού πορνό, κομμώσεις, περούκες, σεμεδάκι και καφές στη χόβολη – ενώ η μεγάλη έως πρωτοφανής επιτυχία που γνώρισαν στις αίθουσες ταινίες όπως η «Ευτυχία» και (ακόμα περισσότερο) το «Υπάρχω», έχουν ανοίξει διάπλατο τον δρόμο για μια λιτανεία από «biopics» θρυλικών μορφών του ελληνικού πενταγράμμου.
Ήδη έχει ανακοινωθεί η παραγωγή ταινίας με θέμα τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα, δημιουργού της κινηματογραφικής «Φόνισσας», ενώ πριν μερικές μέρες αποκαλύφθηκε ότι βρίσκεται επίσης στα σκαριά ένα αντίστοιχο πρότζεκτ για τον Τόλη Βοσκόπουλο με πιθανούς πρωταγωνιστές – μετά ειδικά από την επιτυχία που γνώρισε ο Χρήστος Μάστορας ως Στέλιος Καζαντζίδης – διάσημους τραγουδιστές πίστας όπως ο Νίκος Βέρτης ή ο Κωνσταντίνος Αργυρός (οι ηθοποιοί κλέφτες θα γίνουν;).
Τώρα που το σκέφτομαι, ο ίδιος τίτλος («Χωρίς την έγκριση μου») θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις περισσότερες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές βιογραφίες αείμνηστων δημιουργών και ερμηνευτών που δεν μπορούν να εκφέρουν άποψη για το πορτρέτο τους στην οθόνη.
Άγνωστοι παραμένουν μέχρι στιγμής οι τίτλοι αυτών των δύο κινηματογραφικών βιογραφιών που θα μας απασχολήσουν (είτε το θέλουμε είτε όχι) στο άμεσο μέλλον, η δεύτερη πάντως θα μπορούσε να έχει τον τίτλο μιας βιογραφίας που είχε κυκλοφορήσει για τον Τόλη Βοσκόπουλο. «Χωρίς την έγκρισή μου» κατέληξε να λέγεται μετά από τις αντιδράσεις του τραγουδιστή, το βιβλίο που είχαν συγγράψει η αδελφή του Παναγιώτα Βοσκοπούλου και ο ανιψιός του Απόστολος Παστός στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η βιογραφία αυτή είχε αποσυρθεί αλλά επανακυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Βοσκόπουλου από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Μακελειό».
Τώρα που το σκέφτομαι, ο ίδιος τίτλος («Χωρίς την έγκριση μου») θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις περισσότερες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές βιογραφίες αείμνηστων δημιουργών και ερμηνευτών που δεν μπορούν να εκφέρουν άποψη για το πορτρέτο τους στην οθόνη.
Υποψιάζεται κανείς όμως ότι πιθανότατα δεν θα είχαν ιδιαίτερες ενστάσεις από τη στιγμή που κατά κανόνα πρόκειται για αγιογραφικές απεικονίσεις που συμπυκνώνουν μια διαδρομή ζωής σε μια στερεοτυπική συνήθως αφήγηση η οποία σπανίως επιχειρεί να αναδείξει τις πιο εσωτερικές, τις πιο σύνθετες, τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές μιας προσωπικότητας (ή ενός «φαινόμενου») και της πάντα παράξενης διαπλοκής της με το κοινό.
Είναι ένα ναρκοπέδιο τα biopics, ακόμα και τα πιο «έγκριτα». Όσο καλός κι αν είναι ο Τιμοτέ Σαλαμέ ως Μπομπ Ντύλαν στο A Complete Unknown (και είναι καλός, ειδικά από ένα σημείο και μετά, καθώς «κρύβει» την υποκριτική του πίσω από την στολή, τα μαύρα γυαλιά και το προσωπείο του Ντύλαν όταν είχε γίνει πλέον σταρ), υπάρχουν σκηνές στην ταινία που μοιάζει να περιφέρεται σαν τον Φορεστ Γκαμπ την ώρα που η Αμερική καίγεται.
Τελικά ο Σαλαμέ δεν πήρε το Όσκαρ για την ερμηνεία του – έπεσε στην περίπτωση, θα λέγαμε, καθώς τα μισά σχεδόν Όσκαρ Α’ ανδρικού και γυναικείου ρόλου αυτόν τον αιώνα προέρχονται από κινηματογραφικές βιογραφίες. Tο πήρε όμως η Ζόε Σαλντάνα, όχι όμως για biopic, είδος από το οποίο έχει πικρή εμπειρία. Το 2016 είχε κάνει το σφάλμα να υποδυθεί τη Νίνα Σιμόν στην ταινία για την ζωή της που είχε τίτλο “Nina” και βρέθηκε αντιμέτωπη με τις έντονες αποδοκιμασίες των πολυπληθών οπαδών της μεγάλης μουσικού που ευλόγως θεώρησαν ότι το κάστινγκ είχε ως μοναδικό κριτήριο την εμφάνιση της Σαλντάνα, η οποία σε τίποτα δεν θύμιζε το πρόσωπο που υποδυόταν.
Ακόμα πιο σκληροί ήταν η ανακοίνωση του ιδρύματος των κληρονόμων της Νίνα Σίμον, σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία της ήταν «σπαραχτικά εμετική». Μερικά χρόνια αργότερα, το 2020, η ηθοποιός αναγκάστηκε να απολογηθεί δημοσίως δηλώνοντας «ποτέ δεν θα έπρεπε να έχω παίξει τη Νίνα, ζητώ συγνώμη».