ΓΕΡΑΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΩΝ δυνατοτήτων αντιπλημμυρικά έργα, μπαζωμένα ρέματα αλλά και καινούργια έργα που συνεχίζουν να κατασκευάζονται χωρίς να έχουν προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει αυξήσει τη συχνότητα των ακραίων βροχοπτώσεων, είναι το τρίπτυχο της παθογένειας που βυθίζει τη χώρα στις λάσπες.
Σ' αυτές τις λάσπες χάθηκαν τα τελευταία 24ωρα τρεις ζωές. Τι πραγματικά συνέβη στη Μαγνησία; Γιατί μετατράπηκαν σε λίμνες οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας;
Οι ακραίες βροχοπτώσεις των ημερών βγάζουν στην επιφάνεια τα προβλήματα που έχουν τα γερασμένα αντιπλημμυρικά έργα που υπάρχουν σε αρκετές περιοχές της χώρας και στην Αθήνα, τα οποία δεν αντέχουν ή δεν επαρκούν να διαχειριστούν τα δυσθεώρητα ύψη βροχών που φέρνει η κλιματική κρίση.
Η κακοκαιρία των τελευταίων 24ωρων ανέδειξε επίσης για άλλη μία φορά την παθογένεια ενός ολόκληρου συστήματος που χρόνια τώρα δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε αναγκαίες κατεδαφίσεις από τις κοίτες των ρεμάτων που έχουν μπαζωθεί.
Η κακοκαιρία των τελευταίων 24ωρων ανέδειξε επίσης για άλλη μία φορά την παθογένεια ενός ολόκληρου συστήματος που χρόνια τώρα δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε αναγκαίες κατεδαφίσεις από τις κοίτες των ρεμάτων που έχουν μπαζωθεί.
Παράλληλα αποκάλυψε και τη διαχρονική απροθυμία των κυβερνήσεων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα: «Στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα κατασκευάζουμε τα αντιπλημμυρικά έργα χωρίς να έχουμε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες των ακραίων κλιματικών φαινομένων», λέει η Γραμματή Μπακλατσή, τοπογράφος πολεοδόμος μηχανικός που ζει και εργάζεται στον Βόλο, η οποία εξηγεί στη LiFO γιατί η Μαγνησία βρέθηκε τελείως ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το σφοδρό κύμα της κακοκαιρίας.
Στην Αθήνα πάλι, οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης όπως η Βασιλίσσης Σοφίας, η Πέτρου Ράλλη, η Χαμοστέρνας, ακόμη και το Μοναστηράκι μετατράπηκαν σε ποτάμια. Η πρώτη ανάγνωση από την εικόνα της πόλης έδειξε ότι οι υποδομές της ήταν ανέτοιμες να αντέξουν το πέρασμα της κακοκαιρίας. Φαίνεται όμως ότι συντρέχουν και άλλοι λόγοι που πλημμύρισε η Αθήνα.
Αθήνα: Καθαρισμένα φρεάτια αλλά ξεπερασμένα αντιπλημμυρικά έργα
Από τον δήμο Αθηναίων υποστηρίζουν ότι οι λόγοι που οι δρόμοι της πόλης πλημμύρισαν δεν οφείλονται στην έλλειψη προετοιμασίας των υποδομών.
Ο δήμος Αθηναίων ισχυρίζεται ότι ο έλεγχος των φρεατίων γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα με τον κεντρικό δήμο για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κρίθηκε ότι θα πρέπει να καθαριστούν 9.400 φρεάτια.
Όπως αναφέρουν στη LiFO, τα φρεάτια αυτά καθαρίστηκαν μεταξύ του Ιουνίου και Αυγούστου για να μπορέσουν να είναι λειτουργικά κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεων:
«Καθαρίζουμε τα φρεάτια της ευθύνης μας, ενώ υπάρχει και συνεργασία με την Περιφέρεια Αττικής όπου εκείνη δηλώνει αδυναμία για να το πράξει», μας είπαν.
Όπως σε όλα τα έργα συντήρησης σημαντικών υποδομών στη χώρα, έτσι και ο καθαρισμός φρεατίων αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων. Είναι μια υποχρέωση για την οποία την ευθύνη έχει τόσο ο δήμος όσο και η Περιφέρεια Αττικής.
Ειδικά για τη Βασιλίσσης Σοφίας που χθες έμοιαζε με ποτάμι, την ευθύνη καθαρισμού την έχει η Περιφέρεια Αττικής. Οι μεγάλοι όγκοι νερού που σχηματίστηκαν στη Β. Σοφίας ήταν και ο λόγος που πλημμύρισε το ανώτερο επίπεδο του σταθμού «Ευαγγελισμός» του μετρό.
