ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΝΥΧΤΑ περί τα 100 άτομα σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη και ο παπάς ξεκίνησε να ψέλνει το «τη Υπερμάχω». Είχαν οργανώσει μια διαμαρτυρία κατά της προοπτικής να δημιουργηθεί Κέντρο Φιλοξενίας Προσφύγων στην περιοχή τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση. Απλώς ένας ανώνυμος είχε ξεκινήσει μια καμπάνια στο Facebook με βάση την ψευδή είδηση περί έλευσης μεταναστών και άναψε τη σπίθα για τον τοπικό ξεσηκωμό.
Κατά το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2015 ένα πολύ μεγάλο μέρος των διεθνών media θεωρούσε την πλειονότητα των Ελλήνων θιασώτες του λαϊκισμού. Μεσολάβησαν το Brexit, η έλευση του Τραμπ, τα πολιτικά φαινόμενα σε Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία και αλλού, για να φανεί ότι η Ελλάδα τότε διεκδικούσε απλώς μια ιδιότυπη «πρωτοπορία».
Σε πρόσφατη έρευνα, το 50% των Ελλήνων απάντησε ότι ο κορωνοϊός είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Στην ίδια έρευνα, που γίνεται κάθε χρόνο, οι Έλληνες εμφανίζονται πρωταθλητές παγκοσμίως την τελευταία τριετία σε δύο θέματα: πρώτον, στην αποφυγή ειδήσεων, και, δεύτερον, στην αντίληψη ότι οι ειδήσεις επηρεάζονται από πολιτικές ή επιχειρηματικές σκοπιμότητες.
Είναι όντως πολύ μεγάλο το ποσοστό, αλλά αντίστοιχες διεθνείς έρευνες έβγαλαν μεγάλα ποσοστά πολιτών με παρόμοιες αντιλήψεις. Ήδη, από την αρχή της πανδημίας, το 56% ερωτηθέντων σε μεγάλη, παγκόσμια έρευνα είχε απαντήσει ότι παρατηρεί υπερβολή ως προς την έκταση ή τις επιπτώσεις του Covid-19, επειδή θεωρούσε πως υπάρχει σκοπιμότητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα social media είναι το θερμοκήπιο που ευνοεί τέτοιες αντιλήψεις και βοηθάει να συνδεθούν, να οργανωθούν διάσπαρτα άτομα με αντισυστημικές αντιλήψεις.
Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters της Οξφόρδης σχετικά με την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις έδωσε επίσης μια ένδειξη ότι δεν πρέπει να νιώθουμε μοναξιά σ' αυτό που θεωρούσαμε ως τώρα ιδιομορφία της Ελλάδας: όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παρατίθεται (από την απόδοση της διαΝΕΟσις), οι κάτοικοι της χώρας μας έχουν κάνει σταδιακή πρόοδο από το 2016 και μετά ως προς την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις. Το εντυπωσιακό είναι ότι, ενώ στην Ελλάδα βλέπουμε σημάδια εξορθολογισμού, την ίδια περίοδο υπάρχει καθίζηση σε ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία). Πλέον παρατηρούνται τα ίδια ποσοστά έλλειψης εμπιστοσύνης με αυτά της Ελλάδας.
Στην ίδια έρευνα, που γίνεται κάθε χρόνο, οι Έλληνες εμφανίζονταν παγκοσμίως πρωταθλητές την τελευταία τριετία σε δύο θέματα: πρώτον, στην αποφυγή ειδήσεων και, δεύτερον, στην αντίληψη ότι οι ειδήσεις είναι επηρεασμένες από πολιτικές ή επιχειρηματικές σκοπιμότητες. Δεν βρίσκουμε κάτι τέτοιο στη φετινή έρευνα, όχι γιατί μειώθηκε η καχυποψία απέναντι στην Ελλάδα αλλά γιατί αυξήθηκε σε άλλες χώρες, ειδικά στις μεγάλες (με τη Γαλλία να έχει την πρωτοκαθεδρία).
Είναι από τα καλά της –ντεμοντέ πια– παγκοσμιοποίησης το ότι δεν μπορούμε αιωνίως να δικαιολογούμε αδυναμίες της χώρας ως ιδιαιτερότητες της φυλής ή της περιοχής. Οι φόβοι και οι ανησυχίες ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Ελλάδας πιθανόν έχουν σχέση με διεθνή ρεύματα και ανακατατάξεις, όχι μόνο με «γηγενείς ερμηνείες», π.χ. τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Νέο υλικό φανατισμού και εμφυλίων
Μοιάζει πολύ περιφερειακή, μπορεί και βαλκάνια η ελληνική σκηνή, όπου οι εφήμερες ή ευκαιριακές διαδικτυακές μάχες στήνονται με κομματικό πλαίσιο: προχθές αφορούσαν τη Novartis, χθες τις κασέτες του παραδικαστικού ή τις διαφημίσεις στα μίντια.
