— Στη δημόσια σφαίρα το τελευταίο διάστημα κυριαρχεί η εκτίμηση ότι στις ευρωεκλογές αυτές δεν υπήρξε ουσιαστική αναφορά στην Ευρώπη και στα ζητήματα που την αφορούν. Ποιο θα λέγατε ότι θα έπρεπε να είναι το διακύβευμα αυτών των ευρωεκλογών και ποιο είναι τελικά στην πράξη;
Η επιλογή της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα επόμενα πέντε χρόνια –η οποία σε μεγάλο βαθμό κρίνεται στις εκλογές της Κυριακής, που θα δώσουν και την κατανομή ισχύος μεταξύ των κομμάτων στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο– θα επηρεάσει τις αποφάσεις που η Ευρώπη καλείται να πάρει σχετικά με τη θέση της στο διεθνές σύστημα και την έκταση της αυτονόμησής της από τις ΗΠΑ, τη στάση της στον πόλεμο στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη, τον ρυθμό υιοθέτησης των μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της έναντι τρίτων οικονομιών και την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Διαφορετική θα είναι η κατεύθυνση των αποφάσεων αν η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά αναζητήσει συμμάχους στα δεξιά της και διαφορετική αν επιβιώσει η παραδοσιακή συμμαχία της κεντροδεξιάς με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Φιλελευθέρους. Η ισχύς των κομματικών ομάδων αλλά και τα πρόσωπα που θα βρεθούν στις θέσεις των διαπραγματευτών για όλα τα παραπάνω είναι κομβικά θέματα, που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια ψήφου στις κάλπες της Κυριακής. Αντί αυτών, ως διακυβεύματα προβάλλονται από τα ελληνικά κόμματα η θολή και παρωχημένη έννοια της πολιτικής σταθερότητας, η τιμωρία του Μητσοτάκη ή το μέλλον της κεντροαριστεράς. Η ευθύνη των κομμάτων για τον αποπροσανατολισμό των εκλογέων από τα ουσιαστικά διακυβεύματα της ευρωαναμέτρησης είναι βαριά.
Το ότι οι νέοι παρακολουθούν τους πολιτικούς να ψάχνουν την τιμή της φέτας, να δοκιμάζουν παπούτσια με το σήμα του κόμματός τους στο πλάι και να βάζουν στοιχήματα για το ποια ομάδα θα κερδίσει έναν τελικό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
— Οι εκλογείς πάντως δεν φαίνεται να συγκινούνται από αυτά τα διακυβεύματα, ούτε τα ευρωπαϊκά ούτε τα εγχώρια. Πώς ερμηνεύεται αυτή η αδιαφορία και πώς θα αποτυπωθεί στο ποσοστό συμμετοχής στις κάλπες της Κυριακής;
Η αποχή όντως εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 25% σε σύγκριση με τα επίπεδα των περσινών εκλογών, με συνέπεια να ξεπεράσει το συμβολικό όριο του 50% για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία. Δεδομένων και των τεχνικών διευκολύνσεων που παρέχονται πλέον στην άσκηση του δικαιώματος της ψήφου, η αποχή θα πρέπει να ερμηνεύεται και ως μια ενεργητική πράξη καταδίκης των υπαρχουσών κομματικών επιλογών και όχι αποκλειστικά και μόνο ως απλή ένδειξη αδιαφορίας για τα δημόσια πράγματα. Είναι βέβαια αληθές ότι αγνοώντας τα ευρωπαϊκά διακυβεύματα –ή μη συνδέοντάς τα με την καθημερινότητά τους– και μην αναγνωρίζοντας ως σημαντικά τα εγχώρια «διακυβεύματα» που τίθενται από τα κόμματα, λόγω και της άνετης κυριαρχίας της ΝΔ οι ψηφοφόροι τείνουν να βλέπουν την αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου ως μια πληκτική αγγαρεία, την οποία οι πιο πολλοί προσπαθούν να αποφύγουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μεταξύ εκείνων που δηλώνουν πρόθεση ψήφου για συγκεκριμένο κόμμα στις δημοσκοπήσεις περίπου το 1/5 δηλώνει ότι η πιθανότητα να μην προσέλθει τελικά στην κάλπη είναι μεγάλη. Η αποχή λοιπόν εμφανίζεται στο ελληνικό εκλογικό σώμα ως μια νομιμοποιημένη πολιτική επιλογή.