Η εισροή μεγάλης ποσότητας νερού έγινε από την είσοδο «Ριζάρη», που παρουσιάζει κατηφορική κλίση. Για λόγους ασφάλειας κρίθηκε απαραίτητη η εκκένωση και το άμεσο κλείσιμο του σταθμού, χωρίς να διακοπεί η λειτουργία της γραμμής, καθώς οι συρμοί συνέχισαν να διέρχονται από τον σταθμό χωρίς να πραγματοποιούν στάση.
Σύμφωνα με τον δήμο Αθηναίων, παρόλο που τα φρεάτια είχαν καθαριστεί, η πόλη δεν άντεξε την έντονη νεροποντή. Υποστηρίζουν ότι αυτό συνέβη, γιατί οι αγωγοί ομβρίων υδάτων έχουν συγκεκριμένη διατομή και δεν μπορούσαν να καλύψουν αυτόν τον όγκο νερού.
«Το ζήτημα των γερασμένων και περιορισμένων δυνατοτήτων αντιπλημμυρικών υποδομών στην πόλη της Αθήνας είναι μία πραγματικότητα», λέει στη LiFO o δρ. Βασίλης Μπαρδάκης, πρόεδρος του συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας, η οποία όμως θα πρέπει να οδηγήσει σε συγκεκριμένες δράσεις για να μην πνίγεται η πόλη.
Ο Βασίλης Μπαρδάκης εξηγεί ότι πολλά αντιπλημμυρικά έργα δεν αντέχουν τις νέες ακραίες βροχοπτώσεις: «Όπως συμβαίνει και με τα παλαιότερα κτίρια που δεν έχουν τις αντισεισμικές προδιαγραφές που υπάρχουν σήμερα, αντίστοιχα και τα αντιπλημμυρικά έργα δεν έχουν τα μεγέθη σχεδιασμού που έχουμε τώρα. Μπορεί σε έναν δρόμο που μέχρι σήμερα απαιτούσε δύο αγωγούς ομβρίων υδάτων να χρειάζεται να προσθέσουμε τώρα άλλους δύο. Μπορεί ακόμη να χρειάζονται διευρύνσεις διατομών. Τα αντιπλημμυρικά έργα θέλουν αναβαθμίσεις, όχι μόνο γιατί έχουν γεράσει, αλλά γιατί αλλάζουν τα μεγέθη σχεδιασμού», λέει.
Ο Β. Μπαρδάκης εξηγεί ότι ένας αγωγός ομβρίων υδάτων ο οποίος περνάει κάτω από έναν δρόμο του κέντρου, για να μη γίνει ο δρόμος αυτός ποτάμι θα πρέπει να μπορεί να απορροφήσει τα νερά: «Εφόσον όμως αυτός ο αγωγός έχει σχεδιαστεί για λιγότερο ύψος πλημμύρας, τώρα που το ύψος αυτό αυξήθηκε σημαντικά, δεν μπορεί να το καλύψει».
Ο ίδιος αναφέρει, ότι ο εκσυγχρονισμός των υπαρχουσών υποδομών είναι απόλυτα αναγκαίος. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να υπάρξει «ένα συντεταγμένο σχέδιο βάσει του οποίου θα γίνει μία επιλογή, ξεκινώντας από τα πιο κρίσιμα έργα της πόλης, στα οποία θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές. Να μπουν προτεραιότητες για το ποια από αυτά θα πρέπει να επανασχεδιαστούν, ποια να αντικατασταθούν και ποια να εκσυγχρονιστούν», λέει. Διαφορετικά, «θα βιώνουμε σε κάθε ισχυρή βροχόπτωση αυτό που είδαμε σήμερα στην Αθήνα».
Τι συνέβη στη Μαγνησία
Η Γραμμάτη Μπακλατζή εξηγεί τι συνέβη στη Μαγνησία και από τα λεγόμενά της είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι δεν φταίει μόνο η σφοδρότητα του καιρικού φαινομένου, αλλά και μία σειρά παθογενειών που δημιούργησαν αυτή την καταστροφική αλληλουχία.
Η πόλη, όπως λέει, περικλείεται από τρία ποτάμια: τον Κραυσίδωνα, τον Άναυρο και τον Ξηριά. Τα ποτάμια αυτά συλλέγουν νερό από όλα τα ρέματα του ορεινού κεντρικού Πηλίου και γι' αυτό κατεβαίνουν ορμητικά τα νερά γεμάτα με φερτά υλικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να φράζουν οι αγωγοί και να μη λειτουργούν τα αντιπλημμυρικά στην ώρα αιχμής: «Δεν υπάρχουν αναχώματα και οι κοίτες των ποταμών αυτών έχουν μικρύνει λόγω ανθρωπογενών παρεμβάσεων, γι' αυτό και δεν επαρκούν για τη διοχέτευση τόσου όγκου νερού σε ακραίες βροχοπτώσεις». Ταυτόχρονα, «οι διατομές των αγωγών ομβρίων είναι συγκεκριμένες και δεν μπορούν να καλύψουν αυτό τον όγκο νερού σε ακραίες συνθήκες. Γι' αυτό και θα πρέπει να αναθεωρηθούν».
