ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΟΣΟ από προσωπική εμπειρία όσο και από μαρτυρίες γνωστών ότι η συνθήκη που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια υπήρξε καταλυτική μεταξύ άλλων και στο ζήτημα της φιλίας.
Δεν ήξερα όμως ότι υπήρχε ήδη και σχετική ορολογία, όπως διαπίστωσα διαβάζοντας ένα επικού μεγέθους και εύρους (με ποικίλες αποχρώσεις ανάμεσα στη βιωματικό πραγματεία και το επιστημονικό ρεπορτάζ) άρθρο που δημοσιεύτηκε προχθές στο Atlantic και έκανε λόγο για το Μεγάλο Πανδημικό Ξεκαθάρισμα Φίλων που συνέβη με αφορμή την απομόνωση και τους περιορισμούς.
Οι πρωτόγνωρες περιστάσεις έδωσαν σε πολύ κόσμο την ευκαιρία –και τη δικαιολογία– να απομακρυνθεί από φιλίες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως φορτικές, προβληματικές, «τοξικές».
Οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με το σαράκι της ζηλοφθονίας στις φιλίες. Αλλά και με τη φιλία γενικότερα, σε αντίθεση με τις ερωτικές σχέσεις, τον γάμο, την οικογένεια και «όλο αυτό το τρομερό συναπάντημα δεσμών σεξ, αίματος, εκκλησίας ή νόμου».
Τίτλος του άρθρου είναι η διαπίστωση (που έρχεται κάπου στη μέση ηλικία, εκεί που ανήκει και η συγγραφέας του, Jennifer Seniors) ότι εν τέλει «είναι οι φίλοι εκείνοι που σου ραγίζουν την καρδιά» (“It’s Your Friends Who Break Your Heart”) και όχι οι ερωτικοί μας σύντροφοι, όπως έχουμε μάθει να πιστεύουμε.
Η Seniors διαπιστώνει επίσης ότι η κουλτούρα μας δεν έχει βρει ακόμα το κατάλληλο σενάριο για το τέλος μιας φιλίας, δεν υπάρχουν στη φιλία ούτε η τελετουργία, ούτε η γραφειοκρατία, ούτε οι γλαφυρά έντονοι διάλογοι ανάμεσα στους εμπλεκόμενους που χαρακτηρίζουν τους δεσμούς έρωτα και αίματος.
Ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά στις φιλίες που σβήνουν ή διαλύονται όλο και πιο συχνά λόγω πολιτικών διαφορών (ακόμα και ανάμεσα σε άτομα με κοινές θεωρητικά πολιτικές αντιλήψεις), κάτι που ίσως δεν θίγεται ή δεν αναλύεται αρκετά, όπως και ο ρόλος που παίζει στη διάβρωση μιας φιλίας η ζήλια, ο φθόνος, αυτό που ο Σωκράτης φέρεται να είχε αποκαλέσει «το έλκος της ψυχής», με διαφορά το πιο ειδεχθές από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (λέμε συνέχεια «πεθαίνω από ζήλια», κανείς όμως δεν λέει ότι πέθανε από λαγνεία, υπεροψία ή οκνηρία).
Κι όμως, όπως επισημαίνει το άρθρο, οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με το σαράκι της ζηλοφθονίας στις φιλίες. Αλλά και με τη φιλία γενικότερα, σε αντίθεση με τις ερωτικές σχέσεις, τον γάμο, την οικογένεια και «όλο αυτό το τρομερό συναπάντημα δεσμών σεξ, αίματος, εκκλησίας ή νόμου».
Ίσως η ίδια η σύγχρονη ζωή είναι αυτή που συνωμοτεί εναντίον της φιλίας, ίσως η μαύρη αλήθεια είναι ότι κατά έναν τρόπο, «οι φιλίες είναι εκ φύσεως καταδικασμένες να ξεθωριάζουν ακόμα και στις πιο ιδανικές συνθήκες, είναι εντελώς αφύσικη η ιδέα ότι μπορεί ο καθένας και η καθεμιά μας να δημιουργήσουν τις δικές τους φυλές… Στην καλύτερη περίπτωση, οι χαμένες φιλίες μας πληγώνουν αλλά με τον καιρό το τραύμα επουλώνεται. Στη χειρότερη όμως, τις εκλαμβάνουμε ως προσωπικές αποτυχίες, κάθε μια τους κι ένα μικρό διαζύγιο, μια βαριά απώλεια. Κι από μια ηλικία και μετά, κάθε απώλεια τσούζει πολύ...»