— Είπατε προηγουμένως ότι τα κόμματα θέτουν εγχώρια διλήμματα στις κάλπες αυτές. Είναι σωστό να αντιμετωπίζουμε τις ευρωεκλογές ως δημοσκόπηση για τις εθνικές εκλογές;
Είναι σίγουρα πολιτικά εσφαλμένο να θέτουμε ζητήματα που αφορούν την εγχώρια πολιτική σε μια αναμέτρηση που στοχεύει στην επιλογή προσώπων τα οποία θα ασχοληθούν με ένα άλλο επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων, το υπερεθνικό. Βεβαίως, τα διλήμματα των κομμάτων περνούν σε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, που τελικά αντιμετωπίζει τις ευρωεκλογές με όρους εθνικών εκλογών. Ωστόσο, καθώς εκλαμβάνονται ως «εκλογές δεύτερης τάξης», δηλαδή εκλογές μικρότερης σημασίας σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές, τα αποτελέσματα εμφανίζουν συνήθως μια μικρή απόκλιση από αυτά των εθνικών εκλογών, κυρίως σε βάρος των μεγάλων κομμάτων και προς όφελος των πιο μικρών. Υπό την έννοια αυτή –και αφού λάβουμε υπόψη μας αυτήν τη μικρή διόρθωση για τα μεγάλα και για τα πολύ μικρά κόμματα–, το αποτέλεσμα μιας ευρωαναμέτρησης μπορεί να δώσει την εικόνα του αποτελέσματος μιας εθνικής αναμέτρησης. Γι’ αυτό άλλωστε, όταν οι δύο αναμετρήσεις εμφανίζουν και μεγάλη χρονική εγγύτητα, τα αποτελέσματα σπανίως διαφέρουν.
— Δεν υπάρχουν δηλαδή περιθώρια για ανατροπές ή εκπλήξεις την ερχόμενη Κυριακή;
Η αβεβαιότητα για την προσέλευση στις κάλπες, την οποία εκδηλώνει, όπως είπαμε, μεγάλο τμήμα του ακροατηρίου που δηλώνει μια πρόθεση ψήφου, είναι παράμετρος που δύναται να φέρει μικρές διαφορές από την καταγεγραμμένη στις δημοσκοπήσεις εικόνα. Αν η αποχή της τελευταίας στιγμής παρουσιάζει ασυμμετρίες ως προς την προέλευσή της, τότε το κόμμα που θα έχει χάσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων του προς την αποχή θα αποτυπωθεί με χαμηλότερα ποσοστά από αυτά που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις, όπου η αβεβαιότητα της πρόθεσης ψήφου που δηλώνεται δεν σταθμίζεται, ενώ ένα άλλο κόμμα που τελικά δεν θα χάσει πολλούς ψηφοφόρους του προς την επιλογή της αποχής θα εμφανιστεί με το ποσοστό του υπερπληθωρισμένο. Μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την προσέλευσή τους στην κάλπη εμφανίζουν αυτήν τη στιγμή οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που καθιστά το ποσοστό που θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ αρκετά ασταθές, κυρίως προς τα κάτω. Έκπληξη μπορεί επίσης να προέλθει από το υψηλό ποσοστό που θα καταγράψει η Φωνή Λογικής, το κόμμα που φαίνεται να έχει ξεχωρίσει τις τελευταίες εβδομάδες ως ο κεντρικός υποδοχέας της «ορφανής» –μετά την απαγόρευση συμμετοχής των Σπαρτιατών στις εκλογές– χρυσαυγίτικης ψήφου. Η δήλωση στήριξης σε τέτοια κόμματα συχνά αποσιωπάται στις δημοσκοπήσεις, αλλά εκδηλώνεται πίσω από το παραβάν, ωθώντας τέτοιου τύπου κόμματα προς τα πάνω.
