— Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης. Τι πρέπει να κρατήσουμε και τι να αφήσουμε πίσω μας;
Θα πρότεινα να μην πετάξουμε τίποτα, να τα κρατήσουμε όλα και να δούμε τη Μεταπολίτευση όπως βλέπουμε τη ζωή μας, ως μια συνεκτική και συνολική εμπειρία. Από τι αποτελείται, λοιπόν, αυτή η περίφημη πεντηκονταετία; Πρώτα-πρώτα, έχουμε τη γέννηση ενός νέου πολιτικού συστήματος με βάση τον κοινοβουλευτισμό, την καθιέρωση του πιο φιλελεύθερου συντάγματος που είχαμε ποτέ, καθώς και σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Στη συνέχεια, όμως, το πολιτικό σύστημα ακολούθησε την κατεύθυνση του λαϊκισμού αντί του φιλελευθερισμού, το κράτος απέκτησε μια εξόχως πελατειακή λογική, ο εκλογικός ανταγωνισμός έφτασε σε υψηλό βαθμό πόλωσης ανάμεσα σε δύο πολιτικά κόμματα (που στο τέλος θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχαν και πολλές διαφορές μεταξύ τους), αναπτύχθηκε μεγάλη καχυποψία προς τον έξω κόσμο και ειδικά την Ευρώπη, ενώ η ελληνική κοινωνία συμπεριφερόταν, για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη έκφραση του ιστορικού Κώστα Κωστή, σαν «το κακομαθημένο παιδί της Ιστορίας».
Δεν πρέπει να ξενίζει, λοιπόν, το ότι στο τέλος εκείνου του στραβού δρόμου που είχαμε πάρει καιροφυλακτούσε η κρίση που ξέσπασε προς το τέλος του 2008 και προκάλεσε το τσουνάμι της εθνικής κρίσης που διήρκεσε, κατά τη γνώμη μου, μία ολόκληρη δεκαπενταετία. Σήμερα, μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, πατάμε σε πιο στέρεο και ασφαλές έδαφος και μπορούμε να κοιτάμε προς το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία, αλλά το ερώτημα είναι τι έχουμε μάθει από τη συσσωρευμένη εμπειρία των πέντε προηγούμενων δεκαετιών. Όπως και με τους ανθρώπους, είναι κάποιοι που μαθαίνουν από τα παθήματά τους και αλλάζουν, ενώ άλλοι δεν παίρνουν κανένα μάθημα και παθαίνουν τα ίδια. Το μέλλον θα δείξει με ποια κατηγορία ανθρώπων μοιάζουμε ως χώρα.
Μπορούμε να σκεφτούμε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση ως μια αρένα συνεχούς μάχης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών στρατοπέδων, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει τόσο αριστερούς όσο και δεξιούς μονομάχους.
— Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι ισχυρότερη από ποτέ;
Αναμφίβολα ναι, αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι, μόλις λίγα χρόνια πριν, η δημοκρατία μας κινδύνευσε σοβαρά από οικονομική πτώχευση, από την επικράτηση του λαϊκισμού και την άνοδο του νεοναζισμού, με έξοδο από την Ευρωζώνη, από την πολιτική πόλωση και τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Τώρα πια όλοι οι παραπάνω κίνδυνοι έχουν περάσει και η Ελλάδα, όπως και η δημοκρατία της, φαίνεται ισχυρότερη, αλλά αυτήν τη στιγμή έχει δημιουργηθεί μια προφανής ανισορροπία στο πολιτικό μας σύστημα.
Δηλαδή, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχει ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση, στο ίδιο διάστημα η όλη αντιπολίτευση αποδεικνύεται αναποτελεσματική και ανίσχυρη, κατώτερη των περιστάσεων. Όμως, στις ισχυρές δημοκρατίες δεν αρκεί μια καλή κυβέρνηση. Χρειάζεται επίσης μια καλή αντιπολίτευση, αφενός μεν για να ελέγχει τους κυβερνώντες και αφετέρου για να αποτελέσει την εναλλακτική λύση, εάν η κυβέρνηση αποτύχει. Για να το πω αλλιώς, μια δημοκρατία είναι ισχυρή όταν, εκτός από Plan A, διαθέτει και Plan B. Στη σημερινή συγκυρία, δυστυχώς, εμείς διαθέτουμε μόνο το πρώτο πλάνο.
— Τι μας μαθαίνει μια επέτειος όπως αυτή και ποιες είναι οι προσδοκίες για το μέλλον;
Θα σας απαντήσω με έναν κάπως ασυνήθιστο τρόπο, δηλαδή επιχειρώντας μια απλή σύγκριση της Ελλάδας με μια άλλη χώρα που επίσης φέτος γιορτάζει τα πενήντα χρόνια από τη δική της μετάβαση στη δημοκρατία. Το 1974, η Πορτογαλία ήταν πολύ φτωχότερη από την Ελλάδα, κοινωνικά πολύ πιο συντηρητική και πολιτισμικά απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Εντούτοις, στις δεκαετίες που ακολούθησαν αυτή η χώρα απέφυγε τον λαϊκισμό, καθώς και την άνοδο ισχυρών αντιδημοκρατικών κομμάτων, μας ξεπέρασε σε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο (δείτε, για παράδειγμα, πόσο πιο ψηλά είναι στην κατάταξη οι Πορτογάλοι μαθητές σε σχέση με τα ελληνόπουλα στον διαγωνισμό PISA), ενώ, όταν επίσης βρέθηκε αντιμέτωπη με το φάσμα της πτώχευσης, χρειάστηκε ένα Μνημόνιο (αντί για τρία, όπως εμείς) και μόλις μία τετραετία (αντί για τη δική μας δεκαπενταετία) μέχρι να ξαναπάρει επενδυτική βαθμίδα και να συνεχίσει με ανάπτυξη.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από τη σύγκριση; Ότι, απλούστατα, για να μάθουμε κάτι από τη δική μας επέτειο και για να προσαρμόσουμε με ρεαλιστικό τρόπο τις προσδοκίες για το μέλλον θα πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε την ελληνική Μεταπολίτευση σε σύγκριση με αντίστοιχες εμπειρίες άλλων χωρών με τις οποίες η Ελλάδα έχει παρόμοια χαρακτηριστικά. Σας προειδοποιώ ότι τέτοιες συγκρίσεις δεν είναι καθόλου κολακευτικές για εμάς, αλλά επίσης σας βεβαιώνω ότι τα μαθήματα που προκύπτουν από τέτοιες ακριβώς συγκρίσεις μπορεί να αποδειχτούν υπερπολύτιμα για το μέλλον.
