Η «ΟΛΕΑΝΝΑ» ΤΟΥ Ντέιβιντ Μάμετ έκανε πρεμιέρα στην Αμερική το 1992, έναν μόλις χρόνο μετά την πρώτη πολύκροτη δίκη για σεξουαλική παρενόχληση στις ΗΠΑ. Μια φοιτήτρια κατηγορεί τον καθηγητή της για σεξουαλική παρενόχληση, στερώντας του έτσι τη μόνιμη θέση που έχει αιτηθεί στο πανεπιστήμιο.
Το έργο, μια σπουδή στα παιχνίδια εξουσίας, παίχτηκε το 1994 στο Απλό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, με τη Μαριάνθη Σοντάκη στον ομώνυμο ρόλο και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση στον ρόλο του καθηγητή. Ήμουν 14 χρονών και η μητέρα μου με πήρε μαζί της να δούμε την παράσταση. Θυμάμαι ότι δεν κατάλαβα τίποτα.
Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές αλλά απηχούσαν την τότε αντίληψη για την πολιτική ορθότητα, ως μια ελαφρώς παράλογη αμερικάνικη τάση. «Ξέρουμε, από τις πληροφορίες των μίντια σε πόσο επικίνδυνο βαθμό έχει φτάσει το θέμα της πολιτικής ορθότητας στην Αμερική και τα αδιέξοδα στα οποία αυτή έχει οδηγήσει», έγραψε ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης στην κριτική του για την «Ολεάννα», στην Ελευθεροτυπία. «Μόνο από την Αμερική θα ερχόταν αυτό το έργο-γροθιά{…}. Μόνο εκεί οι δομές του συστήματος έχουν γίνει πλέον εκχυμωτές ψυχών» ξεκινούσε το κείμενο του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα Νέα.
Η πολιτική ορθότητα της δεκαετίας του ‘90 ήταν στην Ελλάδα κάτι σαν μια ξενόφερτη μόδα που αφορούσε τους φοιτητές κοινωνιολογίας και τους διανοούμενους.
Το #metoo και το νέο κύμα φεμινισμού, η νέα αντίληψη για τη σεξουαλικότητα και τον αυτοπροσδιορισμό είναι όλα θέματα που αφορούν ως επί το πλείστον τους κάτω των τριάντα. Ο νέος πόλεμος της πολιτικής ορθότητας και του cancel culture είναι πάνω απ’ όλα ένας πόλεμος γενιών.
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ζούμε τη δεύτερη άνοιξη της «πολιτικής ορθότητας». Μόνο που τώρα αφορά αυτούς που μετράνε – τους νέους Έλληνες. Ο κόσμος μας είναι πολύ πιο συνδεδεμένος, πολύ πιο άνισος. Το #metoo και το νέο κύμα φεμινισμού, η νέα αντίληψη για τη σεξουαλικότητα και τον αυτοπροσδιορισμό είναι όλα θέματα που αφορούν ως επί το πλείστον τους κάτω των τριάντα. Ο νέος πόλεμος της πολιτικής ορθότητας και του cancel culture είναι πάνω απ’ όλα ένας πόλεμος γενιών.
Διαβάζοντας κανείς πρόσφατα ελληνικά κείμενα καταλαβαίνει την αντιπάθεια της παραδοσιακής δεξιάς για «τις χιονονιφάδες που προσβάλλονται με το παραμικρό» και «τις υστερικές φεμινίστριες που δεν έχουν χιούμορ». Αντιλαμβάνεται όμως και την επιφύλαξη της αριστεράς για «την υπερβολή της αμερικαναρίας» («Λογοκρίνουν τα βιβλία», «Ο νέος μακαρθισμός είναι εδώ»). Και τέλος καταλαβαίνει την ηλικία του γράφοντα.
