«Τι σημαίνει το «Mama»» ρώτησε ο Έλληνας πρωθυπουργός σε προεκλογική εκδήλωση έναν από τους δημιουργούς του, τον Υποχθόνιο. Η απάντηση που πήρε («φτιαγμένος») είναι άγνωστο εάν ικανοποίησε τον κ. Τσίπρα και το ιδεολογικό του περιβάλλον, που χρόνια αναζητά στις νεανικές underground πολιτισμικές αναφορές τη χαμένη εργατική τάξη, την αντισυμβατικότητα ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου που θα αντιστέκεται στο «παλιό» ‒ έντεχνα απεικονισμένη πρόσφατα στο προεκλογικό σποτ «μην ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ».
Μετά την κλασική μελέτη του Dick Hebdige το 1979 για το νόημα του στυλ στις νεανικές υποκουλτούρες ξέρουμε ότι αυτές είναι καταδικασμένες, όσο και αν φέρουν αντισυμβατικά στοιχεία, να ενσωματωθούν στη mainstream μουσική βιομηχανία, στην κοινωνία του θεάματος και της μόδας. Συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις: χίπηδες, ροκάδες, πανκιά, χεβι-μεταλάδες, όλες οι νεανικές φυλές που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά και ειδικά από τη δεκαετία του '60 και ύστερα έγιναν υλικό ανανέωσης και πειραματισμού της πλουραλιστικής ποπ κουλτούρας. Ακόμη και αν κάποιοι ρομαντικοί εξ αυτών προσπάθησαν να μείνουν «εκτός συστήματος», οι στυλιστικές, μουσικές και ευρύτερα πολιτισμικές επιρροές τους είναι παρούσες στο δημοκρατικό πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης δημοφιλούς κουλτούρας, άλλοτε απονευρωμένες άλλοτε δυναμικά συνδιαλεγόμενες με άλλες αισθητικές και κοινωνικές αναφορές.
Έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό ιδίωμα που προέρχεται (πραγματικά ή φαντασιακά) από το κοινωνικό περιθώριο και εξιδανικεύει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του «συστήματος», το οποίο όχι μόνο δεν το εχθρεύεται αλλά κάνει τα πάντα –πουλάει τη ψυχή του στον διάβολο‒ για να μπει σε αυτό.
Το ενδιαφέρον με την τεράστια επιτυχία του τραγουδιού «Mama» των Sin Boy, Mad Clip και Υpo είναι ότι κάνει ευρύτερα γνωστό ένα είδος μουσικής που έχει ήδη σημαντική παρουσία στις ΗΠΑ, ένα είδος νεανικής υποκουλτούρας που από τα πριν θέλει να δηλώσει ότι δεν έχει καμία επαναστατική διάθεση, πέρα από την κατάθεση του δικού της μουσικού, στυλιστικού και γλωσσικού κώδικα. Χιπ-χοπ και ραπ είναι εδώ και καιρό τα καλύτερα παιδιά της μουσικής βιομηχανίας διεθνώς. Ακόμα και στην Ελλάδα, τα «μπάνια του λαού» εδώ και χρόνια έχουν ως σάουντρακ στις παραλίες, μεταξύ άλλων δημοφιλών ασμάτων, τις καταγγελτικές δημιουργίες της σκηνής αυτής.
Sin boy x Madclip x Ypo x illeoo - Mama ?
Αυτό που ξενίζει πολλούς είναι η μεγάλη επιτυχία του trap, δηλαδή εκείνης της υποκατηγορίας των τραγουδιών της ραπ που επαίρεται για την κουλτούρα της διακίνησης ναρκωτικών και τον πλούτο που αποκομίζουν τα μέλη της. Όχι μόνο γιατί δημιουργούνται λογικές απορίες για την πραγματικότητα των βιωμάτων που περιγράφονται στους στίχους. Όχι μόνο γιατί τα λόγια των τραγουδιών κατακλύζονται από προσβλητικές και ξένες λέξεις. Όχι μόνο γιατί οι μεγαλύτεροι φαν αυτού του είδους τραγουδιών είναι ανήλικα παιδιά και έφηβοι. Όχι μόνο γιατί βρίθουν σεξιστικών αναφορών. Δεν είναι αυτά που σοκάρουν τόσο στην επιτυχία του «Mama» και όλων των παραπλήσιων τραγουδιών.
