ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΩΝ σταμάτησα να μιλάω στην καλύτερή μου φίλη. Η σχέση μας θύμιζε μια εφηβική συνωμοσία έντασης και φθόνου. Περνάγαμε τα διαλείμματά μας καπνίζοντας και ακούγοντας μουσική πίσω από ένα πέταλο με ευκάλυπτους στην αυλή του σχολείου. Τα απογεύματα, στο σπίτι, γράφαμε κείμενα η μία στην άλλη στο ιερό μας τετράδιο.
Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί ένιωθα σαν να ζούσα με ένα τοξικό φυτό που σιγά σιγά με έπνιγε. Συνειδητοποίησα πως έλεγε πολύ συχνά ψέματα για μένα σε τρίτους. Με έκπληξη κατάλαβα πως έκλεβε πράγματα από την τσάντα μου, από CD μέχρι μολύβια. Σταμάτησα να της μιλάω χωρίς καμία εξήγηση όταν έμπλεξε σε μια εξαιρετικά σοβαρή ιστορία και μετά είπε ψέματα πως ήμασταν μαζί. Ένιωσα προδομένη.
Ήταν μάλλον ο πρώτος πλατωνικός χωρισμός της ζωής μου. Ανακάλυψα πως όταν κάτι με στενοχωρούσε πολύ, μπορούσα να πέσω σε βαθύ ύπνο. Κοιμόμουν δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερις ώρες. Στα διαλείμματα κρυβόμουν στην τουαλέτα και διάβαζα βιβλία για να μην τη δω.
Λίγο πριν μπλέξει για τα καλά, έβαλε σαν άλλη κόρη του Τόνι Σοπράνο έναν άγνωστο να με πάρει τηλέφωνο στο σπίτι μου για να μου πει ότι «δεν θα ζήσω πολύ». Την έβλεπα στον ύπνο μου μέχρι τον τρίτο χρόνο του πανεπιστημίου.
Τη θυμήθηκα πρώτη φορά μετά από χρόνια διαβάζοντας την Τετραλογία της Νάπολης της Έλενας Φερράντε: «Σκίζαμε τις λέξεις η μία από το στόμα της άλλης, δημιουργώντας έναν ενθουσιασμό που έμοιαζε με ηλεκτρική καταιγίδα» γράφει η αφηγήτρια Λενού για τη Λίλα λίγες σελίδες πριν ευχηθεί να αρρωστήσει και να πεθάνει για να ησυχάσει. Είναι μία από τις λίγες αφηγήσεις για τη γυναικεία φιλία στην οποία μπόρεσα να δω ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Συχνά τα πράγματα στραβώνουν ή απλώς ανακαλύπτεις πως είχες πέσει έξω, πως ο φίλος σου δεν είναι πια αυτό που ήταν ή πως ήταν πάντα έτσι, αλλά εσύ δεν το ήξερες, ή πως απλώς, μεγαλώνοντας, ξέρεις πιο καθαρά τι θες και τι δεν θες.
«Είναι οι φίλοι σου που σου διαλύουν την καρδιά» είχε τίτλο ένα πρόσφατο κείμενο του «Atlantic». Δεν είναι παρά ένα από τα πολλά τέτοια κείμενα που έχουν γραφτεί στα διεθνή μέσα μετά την πανδημία («Η πανδημία έχει εξαφανίσει μια ολόκληρη κατηγορία φίλων» / «Γιατί το να κάνεις φίλους στη μέση ηλικία είναι δύσκολο» / «Πώς να βάλετε τάξη στις φιλίες σας στο μεταπανδημικό τοπίο»), πράγμα απολύτως λογικό μετά από έναν δίχρονο εγκλεισμό που μας έκανε όλους να αναθεωρήσουμε κάθε σχέση της ζωής μας.
Τι είναι αυτό που μας κάνει να χωρίζουμε από τους φίλους μας; Παλιά πίστευα ότι απλώς αλλάζει η ζωή. Μπαίνουν στη μέση σύντροφοι, μωρά, παιδιά, η πολιτική (καταραμένο δημοψήφισμα), την ίδια ώρα που ο χρόνος ελαχιστοποιείται. Κάποιοι άλλοι φυλλορροούν, αλλάζουν οι περιστάσεις, τα μέρη, οι συνθήκες. Εξάλλου, η φιλία δεν είναι κάτι στατικό αλλά περνάει φάσεις, κρίσεις, αλλαγές.
Αυτή όμως είναι μόνο η μισή εικόνα. Η αλήθεια είναι πως συχνά επιλέγουμε να αφήσουμε πίσω ανθρώπους που αγαπάμε ή που συνειδητά επιλέγουν να μας αφήσουν εκείνοι, αποχαιρετισμοί που πονάνε περίπου σαν διαζύγια.
Ίσως να ευθύνεται ο φθόνος – με ποιον θα συγκρίνεις τον εαυτό σου αν όχι με τους φίλους σου; Η ύπαρξή τους μοιάζει συχνά με τον καθρέφτη της δικής σου αποτυχίας. Οι επιτυχίες τους, οι επενδύσεις τους, τα ταξίδια τους, τα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών τους σου θυμίζουν όλους τους τρόπους με τους οποίους έχεις αποτύχει.
Συχνά τα πράγματα στραβώνουν ή απλώς ανακαλύπτεις πως είχες πέσει έξω, πως ο φίλος σου δεν είναι πια αυτό που ήταν ή πως ήταν πάντα έτσι, αλλά εσύ δεν το ήξερες, ή πως απλώς, μεγαλώνοντας, ξέρεις πιο καθαρά τι θες και τι δεν θες.
«Κάνουμε φίλους γιατί θέλουμε να μας καταλάβουν, για να νιώσουμε κοντά στους άλλους, για να μας δουν γι’ αυτό που είμαστε και να τους δούμε κι εμείς γι’ αυτό που στ’ αλήθεια είναι», μου έγραψε μια φίλη μου όταν της είπα για ποιο πράγμα γράφω. Είμαστε φίλες είκοσι χρόνια πια. Καμιά φορά, όχι πάντα, όταν είμαι με τους πραγματικούς μου φίλους και μιλάμε ή γελάμε, συμβαίνει και κάτι ακόμα: νιώθω σαν ένα ελαφρύ κύμα να με σηκώνει ψηλά και να με αφήνει εκεί, ευτυχισμένη, στον αφρό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.