— Τα κόμματα του ακροδεξιού χώρου διευρύνουν την εκλογική επιρροή τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Καταγράφεται μάλιστα σημαντικότατη απήχηση στα νεότερα ηλικιακά στρώματα. Πώς ερμηνεύετε αυτήν την επιτυχία της ακροδεξιάς;
Ο ακροδεξιός λόγος περιέχει, πέραν από αντιμεταναστευτικές και αντιφιλελεύθερες σε ζητήματα ατομικών ελευθεριών θέσεις, που φυσικά ελκύουν ένα συγκεκριμένο κοινό, και ένα στοιχείο που τον καθιστά ευρύτερα δημοφιλή: τον λαϊκισμό, δηλαδή την ωμή εχθρότητα απέναντι στο σύστημα εξουσίας και την εξύμνηση του απλού και αδικημένου πολίτη. Το στοιχείο του λαϊκισμού βρίσκει δεκτικά ακροατήρια σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, ίσως μάλιστα ευκολότερα στους νεότερους της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου –μετά από την οικονομική κρίση, την πανδημία του Covid-19 και τη ραγδαία άνοδο των τιμών–, που βιώνουν εντονότερα τη ματαίωση των προσδοκιών τους. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός έχει δέσει τα τελευταία χρόνια στο άρμα του και τον αντιευρωπαϊσμό, αποδίδοντας στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον ρόλο του συστήματος που ευθύνεται για την κάθε δυσχέρεια της καθημερινότητας του μέσου πολίτη. Η κάλπη των ευρωεκλογών εύλογα λοιπόν ενισχύει περαιτέρω το ακροδεξιό λαϊκιστικό κύμα, διότι θέτει από μόνη της το ζήτημα της λειτουργίας και των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
— Το νεότερο ακροατήριο γενικά φαίνεται να πολιορκείται στις εκλογές αυτές κυρίως μέσω της έντονης χρήσης των social media, κυρίως του TikTok, αλλά και μέσω των επισκέψεων αρχηγών και υποψηφίων σε πρωινές εκπομπές. Εκτιμάτε ότι είναι αποτελεσματικές αυτές οι νέες οδοί επικοινωνίας; Αλλάζουν τις πολιτικές συμπεριφορές;
Η χρήση των social media ως νέου δρόμου επικοινωνίας πράγματι έφερε τα πολιτικά πρόσωπα κοντά στο νεανικό κοινό, που σε καμία περίπτωση πλέον δεν αγοράζει εφημερίδες και δεν παρακολουθεί τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία. Ιδιαίτερα μάλιστα με τη ραγδαία άνοδο της χρήσης του TikTok, το οποίο επιβάλλει εκ των πραγμάτων το «τσαλάκωμα» των υποκειμένων των βίντεο, οι πολιτικοί πρωταγωνιστές παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά στους νέους με ένα προφίλ συμπεριφοράς, εικόνας και λόγου απολύτως συμβατό με το δικό τους. Οι νέοι αποδέχθηκαν λοιπόν μάλλον ευχάριστα την εξέλιξη αυτή, όμως αυτή η έκπληξή τους ή έστω το ενδιαφέρον τους δεν θα πρέπει να μεταφράζεται σε απόφαση στήριξης ενός προσώπου ή κόμματος, ούτε καν στην επιλογή της συμμετοχής στις κάλπες. Η πολιτική αποξένωση των νέων ψηφοφόρων έχει πολύ βαθιές ρίζες στην πεποίθηση των νέων ότι οι πολιτικοί αδιαφορούν για την ουσία των ζητημάτων και ότι είναι αναποτελεσματικοί στη διαχείρισή τους. Το ότι τους παρακολουθούν να ψάχνουν την τιμή της φέτας, να δοκιμάζουν παπούτσια με το σήμα του κόμματός τους στο πλάι και να βάζουν στοιχήματα για το ποια ομάδα θα κερδίσει έναν τελικό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.