ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ. Όταν φτάσαμε στο πάρτι της ζωής το περιβάλλον τελείωνε. Οι φωνές των ειδικών είναι βολικές όταν είναι βολικές. Τις άλλες ώρες καλύτερα να σωπαίνουν. Παγκοσμίως. Από τον Αμαζόνιο ‒αντικείμενο προς εκμετάλλευση/αξιοποίηση‒ μέχρι την καιόμενη Ισπανία με τους νεκρούς από τη ζέστη.
Στη μικρή μας χώρα (που έχει θρηνήσει νεκρούς στις φλόγες) η έλλειψη προετοιμασίας για το οτιδήποτε καμουφλάρεται ως τυχαίο γεγονός, θεϊκό σχεδόν, καταστροφή για την οποία μόνο η βροχή και η φορά του ανέμου έχουν λύσεις.
Θα θύμιζε αρχαία τραγωδία, αν δεν ήταν τόσο hi tech τα μέσα παρακολούθησης του ανέμου, των δασών και των στοιχείων της φύσης. Θα ήταν κάτι αποδεκτό το τυχαίο (που πάντα καθορίζει τα ανθρώπινα), αν μπορούσαμε καλόπιστα να δεχθούμε ότι υπήρξε προετοιμασία και ότι γίνονται αυτές οι πολυδιαφημισμένες προσπάθειες για προστασία του πρασίνου.
Εμείς ή αυτοί. Αυτοί ή εμείς. Ο καθένας και η φωτιά του. Ο καθένας και τα καμένα του. Ο καθένας και το σκηνικό φρίκης (απ’ τα πολλά) που τον τραυμάτισε περισσότερο. Κοινό σημείο αναφοράς η ερώτηση «τι είναι το χειρότερο;». Χειρότερα ήταν τότε ή μήπως άλλοτε; Πολιτική με όραμα.
Είναι εντυπωσιακές οι λέξεις. Η υποκρισία που μπορεί να φωλιάσει στην περίτεχνη χρήση τους. Γίνεται τόσο πολλή συζήτηση για τη βιώσιμη ανάπτυξη, το πράσινο, την κυκλική οικονομία. Και η καταστροφή συνεχίζεται αμείλικτη πλάι στον κόσμο της εικόνας και του online παιχνιδιού ρόλων. Από τη Βρετανία ως την Ινδία.
Μες στα καμένα είναι πεταμένες και οι λέξεις που κάποτε ίσως να είχαν μια παράδοξη σημασία. Τώρα έχει χαθεί κι αυτή, μένει το τσόφλι της λέξης. Επικοινωνιακός θόρυβος. Διαχείριση της εικόνας, των εντυπώσεων και των σημάτων. Δυνάμεις και πόροι ρίχνονται στη δημιουργία φανερών ή συγκαλυμμένων διαφημίσεων που βασίζονται στην ηθική ανωτερότητα του διαφημιζόμενου. Την ίδια ώρα δέντρα φλέγονται παντού με έναν ήχο που μας τρώει τον εγκέφαλο.
Βιωσιμότητα; Κλιματική αλλαγή; Σχέδιο πυρόσβεσης; Μια σαχλαμάρα απ’ τις πολλές που έχουν να προσθέτουν σ’ αυτά που γράφουν, σε αναφορές, posts και tweets γραφειοκράτες του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα και όσοι διάλεξαν για δουλειά τους τη διαχείριση των λέξεων πολιτικών και εταιρειών.
Οι εταιρείες είναι ξαφνικά όλες πράσινες. Ακόμα κι αν είναι διυλιστήρια, κατασκευαστικές ή ρούχων. Παρόλο που η ανάπτυξή τους συνδέεται εγγενώς με την επίθεση στις συνθήκες της ύπαρξής μας, με τη στέρηση του περιβάλλοντός μας.
Κι ενώ συνεχίζονται οι κύκλοι της παραγωγής και της κατανάλωσης που φέρνουν την αυτοκαταστροφή μας, όλο και πιο πολλές βιομηχανίες που έχουν γεμίσει τον κόσμο σκουπίδια και απόβλητα θα γίνονται «πράσινες». Και η διεθνής κουβέντα θα συνεχίζεται. Γελοία και θλιβερή, με σκηνικό τον πόλεμο και την ενεργειακή εξάρτησή μας απ’ τους κακούς.
Η εγχώρια συζήτηση για τις φωτιές είναι ένα πλήρες δράμα. Θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει μακροπρόθεσμα σχέδια για το πράσινο. Για την προστασία χλωρίδας και πανίδας. Επιχειρήματα για την οικολογία, αριστερά, δεξιά και στη μέση. Κι αντί γι’ αυτό, θόρυβος πάλι.
Αυτό το blablabla που είπε η Γκρέτα για τους διεθνείς παίκτες εδώ είναι «α» και «ου». Εμείς ή αυτοί. Αυτοί ή εμείς. Ο καθένας και η φωτιά του. Ο καθένας και τα καμένα του. Ο καθένας και το σκηνικό φρίκης (απ’ τα πολλά) που τον τραυμάτισε περισσότερο. Κοινό σημείο αναφοράς η ερώτηση «τι είναι το χειρότερο;». Χειρότερα ήταν τότε ή μήπως άλλοτε; Πολιτική με όραμα.
Συζητήσεις καλτ για το αν θα καούν κάμποσα ζώα, ή σπίτια, ή βίλες, ή άνθρωποι. Αξίες που συγκροτούν τη βάση του πολιτισμού μας αντιμετωπίζονται σαν κάτι που το ρίχνεις στη ζυγαριά και κρίνεις πόσο να κόψεις, πόσο ν’ αφήσεις. Από το περιβάλλον; Από το πράσινο; Από την ιδιωτική περιουσία; Από τις κουκουβάγιες;
Τέτοιες σταθμίσεις είναι αποδεκτές την ώρα της καταστροφής σε ένα πλαίσιο κατεπείγοντος (π.χ. όταν η Πυροσβεστική σώζει την αστάθμητη ανθρώπινη ζωή και θυσιάζει το δάσος την ώρα της φωτιάς), αλλά ας μη γίνει το σπορ μας για όλον τον χρόνο. Εδώ, στην τελική πίστα, στο game over, πρέπει να απαιτήσουμε μακροπρόθεσμο σχέδιο που να περιλαμβάνει και το ζαρκάδι και τους ανθρώπους και την καλύβα και το δάσος. Πρέπει ν’ αλλάξουν τα πάντα.
Τα δέντρα που καίγονται είναι οι καμένες σιγουριές μας. Είναι η χαμένη ευκαιρία μας να ξαναβρούμε τα έλατα και τα βουνά των παιδικών μας χρόνων. Να ανασάνουμε εκείνον τον ωραίο αέρα. Είναι όλες οι φορές που ασφυκτιούμε στα μπαλκόνια μας, οι χαμένες μας επαφές με νυχτερίδες, ελάφια, κουκουβάγιες, τσίχλες και κοτσύφια. Το χαλί τραβιέται κάτω από τα πόδια μας, όχι αστραπιαία και ταχυδακτυλουργικά αλλά ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, με κάθε επίθεση στο πράσινό μας.