ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ γνωστοί μου, άνθρωποι μάλλον μετριοπαθείς πολιτικά και πάντως μακριά από πλατφόρμες ριζοσπαστικές, έχουν πια χάσει την υπομονή τους. Όχι μόνο δεν δίνουν μεγάλα περιθώρια χρόνου στις πολιτικές ηγεσίες (αυτό έχει συμβεί προ πολλού σε όλη τη Δύση), δεν θέλουν πια να αυτολογοκρίνονται και να σιγούν για όσα βλέπουν και αισθάνονται πως παραβιάζουν και κακοποιούν την καθημερινότητά τους.
Και ενώ αναγνωρίζουν πόσα σημαντικά και καλά έχουν υπάρξει στα σαράντα εννέα χρόνια από τη μέρα που γιορτάζουμε ως επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας, νιώθουν ότι πολλά στη δημόσια ελληνική εμπειρία είναι αξιοθρήνητα και εξοργιστικά.
Μοιάζει να συνειδητοποιούν, μέσα από πράγματα μικρά και βιωματικά, ότι οι ελευθερίες που κάρπισαν πραγματικά επί δεκαετίες πρέπει να συνδεθούν πια με καλύτερες πρακτικές και ιδίως με μια νέα αίσθηση συλλογικότητας.
Δεν θα το εκφράσουν όλοι-ες με τα ίδια λόγια, ούτε θα το προβάλουν και θα το ντύσουν με τον τρόπο της κοινωνικής θεωρίας. Από μια άποψη συμβαίνει κάτι σχεδόν σωματικό, κάτι που δεν μπορεί κανείς να το αφήσει γιατί είναι σάρκα και όχι πια ιδέες. Τι; Ότι δεν αντέχεται άλλο η αστική υποβάθμιση, η καταπονητική μιζέρια των δημόσιων συγκοινωνιών, ο εκτραχηλισμός πολλών από τις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις, οι προσβλητικές πρακτικές από τρίτους ή από τις εξουσίες.
Η ατομική χλίδα, η άνεση του παλαιάς κοπής συνταξιούχου των εφάπαξ στα πενήντα, η καλή τύχη των boomers που άρπαξαν τις ευκαιρίες ή είχαν να λάβουν κληρονομιές, η οικονομία της ξαπλώστρας και γενικά της υπερτιμολογημένης κλεπτοκρατικής ανάπτυξης έχουν κάνει τον κύκλο τους.
Άνθρωποι που δεν διαθέτουν σχήματα εξήγησης ριζοσπαστικά ούτε ρεφλέξ «λαϊκιστικά» (αντιθέτως) έχουν, παρ' όλα αυτά, ισχυρές απαιτήσεις και αμετάθετες ανάγκες. Δεν θα έλεγε κανείς ότι υποτιμούν τα καλά που τους έχουν συμβεί. Με άλλα λόγια, δεν ανήκουν στην κατηγορία όσων θεωρούν ψιλά γράμματα ή πανουργίες και αποπροσανατολισμό τα όσα έζησαν οι γενιές της μεταπολιτευτικής ειρήνης. Δεν σνομπάρουν ούτε τις αστικές ελευθερίες, ούτε τα διευκολυντικά γκατζετάκια, ούτε την κατανάλωση. Βρισκόμαστε όμως σε μια άλλη εποχή, όπου η αξιοπρεπής ζωή χρειάζεται καινούργιες, συλλογικές υποδομές.
Η ατομική χλίδα, η άνεση του παλαιάς κοπής συνταξιούχου των εφάπαξ στα πενήντα, η καλή τύχη των boomers που άρπαξαν τις ευκαιρίες ή είχαν να λάβουν κληρονομιές, η οικονομία της ξαπλώστρας και γενικά της υπερτιμολογημένης κλεπτοκρατικής ανάπτυξης έχουν κάνει τον κύκλο τους: τώρα προκαλούν θυμό γιατί είναι συστήματα εμφανώς παρασιτικά που επανέρχονται με φόρα και αναβάλλουν την επανεπινόηση της ελληνικής ζωής.
Αυτό όμως έχουμε ανάγκη περισσότερο: αλλαγή των όρων του συμβολαίου που «υπογράφηκε» το μακρινό 1974 από κάποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Είχε και εξακολουθεί να έχει αξία αυτό το συμβόλαιο μιας δημοκρατίας των ιδιοκτητών, στηριγμένης σε ισχυρά επαγγελματικά συμφέροντα και οικογενειακές προσόδους. Δημιούργησε μια κοινωνία λιγότερο ακραία και λιγότερο ταξική από άλλες της Ευρώπης. Τώρα όμως η ακρότητα έχει περάσει στα ίδια τα πράγματα, στα νησιά που καταστράφηκαν ή εξαντλούνται, στις πόλεις που έγιναν συστήματα ταλαιπωρίας των σωμάτων, στις γερασμένες υποδομές.
Υποθέτουμε ότι τα συναισθήματα δεν γράφουν την ιστορία. Έτσι και η μεγάλη δυσφορία που περιγράφω μπορεί να ξαστοχήσει ή να εκφυλιστεί σε μνησίκακη αδυναμία. Κάποια όμως συναισθήματα έχουν τη δύναμη να γεννούν ερωτήματα που κανένας δεν μπορεί να τα προσπεράσει. Έτσι και οι φίλοι που δεν θέλουν να χαρίζονται πια και έχασαν την υπομονή τους, άνθρωποι που δεν αγοράζουν εύκολες συνταγές ευτυχίας και πολιτικής θαυματουργικής, θέλουν μια ποιοτική και αξιοβίωτη δημοκρατία. Γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι θα σωπάσουν. Μάλλον έχουν αποφασίσει να εκφράζονται συχνότερα, υψώνοντας τον τόνο.
Καταλαβαίνουν στην πράξη ότι για να υπερασπιστείς μια ιδέα του μέτρου, χρειάζεται να βγεις από την υπερβολική αβροφροσύνη. Απέναντι στο θρασύδειλο, στο ωμό, στη βαναυσότητα του «αφεντικού», μικρού ή μεγάλου, φρόνηση είναι πια το να ανεβάζουμε την κλίμακα των απαιτήσεων, έχοντας φυσικά κατά νου και τις δικές μας απαράγραπτες ευθύνες. Με όρους μη βίας, δημοκρατικής διαύγειας και ωριμότητας. Καταπολεμώντας τον φθόνο, την προσωποποιημένη εκτόνωση, τις απολίτικες κραυγές.
Μια επανεπινόηση της ζωής συμβαδίζει και δίνει νόημα στην επανεπινόηση της δημοκρατίας, μισό αιώνα μετά την αποκατάστασή της, εκείνο τον μακρινό Ιούλιο του 1974.