Η παγκόσμια σκηνή είναι πιο πλούσια.
Η μεγάλη χασούρα από τις επιπτώσεις της πανδημίας και το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό είναι ένα θέμα. Οι απρόβλεπτες θύελλες που ξεκίνησαν από το ζήτημα του ρατσισμού είναι ένα δεύτερο. Πάνω απ' όλα, όμως, τα κοινωνικά δίκτυα, που παρέχουν πρόσφορο έδαφος σε εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες ή πλακατζήδες της λεκτικής κόντρας.
Τα βάζεις όλα αυτά στο μίξερ και βλέπεις παντού μικρές εστίες πολέμου, ανάμεσα σε διάφορες φυλές των «φωτισμένων» αυτήν τη φορά. Το νέο μεγάλο σκηνικό της cancel culture (κουλτούρα της ακύρωσης) είναι το καινούργιο πεδίο της μάχης, τα fake news ήταν το προηγούμενο.
Επιχειρηματίες της Silicon Valley κάνουν άγριες επιθέσεις κατά δημοσιογράφων (εν γένει και ειδικά εναντίον των «New York Times»).
Η συγγραφέας του Χάρι Πότερ κατήγγειλε ότι θέλουν να τη φιμώσουν και έπειτα υπέγραψε μια επιστολή με πολλούς διάσημους συγγραφείς/δημοσιογράφους, για να εισπράξουν φαρμακερά βέλη: (σχεδόν) κανείς από τους υπογράφοντες, λένε οι επιθέσεις, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα λογοκρισίας, μόνο ανασφάλεια, γιατί είχαν μάθει να δέχονται μόνο επαίνους και ακριβά συμβόλαια. Έλεγχαν τον διάλογο και επέλεγαν κάποιες κόντρες για να ανεβάσουν τη φήμη και το κασέ τους.
Τώρα, με τα κοινωνικά δίκτυα και τα πάρα πολλά μίντια, δεν μπορούν να θέσουν οι ίδιοι, οι διάσημοι/φωτισμένοι, τα όρια των αντιδράσεων που θα δεχτούν.
Το Black Lives Matter ήταν το φιτίλι που άναψε πολλές επιμέρους φωτιές, οι οποίες, με τη σειρά τους, τροφοδοτούν αρκετούς περιφερειακούς εμφυλίους.
Εμφύλιος μεταξύ δημοσιογράφων των «New York Times» με κύριο ερώτημα τι σημαίνει αντικειμενικότητα, αλλά πρακτικά την πολύπλευρη κριτική της φιλοσοφίας ενός φορέα όπως αυτή η εφημερίδα.
Ο «Economist» ψάχνει τη σχέση των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών και πολιτών με τον ρατσισμό και αφήνει κάποιες υπόνοιες ότι η αποκαθήλωση μπορεί να μη σταματήσει ούτε καν στον Τσόρτσιλ.
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ:
— Οι φωτιές που έχουν ανάψει σε πολλά μέτωπα εκτοπίζουν τη διάκριση μεταξύ «ψεκασμένων» και «φωτισμένων» από την κεντρική θέση.
— Η Ελλάδα είναι περιφερειακή και μικρή, όμως τα απόνερα από τους πολέμους της κουλτούρας έρχονται κι εδώ, έστω κι αν εξαντλούμαστε σε παρωχημένες ή προσχηματικές μάχες.
— Τα μίντια, υφιστάμενα αφόρητη πίεση από ένα κοινό που ζει στον ρυθμό των κοινωνικών δικτύων, έζησαν λόγω πανδημίας ένα μη αναστρέψιμο σοκ.
— Η οικονομική καταστροφή από την πανδημία και η αυξανόμενη ανασφάλεια από τις τόσο γρήγορες αλλαγές είναι αιτίες που θα φουντώσουν νέους πολέμους για πραγματικά ή φανταστικά θέματα.
— Το κοινωνικά δίκτυα είναι το πεδίο της τέλειας καταιγίδας. Ο καθένας μας έχει τα όπλα και το πεδίο για να αναζητήσει το αίμα της ημέρας και τη δόση τοξικότητας που δρα σαν καταπραϋντικό ή ναρκωτικό.