ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ εγκαινιάστηκε μια έκθεση στην National Portrait Gallery του Λονδίνου που θα διαρκέσει ως τις 18 Μαΐου και όπως μαρτυρά ο τίτλος της (“The Face Magazine: Culture Shift”) είναι αφιερωμένη στο μυθικό – ειδικά για όσους και όσες το πρόλαβαν στις μεγάλες του δόξες στα 80s και στα 90s – βρετανικό περιοδικό και την επίδρασή του στην σύγχρονη κουλτούρα, και όχι μόνο τη νεανική.
Από το 1980 μέχρι το 1999 που ο ιδρυτής του, ο Νικ Λόγκαν, που για χρόνια το «έτρεχε» μαζί με τους εκλεκτούς νεωτεριστές συνεργάτες του – αρθρογράφους, γραφίστες και φωτογράφους – από ένα ημιυπόγειο στο Σόχο, πούλησε τον τίτλο, το Face υπήρξε, στην εποχή παντοδυναμίας των περιοδικών πριν από το ίντερνετ, κυριολεκτικά η «βίβλος» των νέων τάσεων και των νέων φυλών στην μουσική, τη μόδα, το σινεμά, την τέχνη, τη λογοτεχνία, το clubbing, τα μυστικά του ψαγμένου οικοσυστήματος.
Θυμήθηκα το πρώτο τεύχος του περιοδικού που έπεσε στα χέρια μου, πριν από σαράντα χρόνια, όταν ήμουν μαθητής.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα το editorial εκείνου του τεύχους που κυκλοφόρησε πριν από σαράντα χρόνια σχεδόν, σκέφτηκα με κάποια ανακούφιση ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν όσο δραματικά ίσως νομίζουμε από εποχή σε εποχή, όσο κοσμογονική (ή «κοσμοκτονική») κι αν μοιάζει σήμερα η δική μας.
Το έχω ακόμα, παρότι δεν μου ανήκει στην πραγματικότητα. Ήταν το τεύχος Μαΐου του 1985, είχε εξώφυλλο τον Μίκι Ρουρκ («Ένας Μπράντο για τα Eighties» έγραφε ο τίτλος) και το είχα πετύχει, καναδυό μήνες μετά την κυκλοφορία του, στο σπίτι μιας συμμαθήτριας που κάναμε μαζί φροντιστήριο. Ήταν του μεγάλου της αδελφού, ο οποίος ευτυχώς έλειπε εκείνη την ώρα από το σπίτι. Αν ήταν μπροστά, ίσως να μην έβρισκα το θάρρος να του ζητήσω να το δανειστώ, ίσως και να μην μου το έδινε έτσι κι αλλιώς.

Και πολύ καλά θα έκανε αφού από τη στιγμή που μου το δάνεισε, έστω και διστακτικά, η αδελφή του, εκείνος δεν το ξαναείδε ποτέ, παρότι τους μήνες που ακολούθησαν, ζητούσε όλο και πιο επιτακτικά την επιστροφή του.
Στο μεταξύ, το τεύχος είχε ήδη γίνει φύλο και φτερό έχοντας υποστεί διάφορες χειρουργικές-χαρτοκοπτικές επεμβάσεις, με τις φωτογραφίες και τα ανοίγματά του να κοσμούν στρατηγικά διάφορα σημεία στο υπνοδωμάτιό μου – στο γραφείο, στην ντουλάπα, στο κρεβάτι. Αυτή η «διακοσμητική» μεταχείριση των σελίδων του περιοδικού μετά την ανάγνωση, θα συνεχιζόταν για αρκετά χρόνια.
Εκείνο το παρθενικό για μένα τεύχος του Face ήταν ένα «σπέσιαλ» επετειακό τεύχος που γιόρταζε τα πέντε χρόνια ζωής του περιοδικού. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα το editorial εκείνου του τεύχους που κυκλοφόρησε πριν από σαράντα χρόνια σχεδόν, σκέφτηκα με κάποια ανακούφιση ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν όσο δραματικά ίσως νομίζουμε από εποχή σε εποχή, όσο κοσμογονική (ή «κοσμοκτονική») κι αν μοιάζει σήμερα η δική μας:
«Μια ματιά στη δεκαετία του '80 μέχρι τώρα αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι τίποτα δεν έχει σημασία όσο η επιτυχία. Είναι το δόγμα της δεκαετίας. Ξύστε την επιφάνεια και θα βρείτε, όχι τον κυνισμό της δεκαετίας του '70, αλλά μια αυτοπεποίθηση που είναι η μόνη μορφή πίστης που έχει απομείνει... Αν σκαλίσετε όμως λίγο βαθύτερα τη δεκαετία, θα βρείτε την απόγνωση της ανεργίας, την συρρίκνωση των πόρων και των ιδανικών. Επιτυχία και αποτυχία: αυτοί είναι οι κινητήριοι μοχλοί της δεκαετίας: ο ένας πυροδοτεί τις ταραχές, την οργή και τη βία στους δρόμους, ο άλλος βρίσκει την αναψυχή στα κοκτέιλ μπαρ, τα νυχτερινά κέντρα και τις διακοπές στον ήλιο. Και ανάμεσά τους, μια έντονη τριβή που θα φτιάξει ή θα διαλύσει τη δεκαετία του '80…».