ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ γράφονται αυτές οι εικόνες, το μπροστινό τμήμα της επιγραφής του καταστήματος έχει ήδη αφαιρεθεί, αποκαλύπτοντας τρεις –βουβές πλέον– συστοιχίες λαμπτήρων φθορισμού, που τη φώτιζαν για περίπου σαράντα χρόνια.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το εργαστήριο «ΤΑΠΕΤΣΑΡΙΑΙ ΚΑΛΑΒΡΟΣ» υπήρχε στην οδό Κερκύρας στην Κυψέλη για πολύ περισσότερο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, μόνο που αρχικά λειτουργούσε σε άλλο χώρο, λίγα μέτρα πιο κάτω, στο ίδιο πεζοδρόμιο. Αυτό το φαρδύ πεζοδρόμιο της Κερκύρας γνώρισε δόξες μπροκάρ και χρυσής πατίνας, καθώς πατήθηκε από αμέτρητα κομψά, ξύλινα ποδαράκια Louis XIV και Louis XV. Γιατί, όσο ο ταπετσέρης δούλευε εντός, τα έπιπλα που βρίσκονταν σε αναμονή έπαιρναν θέση εκτός του καταστήματος.
Πολύ πριν μάθουμε τους Campana Brothers και προτού τρυπώσει ανάμεσα στις λέξεις μας το «upcycling», στο 33 της οδού Κερκύρας είχε αναχθεί σε τέχνη το «upholstering» – στην καθαρευουσιάνικη μάλιστα εκδοχή του: «ΤΑΠΕΤΣΑΡΙΑΙ». Μια εκδοχή που φωτογράφιζε και περιείχε όλη την ιστορία του.
Οι δωρικές ευστοχίες της δανέζικης φόρμας, τα γενναιόδωρα ημικύκλια στα δρύινα μπράτσα κάποιας art deco πολυθρόνας ή το απλό διαχρονικό περίγραμμα στην πλάτη μιας καρέκλας μπιστρό έστηναν καθημερινά για δεκαετίες ένα θεατράλε σκηνικό, δημοκρατικά μοιρασμένο ανάμεσα σε στυλ και ρυθμούς και δωρεάν προσφερόμενο ως θέαμα σε όλους. Και, παρόλο που τις περισσότερες το προσπερνούσαμε, συνηθισμένοι στην όψη του, αρκούσε ένα τυχαίο βλέμμα σε μια φθαρμένη, ακριβή, βελούδινη στόφα για να νιώσουμε την αύρα της αστικής ζωής να ορμάει σαν ωστικό κύμα στα μάτια, το σώμα, το δέρμα.
H φήμη της επιχείρησης γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της γειτονιάς. Πελάτες εδώ ήταν όλη η Αθήνα. Δωμάτια σε διαμερίσματα και μονοκατοικίες άδειαζαν και για λίγο σιωπούσαν, μέχρι να «βάλει το χέρι του» ο maitre-τεχνίτης, ξαναζωντανεύοντας τα έπιπλά τους. Και είναι βέβαιο ότι τα «κομμάτια» αυτά, που εναλλάσσονταν στο πεζοδρόμιο κάθε δυο-τρεις μέρες, άξιζαν τη ματιά ενός ρεαλιστή σαν τον Balzac ή τον Flaubert, για να αγκαλιάσει με τον δέοντα σεβασμό τη λεπτομέρειά τους.
Έτσι, πολύ πριν μάθουμε τους Campana Brothers και προτού τρυπώσει ανάμεσα στις λέξεις μας το «upcycling», στο 33 της οδού Κερκύρας είχε αναχθεί σε τέχνη το «upholstering» – στην καθαρευουσιάνικη μάλιστα εκδοχή του: «ΤΑΠΕΤΣΑΡΙΑΙ». Μια εκδοχή που φωτογράφιζε και περιείχε όλη την ιστορία του.
Όταν πρωτοείδα την ανακοίνωση ότι το εργαστήριο του ταπετσέρη αφήνει τη γειτονιά μας και μεταφέρεται αλλού, είπα να παρηγορήσω τον εαυτό μου με εκλογικεύσεις. Να σκεφτώ πως, όσο φυσικό ήταν να έχει κάνει η Κυψέλη την αρχή ανακαινίζοντας τα έπιπλά της, άλλο τόσο επόμενο ήταν τώρα, με το «gentrification» να την αγκαλιάζει όλο και πιο σφιχτά, να μη σηκώνει πια νέες ταπετσαρίες και παλιά δοκιμασμένη μαστοριά. Και πως είναι «καλό νέο» το γεγονός ότι η επιχείρηση μεταφέρεται και δεν κλείνει.
Όμως, λίγο μετά, εκείνη η καθαρεύουσα ξανάρθε μπροστά μου. Πήρε μια καρέκλα δανέζικης τραπεζαρίας, κάθισε ήρεμα στο τριζάτο μαύρο δέρμα και απαίτησε έναν σωστό αποχαιρετισμό. Κατέβασα, λοιπόν, έναν αγαπημένο Balzac και της τον αφιερώνω: «Όλα έτσι είναι, αλλά και δεν είναι. Τι λείπει; Ένα τίποτα, κι αυτό το τίποτα είναι το παν. Έχετε αποδώσει φαινομενικά τη ζωή, δεν έχετε εκφράσει όμως το πλεόνασμά της που ξεχειλίζει, εκείνο το κάτι τι που είναι ίσως η ψυχή και που επιφέρεται επάνω του κελύφους ως νεφέλη·».*
*Ηοnoré de Balzac, «To άγνωστο αριστούργημα», μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Άγρα 1983