Η εποχή έχει αλλάξει ραγδαία. Πολλά πράγματα που γράφαμε αυθόρμητα κάποτε, πλέον δεν γράφονται ούτε ως αστεία. Είναι αυτό απαραίτητα κακό; Μας λείπουν τόσο πολύ οι συνεχείς αναφορές στην εξωτερική εμφάνιση των άλλων και ο υφέρπων σεξισμός που βρισκόταν παντού, από τα παραπολιτικά δημοσιεύματα μέχρι τις κριτικές δίσκων;
Όσο για αυτούς που λένε πως «δεν μπορείς να κάνεις πια αστεία», ναι η πολιτική ορθότητα δεν ευνοεί τον σαρκασμό ούτε τους πνευματώδεις υπαινιγμούς. Όλα είναι αυτό που φαίνονται και ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της κυριολεξίας.
Αντιλαμβάνομαι ότι η ατμόσφαιρα είναι ασφυκτική. Ναι, τα social media είναι τοξικά – ένας αγριεμένος όχλος που διψά για το αίμα οποιουδήποτε πει το λάθος πράγμα. Ναι, οι αντιδράσεις είναι συχνά δυσανάλογες και άδικες.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, βέβαια, στην Ελλάδα όλα ξεχνιούνται γρήγορα: Το κράξιμο στα σόσιαλ μίντια, ευτυχώς ή δυστυχώς, σπάνια σηματοδοτεί κάποια σημαντική αλλαγή. Σε δύο μήνες κανείς δεν θυμάται καν τι και ποιον αφορούσαν όλα αυτά τα παθιασμένα tweets και stories.
Επίσης, σαφώς όλοι προσβάλλονται πολύ εύκολα πια, σε κωμικό βαθμό. Στη διάρκεια της πανδημίας είχα κάνει μια αναφορά σε ένα Facebook γκρουπ αφιερωμένο στο ψωμί με προζύμι. Κάπου στο τέλος του κειμένου έκανα το λάθος να πω πως με κούρασε η πανδημία και δεν θέλω να ξαναφτιάξω ψωμί με προζύμι. Η άρνηση μου να ξαναφουρνίσω ξεσήκωσε μια θύελλα διαμαρτυριών που θύμιζε κακή κωμωδία. Άρχισα να λαμβάνω αλλόκοτα υβριστικά μηνύματα «Δεν σας άξιζε το προζύμι, δεν το καταλαβαίνετε, δεν σας διάλεξε», «Ξεπουλημένα αρδάκια, θα πουλάγατε και το τομάρι σας για λίγη δημοσιότητα», «Μια γυνεκα σε ειλικία γάμου που δεν ξέρει να φτιαχνηι ψωμί!!!!1!!!!Πόσο θληβερει ιστε».
Κάποιοι αναρωτιούνται μήπως η πολιτική ορθότητα ή η κουλτούρα της ακύρωσης έχει ξεφύγει. Μιλούν για την Ελλάδα; Σε περίπτωση που ανησυχεί κανείς για την πολιτική ορθότητα, μπορεί απλώς να ανοίξει την τηλεόραση του και να δει μια εκπομπή «ψυχαγωγίας» ή τις ειδήσεις. Ζούμε στη χώρα που τα πολυκαταστήματα πουλάνε στολές «ράσταμαν» και «Κινέζας», στις Απόκριες. Το Σάββατο βράδυ βλέπουμε τον Μαρκο Σεφερλή σε επανάληψη να κάνει αστεία για ξανθιές και πούστηδες. Η δε περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι αυτή μιας χώρας κατά βάσει συντηρητικής, με δυσπιστία για όλους τους θεσμούς εκτός από την ιερή οικογένεια, με τρομερό σεξισμό και ανισότητα. Ας γυρίσουν πλευρό – έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας για να φτάσει η Ελλάδα «να υπερβάλλει» στην πολιτική ορθότητα.
Εκτός από την πολιτική ορθότητα ξαναγύρισε κι η «Ολεάννα». Ξαναπαίζεται και πάλι στην Αθήνα δυο χρόνια τώρα με μεγάλη επιτυχία. Η περιγραφή της παράστασης τελειώνει με την ατάκα που στόλιζε το πόστερ της ταινίας (που γυρίστηκε το 1994): «Εκείνος λέει ότι ήταν απλώς ένα μάθημα. Εκείνη, σεξουαλική παρενόχληση. Όποιον και να πιστέψετε, θα κάνετε λάθος».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ολεάννα» εδώ.