ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΑΝ πως και η χώρα μας έχει περάσει σε μια νέα εποχή, ακολουθώντας με μικρή, ως συνήθως, καθυστέρηση την υπόλοιπη Ευρώπη. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στράφηκε σε συντηρητικές επιλογές, μερικές από τις οποίες δείχνουν εξαιρετικά ανησυχητικές. Δεξιά και ακροδεξιά, με όλες τις εκφάνσεις της τελευταίας, παγίωσαν μια κυριαρχία η οποία δεν μοιάζει να είναι συγκυριακή, το αντίθετο. Το άθροισμα των κομμάτων αυτών, όσο αυθαίρετο κι αν είναι να προστίθενται ψήφοι φασιστών και βαθιά συντηρητικών δυνάμεων όπως αυτές της Νίκης με εκείνες όλων των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, βγάζει ένα μεγάλο ποσοστό που δείχνει να έχει μια μεγάλη δυναμική.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία, προεκλογικά, με δεδομένη την ήττα της μεγάλης απέναντι όχθης, που έδειξε αδύναμη να σταθεί πολιτικά με αξιοπρέπεια, κινήθηκε προς τα δεξιά, προσπαθώντας να κερδίσει όλους εκείνους που την απειλούσαν. Η αυτοδυναμία της κινδύνευε από δεξιά και όχι από αριστερά, και εκεί στόχευσε, στους Βελόπουλους, στους υπερχριστιανούς, στους φασίστες. Το έκανε γιατί απειλήθηκε, ακολούθησε εκλογικές σκοπιμότητες, αναγκαίους τακτικισμούς ‒ μπορεί να προσθέσει κάποιος πολλούς ακόμα λόγους για να αιτιολογήσει αυτήν τη στροφή.
Στην κυριαρχία της συντηρητικής ατζέντας βοηθάει με εξαιρετικό τρόπο η απουσία πειστικής προοδευτικής πρότασης· απουσιάζει ένας πολιτικός φορέας που θα τα εκφράσει και θα έχει παράλληλα μια προοπτική εξουσίας, άρα και προοπτική νομοθέτησης και εφαρμογής τέτοιων μέτρων.
Όμως η στροφή έγινε και η κοινωνία που τα άκουγε όλα αυτά ανταποκρίθηκε, και όχι μόνο. Ο υπερ-υπουργός Βορίδης, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, έστειλε ένα σαφές στοχευμένο πρώτο μήνυμα στο συντηρητικό ακροατήριο: να μην ανησυχεί, η νομοθέτηση για τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών θα παραπεμφθεί στις καλένδες, «θα δούμε πότε θα είναι αυτό». Η αναφορά Βορίδη ήταν ένα από τα πολλά μηνύματα που θα πάρουμε το επόμενο χρονικό διάστημα προς την ίδια κατεύθυνση. Η συντηρητικοποίηση μιας κοινωνίας έχει κάποιες σταθερές που τη μετράνε, μία από αυτές είναι ότι στη χώρα μας αναδεικνύεται, έστω δειλά ακόμα, και ακούγεται από το βήμα της Βουλής το θέμα απονομιμοποίησης των αμβλώσεων. Αυτό είναι ένα ακόμα κακό σημάδι.
Στην κυριαρχία της συντηρητικής ατζέντας βοηθάει με εξαιρετικό τρόπο η απουσία πειστικής προοδευτικής πρότασης· δεν απουσιάζουν από την κοινωνία τα πρόσωπα και οι δυνάμεις που θέλουν, για παράδειγμα στο θέμα των ατομικών δικαιωμάτων, να προχωρήσουμε μερικά ακόμα βήματα, απουσιάζει ένας πολιτικός φορέας που θα τα εκφράσει και θα έχει παράλληλα μια προοπτική εξουσίας, άρα και προοπτική νομοθέτησης και εφαρμογής τέτοιων μέτρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να περάσει μια μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας που συνήθως ακολουθεί τα κόμματα εξουσίας μετά από κάθε συντριπτική ήττα, το ΠΑΣΟΚ έχει τη μόνη προσδοκία να επανέλθει στη θέση του δεύτερου κόμματος, κι αυτό μοιάζει να του αρκεί. Το επόμενο διάστημα θα ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κομμάτων, που άρχισε πριν από τις εκλογές ‒ ποιος θα φάει από τη σάρκα του άλλου.
Μέχρι να δούμε τον τελικό νικητή, αν υπάρξει φυσικά τέτοιος, θα ακολουθήσει μια μεγάλη πορεία διακυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία να προσπαθεί να συγκρατήσει ή και να διευρύνει το δεξιό ακροατήριό της με μηνύματα όπως αυτό του Βορίδη και τα κόμματα της εξ αριστερών αντιπολίτευσης να ταλανίζονται από εσωτερικές έριδες ή χαμηλές προσδοκίες. Μοναδική λύση σε αυτό είναι η σύμπλευση με βάση κοινά προγράμματα προς μια προοδευτική κατεύθυνση. Και οι επερχόμενες εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα εξαιρετικό πείραμα.
Όμως, τα πρώτα δείγματα δεν είναι αισιόδοξα και υπάρχει ένα παράδειγμα γι’ αυτό. Ένα πρόσωπο με κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό πολιτικό υπόβαθρο, επιστημονικές γνώσεις, καλή δημόσια παρουσία, διάθεση για δουλειά, που δεν χρειάζεται περισσότερες συστάσεις, προσπάθησε τις τελευταίες ημέρες να αναζητήσει τη στήριξη ευρύτερων δυνάμεων, ώστε να διεκδικήσει με αξιοπρέπεια τον δήμο της Αθήνας. Η ανταπόκριση και από τον χώρο του, τον ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο προσώπων ήταν μεγάλη, όπως καλή ιδέα φάνηκε σε πολλά άτομα του ΠΑΣΟΚ, της Αριστεράς της Οικολογίας, πρώην δημοτικούς άρχοντες κ.ο.κ. Πού σκάλωσε το θέμα; Στον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν συμφωνούσε.
Το γιατί ο πρώην πρόεδρος του κόμματος έχει ακόμα αποφασιστικό ρόλο στη λήψη σημαντικών αποφάσεων είναι ένα θέμα που πρέπει να απαντήσει η Κουμουνδούρου ‒ ένα δικό τους ζήτημα. Το ότι με τέτοιες εξελίξεις ματαιώνονται προσπάθειες που δύσκολα θα επαναληφθούν είναι θέμα της κοινωνίας, ιδιαίτερα όσων ήθελαν μια εναλλακτική πρόταση για τον πρώτο δήμο της χώρας. Όταν τορπιλίζεται με τέτοιο τρόπο, υπάρχει βάσιμη πιθανότητα οι πολίτες της Αθήνας στον δεύτερο γύρο να έχουν να επιλέξουν μεταξύ του νυν δημάρχου και του εκπροσώπου του Κασιδιάρη, αν όχι του ίδιου. Τρομακτικό.
Σημείωση: Από το γραφείο του Αλέξη Τσίπρα διαψεύσθηκε κάθε εμπλοκή του με το θέμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.