— Ποιο θεωρείτε το πιο καθοριστικό γεγονός και ποιο είναι αυτό που θα θέλατε να ξεχάσετε;
Προτιμώ να μη μιλήσουμε για συγκεκριμένα γεγονότα –εξάλλου, δεν είπαμε ότι δεν πετάμε τίποτα;– αλλά για ιστορικές καταστάσεις, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει αμέτρητο αριθμό γεγονότων. Κατά τη γνώμη μου, η πλέον καθοριστική κατάσταση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας ήταν (και είναι) η διαρκής πάλη μεταξύ των δυνάμεων του ανελεύθερου λαϊκισμού και αυτών του πολιτικού συνταγματικού φιλελευθερισμού. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σκεφτούμε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση ως μια αρένα συνεχούς μάχης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών στρατοπέδων, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει τόσο αριστερούς όσο και δεξιούς μονομάχους.
Στους εκλογικούς αγώνες πότε κερδίζουν οι λαϊκιστές και πότε οι φιλελεύθεροι. Σήμερα, νικητές έχουν αναδειχτεί οι φιλελεύθεροι της κεντροδεξιάς, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη συνέχεια. Θεωρώ ότι αυτή είναι, συνοπτικά, η ιστορία της ελληνικής Μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό, όσο και να το ήθελα, δεν θα μπορούσα αλλά ούτε και πρέπει να ξεχάσω ή να ξεχάσουμε την ιστορική εμπειρία του σύγχρονου λαϊκισμού στη χώρα μας. Άλλωστε, αν τον ξέχναγα ή τον ξεχνούσαμε, τι στο καλό «καθοριστικός» θα ήταν;
— Οι πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών έχουν επιτρέψει σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας να αμφισβητήσει το οικοδόμημα που χτίστηκε από το 1974 και μετά. Ποια είναι η γνώμη σας;
Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω για το αν είναι μεγάλο το κομμάτι της κοινωνίας που αμφισβητεί τη δημοκρατία μας, όπως λέτε. Στην πραγματικότητα, οι καθαρά αντιδημοκρατικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς ποτέ δεν ξεπέρασαν το 10% του εκλογικού σώματος και πάντα ήταν μεταξύ τους διασπασμένες, άρα, με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, και σχετικά ακίνδυνες. Στη δε άκρα αριστερά, το ΚΚΕ, ένα καταστατικά αντιδημοκρατικό κόμμα, έχει προσφέρει πρακτική νομιμοποίηση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία με τη στάση του εντός (αν και όχι πάντα εκτός) της Βουλής.
Η κοινωνία εν γένει αμφισβήτησε μαζικά το πολιτικό «οικοδόμημα» μόνο με το δημοψήφισμα του 2015, αλλά η γνωστή κωλοτούμπα της τότε ηγεσίας ήταν αρκετή για να άρει εκείνη την αμφισβήτηση. Υπάρχουν, ασφαλώς, πολλοί λόγοι για τους οποίους πολλά κομμάτια της κοινωνίας δυσανασχετούν ή ακόμη και αγανακτούν με τις κυβερνήσεις, τις αντιπολιτεύσεις, τη λειτουργία των θεσμών, την αποτελεσματικότητα του κράτους, τις ανεπάρκειες της οικονομίας και για χίλια ακόμη πράγματα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατίες του κόσμου, αλλά πουθενά δεν είναι αρκετό για να θέσει σε αμφισβήτηση το δημοκρατικό πολίτευμα.
Εν κατακλείδι, το οικοδόμημα είναι στέρεο και δεν αμφισβητείται. Εκείνο όμως που κάθε φορά –και πολύ σωστά– θα αμφισβητείται είναι η επάρκεια τόσο της εκάστοτε κυβέρνησης όσο και της εκάστοτε αντιπολίτευσης να παίξουν τους θεσμικούς ρόλους που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.
Ο Τάκης Παππάς σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη το νέο του βιβλίο «Παράδοξη χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχεση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;», με το οποίο συμπληρώνεται η τριλογία βιβλίων του με κεντρικό θέμα τη Μεταπολίτευση. Τα προηγούμενα δύο βιβλία είναι τα «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα» (Ίκαρος, 2015) και «Σε τεντωμένο σκοινί: Εθνικές κρίσεις και πολιτικοί ακροβατισμοί από τον Τρικούπη έως τον Τσίπρα» (Ίκαρος, 2017).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.