Όλα αυτά έχουν παρατηρηθεί εδώ και καιρό, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο. Η νεανική έκθεση σε πολιτισμικές εμπειρίες έχει προ πολλού εγκαταλείψει κάθε καθωσπρεπισμό. Από την εποχή που «είδωλα» γίνονταν ο Θέμης Ανδρεάδης, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Τζίμης Πανούσης ή τα Ημισκούμπρια ‒για να αναφέρουμε μόνο μερικές περιπτώσεις‒, το νεανικό κοινό, και ιδίως το ανδρικό, επέλεγε να διασκεδάζει με «ελληνικούς» στίχους που ήταν πιο κοντά στη δική του αθυρόστομη γλώσσα, που δεν έφεραν κανένα στοιχείο πολιτικής ορθότητας, που αποκαθήλωναν παραδεδομένες αξίες και πρότυπα.
Στην περίπτωση του trap, έχουμε την επαύξηση όλων αυτών των στοιχείων αλλά και τη μελοποίηση ενός επιτηδευμένου κυνισμού άγνωστου στις πολιτικοποιημένες γενιές του παρελθόντος. Αυτό που φέρνει πολλούς σε αμηχανία με τα εκατομμύρια views στο YouTube της trap μουσικής είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό ιδίωμα που προέρχεται (πραγματικά ή φαντασιακά) από το κοινωνικό περιθώριο και εξιδανικεύει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του «συστήματος», το οποίο όχι μόνο δεν το εχθρεύεται αλλά κάνει τα πάντα –πουλάει τη ψυχή του στον διάβολο‒ για να μπει σε αυτό.
Είναι πολύ εύκολη η σημειωτική αποδόμηση αυτού του είδους, που θα έδειχνε την ανακύκλωση μοτίβων και στερεοτύπων στην οποία επιδίδεται, μαζί με την πολύ καλή μίμηση αντίστοιχων ξένων μουσικών και εικονογραφικών στοιχείων. Είναι πολύ εύκολο να δει κανείς μακρινές συγγένειες μεταξύ του trap και του Τραμπ και να το καταγγείλει για τη «φτώχεια» των μηνυμάτων του και τον αυτοσαρκαστικό ή πολλαπλασιαστικό εκχυδαϊσμό του δημόσιου λόγου στον οποίο συμβάλλει, τον ανδροκρατικό υπερκαταναλωτισμό που διαφημίζει. Μέχρι και σαν ένας ξεκουρδισμένος ύμνος στην μητριαρχίας μπορεί να ακουστεί μεταφορικά.
Όμως αυτό στο οποίο κοινωνιολογικά θα έπρεπε κανείς να επιμείνει εμφατικά είναι ότι έχουμε ένα είδος νεανικής κουλτούρας που από μόνη της αρνείται κάθε ριζοσπαστικότητα, κάθε «υπό», πέρα από το γεγονός ότι εξαίρει τη βία και την παρανομία. Έχουμε ένα είδος μουσικής που ξαφνικά γίνεται τρομερά δημοφιλής από τα σχολεία και το Διαδίκτυο μέχρι τα κλαμπ, που σιγοντάρει το κοινωνικό τέλμα, που απεικονίζει μια συνθήκη στην οποία το κοινωνικό περιθώριο απεμπολεί τη λαϊκότητα ‒με την οποία πολλοί το επένδυσαν‒ και ταυτίζεται με την τάξη της επιδεικτικής χλιδής. Το τραγούδι μιας «νεολαίας» που διασκεδάζει με την ιδέα ότι η μόνη διέξοδος από την απουσία κάθε κοινωνικής κινητικότητας είναι το έγκλημα.
«Όχι, δεν είναι mama», όχι δεν υπάρχει αυθεντικό, είναι όλα «πειραγμένα» τραγουδάει η Ελλάδα του 2019, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνει. Αδύναμη πλέον να ξεδιαλύνει το ακραίο από το mainstream, το μίσος από την αγάπη, το νόμιμο από το παράνομο, το βέβηλο από το ιερό, το πρότυπο από το αντίγραφο, το λαϊκότερο από το κότερο, λικνίζεται στο απόλυτο κενό. Τελικά, ο πρωθυπουργός ίσως να ήξερε πολύ περισσότερα για το «Mama» από όσο φανταζόταν.