ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ της Market Research Company Hellas κατέγραψε τα συναισθήματα που οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι τους εκφράζουν σε σχέση με το παρόν και το μέλλον. Δεν είναι παράξενο ότι προηγούνται ο φόβος (47,5%) και η οργή (43,7%), συναισθήματα που σταθερά κυριαρχούν από την εποχή της κρίσης. Ότι το 10,6% αισθάνεται περηφάνια ίσως μπορεί να αποδοθεί στους εορτασμούς για το επετειακό έτος του 1821. Είναι ενδιαφέρον ότι η ελπίδα (35,3%) προηγείται ελάχιστα της ντροπής (34,2%). Και σε πείσμα του πολιτικού λόγου της κυβέρνησης, το 60% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η κατάσταση είναι άσχημη και δεν θα βελτιωθεί άμεσα.
Γιατί όμως απουσιάζουν η θλίψη, ο πόνος, το πένθος; Ποτέ στη μεταπολεμική Ελλάδα δεν έχασαν τη ζωή τους σε μια διετία τόσο πολλοί άνθρωποι από μία μόνο αιτία (και δεν υπολογίζω βέβαια θανάτους από τα συνήθη παθολογικά αίτια). Με πάνω από 20.000 νεκρούς και συνεχώς αυξανόμενους αριθμούς, σύντομα δεν θα υπάρχει οικογένεια στην Ελλάδα που να μην έχει χάσει κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο από τον κορωνοϊό. Κι όμως, δεν είναι η θλίψη το συναίσθημα που οι νεοέλληνες ομολογούν ότι χαρακτηρίζει την κατάστασή τους.
Αυτό που οι μεσογειακοί Έλληνες αρνούνται να ομολογήσουν, το εκφράζει μια συγκινητική διαφήμιση των ψυχρών Γερμανών (της εταιρείας Penny). Ένας έφηβος βρίσκει άγρυπνη τη μητέρα του στην κουζίνα και τη ρωτά τι θα ήθελε για τα Χριστούγεννα. Του απαντά με έναν κατάλογο όλων των εμπειριών που ο γιος της και η ίδια, ως μητέρα, έχασαν λόγω της πανδημίας. «Θα ήθελα να μη μένεις όλο στο σπίτι, αλλά να ξεπορτίζεις και να μην ξέρω πού βρίσκεσαι. Θα ήθελα να αναγκαστεί ο μπαμπάς να σε μαζέψει επειδή παραήπιες. Θα ήθελα να κάνεις κοπάνα από το σχολείο, γιατί θεωρείς όλα τα άλλα πιο σημαντικά και γράφεις τη γνώμη μου στα παλιά σου τα παπούτσια. Θα ήθελα να κάνεις κρυφά ένα πάρτι και να πεις επιτέλους σε εκείνο το κορίτσι ότι το αγαπάς και να σου ραγίσει την καρδιά. Θα ήθελα να σηκωθείς να φύγεις. Θα ήθελα απλά να πάρεις πίσω τα νιάτα σου».
Σε πείσμα του διχαστικού πολιτικού λόγου που κυριαρχεί, αυτό που μας ενώνει είναι το πένθος για δυο χρόνια χαμένα· χαμένα για τους νέους που στερήθηκαν την άτακτη ανεξαρτησία που προσιδιάζει στην ηλικία τους· χαμένα για τους ηλικιωμένους που στερήθηκαν την οικογενειακή θαλπωρή που δικαιούνται.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Elizabeth Kübler-Ross, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με θάνατο αγαπημένου προσώπου ή κάποια άλλη συμφορά ή απώλεια, περνάμε από πέντε στάδια πένθους: άρνηση, οργή, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Τα στάδια αυτά τα παρατήρησε πρώτος ο Θουκυδίδης (8.1.1-2) στην περιγραφή των αντιδράσεων των Αθηναίων όταν έφτασε η είδηση για τη στρατιωτική πανωλεθρία στη Σικελία και τον χαμό του εκστρατευτικού σώματος. Όπως γράφει, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Αθηναίοι αρνούνταν να το πιστέψουν (ἠπίστουν). Στη συνέχεια έστρεψαν την οργή τους σε όσους τους είχαν παρακινήσει στην εκστρατεία (χαλεποὶ ἦσαν, ὠργίζοντο). Ακολούθησαν ο τρόμος (φόβος, κατάπληξις), η θλίψη (ἐλύπει, ἐβαρύνοντο) και η απελπισία (ἀνέλπιστοι). Μόνο μετά την αποδοχή της συμφοράς ανασκουμπώθηκαν και συνέχισαν τον πόλεμο για άλλα δέκα χρόνια.
Τους τελευταίους μήνες, ενώ η κυβέρνηση καθυστερεί τα αναγκαία μέτρα για να μη δυσαρεστήσει μερίδες του εκλογικού σώματος και η αντιπολίτευση δεν χάνει ευκαιρία να ρίχνει λάδι στις φωτιές που ανάβει η κυβέρνηση, η πολιτική ρητορική είναι ρητορική άρνησης της πραγματικότητας και αβάσιμων ελπίδων από τους μεν, οργής και φόβου από τους δε. Το 1/3 των Ελλήνων, εκείνοι που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι, έχουν μείνει στη φάση της άρνησης και του θυμού και οι μισοί Έλληνες διακατέχονται από φόβο. Ωστόσο, όλοι μάλλον βιώνουν ανομολόγητη θλίψη. Σε πείσμα του διχαστικού πολιτικού λόγου που κυριαρχεί, αυτό που μας ενώνει είναι το πένθος για δυο χρόνια χαμένα· χαμένα για τους νέους που στερήθηκαν την άτακτη ανεξαρτησία που προσιδιάζει στην ηλικία τους· χαμένα για τους ηλικιωμένους που στερήθηκαν την οικογενειακή θαλπωρή που δικαιούνται. Το να πενθήσουμε για όλα όσα χάσαμε και χάνουμε, για την καθημερινότητα με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστά της, είναι αναγκαίο βήμα για να αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια, ρεαλισμό και νηφαλιότητα την κατάσταση που έχει δημιουργήσει η πανδημία, αλλά και για να αξιολογήσουμε τις πολιτικές ηγεσίες που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.