ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΩΡΑΙΕΣ ταινίες που προβλήθηκαν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φετινού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας ήταν μια (γαλλο)λιβανέζικη παραγωγή με τίτλο «Αν ο ήλιος πνιγόταν σ’ έναν ωκεανό από σύννεφα».
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας ταλαίπωρος μεσήλικας σεκιουριτάς, ένας από τους πολλούς που τους έχει ανατεθεί το «καθήκον» να εμποδίζουν την πρόσβαση των κοινών θνητών στην παραλιακή της Βηρυτού στα σημεία (σχεδόν παντού δηλαδή) όπου διεξάγονται έργα «ανάπλασης» φαραωνικής κλίμακας.
Εξαιρούνται μόνο οι εκπρόσωποι των μεγάλων κατασκευαστικών και τα θηριώδη μαύρα SUV με τα φιμέ τζάμια που μεταφέρουν τους μελλοντικούς ενοίκους (και τους ακόμα πιο θηριώδεις άντρες της υπηρεσίας ασφαλείας τους) των ουρανοξυστών που αναγείρονται με γοργούς ρυθμούς καπελώνοντας τον ορίζοντα.
Είχα πάει το 2018 στη Βηρυτό και είδα από κοντά την ασύμμετρη απόπειρα «Ντουμπαϊοποίησης» της όμορφης και πολύπαθης πόλης σε πλήρη εξέλιξη, κάτι που βέβαια μοιάζει δευτερεύον συγκριτικά με τις δοκιμασίες που περνά αυτές τις μέρες το πάλαι πότε «Παρίσι της Ανατολής», για άλλη μια φορά.
Δεν ξέρω ποια ακριβώς θα είναι η μορφή που θα πάρει η παραλιακή όταν ολοκληρωθούν τα έργα, το βέβαιο όμως είναι ότι θα μου είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό αγνώριστη.
Κάπου είχα διαβάσει μια συνέντευξη του δημιουργού της ταινίας Ουισάμ Σαράφ, όπου έλεγε με αρκετή δόση πικρού σαρκασμού, μήνες πριν ξεκινήσει ο τωρινός πόλεμος: «Το να έχεις μεγαλώσει στη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου μπορεί να μοιάζει με κατάρα. Εν τέλει όμως, ως σινεφίλ, παρακολουθήσαμε μια ταινία τρόμου διάρκειας 17 ετών. Θα ήταν κακόγουστο να αποκαλέσω πηγή έμπνευσης αυτή την εμπειρία, ωστόσο είναι κάτι που σου δίνει μερικές ιδέες…».
Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος, η ταινία γέρνει με διακριτικό τρόπο προς το όνειρο και την αλληγορία, η απεικόνιση όμως των γιγαντιαίων κατασκευών και των έργων ανάπλασης του παραλιακού μετώπου είναι απολύτως ρεαλιστική και προκαλεί έντονους και δυσοίωνους συνειρμούς με αυτό που συμβαίνει (και κυρίως αυτό που μπορεί να συμβεί) στη δική μας παραλιακή, την επονομαζόμενη και «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Μια ονομασία που μοιάζει συγχρόνως νεοπλουτίστικη και φτωχομπινέδικη, ειδικά σε όσους και όσες από εμάς μεγαλώσαμε στα Νότια και δεν νιώσαμε ποτέ ότι υπήρχε ανάγκη ούτε για τέτοιου είδους ισοπεδωτική ανάπλαση ούτε και για τέτοιους τουριστικούς ευφημισμούς.
Πείτε με μπούμερ (παρότι Gen X τεχνικά), ταγάρι, θύμα της νοσταλγίας, αλλά δεν μου κάνει καρδιά πλέον να περνάω από την παραλιακή –ειδικά μπροστά από το mega-project του Ελληνικού– και αυτό είναι κάτι που μου προκαλεί βαθιά λύπη, γιατί αυτή ήταν για δεκαετίες η πιο αγαπημένη βόλτα από όλες. Ήταν η βόλτα (με το αυτοκίνητο αλλά και χωρίς), η οικογενειακή βόλτα, η εφηβική βόλτα, η νεανική βόλτα. Ήταν η ανέμελη ζωή πριν από τις υποχρεώσεις και την διαβίωση στο κέντρο της πόλης.
Ακόμα και αργότερα όμως, ακόμα και πολύ πρόσφατα, αυτή ήταν πάντα η πρώτη επιλογή μιας ιδανικής κοπάνας –έστω και λίγων ωρών– από το κλείνον άστυ. Δεν ξέρω ποια ακριβώς θα είναι η μορφή που θα πάρει η παραλιακή όταν ολοκληρωθούν τα έργα (αν και γνωρίζουμε πλέον ότι άμα ξεκινήσει η διαδικασία «ανάπτυξης», δεν σταματάει ποτέ), το βέβαιο όμως είναι ότι θα μου είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό αγνώριστη, και όχι φυσικά με την καλή έννοια.