Ο νέος περιφερειακός δρόμος της πόλης του Βόλου πλημμύρισε γιατί, όπως εξηγεί η Γ. Μπακλατζή, λειτούργησε ως τοίχος που σταμάτησε την απορροή όλων των υδάτων που κατέβαιναν από την ορεινή περιοχή: «Υπήρξε σχεδιασμός να γίνουν τάφροι που θα συλλέγουν το νερό, όμως δεν κατασκευάστηκαν. Παράλληλα, οι αγωγοί αποχέτευσης του περιφερειακού δρόμου αδυνατούν να διοχετεύσουν στο δίκτυο ακαθάρτων της πόλης όλο αυτό τον όγκο νερού». Το πρόβλημα, όπως λέει, μάλιστα μεγάλωσε,«γιατί συνεχώς κατασκευάζονται και πολλές παράνομες εμπορικές εγκαταστάσεις και περιφράξεις».
Στον Κραυσίδωνα μάλιστα, που «έσπασε» και πλημμύρισε η πόλη του Βόλου, υπάρχει η γέφυρα του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος η οποία, όπως λέει, είναι πολύ χαμηλή. «Έγινε μια εκβάθυνση της κοίτης, όμως όλα, οι κορμοί, η λάσπη και τα φερτά υλικά, φράκαραν και εμπόδισαν τη ροή. Επομένως, πρέπει να γίνει νέα γέφυρα. Αυτό έχει κόστος βέβαια, με αποτέλεσμα να μη γίνεται από το κράτος», εξηγεί.
Το μπάζωμα
Εκτός από τον Βόλο, σε όσες περιοχές της Μαγνησίας και των Σποράδων πνίγηκαν από τη βροχή, αυτό συνέβη «γιατί έσπασαν χείμαρροι και ρέματα. Έχτισαν δίπλα στα ρέματα και στένεψαν ή και ακόμα έκλεισαν τις κοίτες για τουριστική εκμετάλλευση και για καταστήματα εστίασης».
Κανείς μέχρι σήμερα, όπως λέει, δεν τολμά να αναλάβει το πολιτικό κόστος για να γίνουν οι αναγκαίες κατεδαφίσεις: «Δεν μπορεί να προσαρμόζουμε τις υδραυλικές μελέτες επειδή κάποιοι έχτισαν μέσα στην κοίτη των ρεμάτων μάντρες, στέγαστρα, σπίτια, βιοτεχνίες και άλλες εγκαταστάσεις. Και το κακό είναι ότι σχεδόν όλα αυτά έχουν νομιμοποιηθεί από τα πολεοδομικά σχέδια που έγιναν στην περιοχή και έχουν τη βούλα του κράτους», εξηγεί.
Μελέτες στα συρτάρια
Η Γ. Μπακλατζή υποστηρίζει ότι από το 2017 υπάρχει σχέδιο διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας για τη Θεσσαλία, το οποίο «πλήρωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με όλα τα σχέδια για όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας, για να προετοιμαστούμε και να δράσουμε ως χώρα».
Σε αυτή τη μελέτη εμπεριέχονται και οι χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας (flood hazard maps). Ο χάρτης της Μαγνησίας καταγράφει μεγάλη επικινδυνότητα πλημμύρας για τον Βόλο. «Παρόλο που η Ευρώπη δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για τη βελτίωση του σχεδιασμού και την υλοποίηση αντιπλημμυρικών έργων, στην Ελλάδα ακόμη και σήμερα κατασκευάζουμε τα αντιπλημμυρικά έργα χωρίς να έχουμε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες».
Από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διατυπωθεί ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα στη μελέτη και στα έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης: «Γιατί δεν έχουμε δεδομένα καλής ποιότητας για τις καιρικές συνθήκες και τις βροχοπτώσεις. Δεν έχουμε δεδομένα για την τοπογραφία και την κάλυψη της γης, τα ποτάμια και τις υδρολογικές συνθήκες, αλλά και για τις ανθρώπινες δραστηριότητες». Και παράλληλα «δεν διαθέτουμε χρήματα σε τεχνολογία και δεδομένα για τη λειτουργία μοντέλων που βοηθούν στη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας».
Ο σχεδιασμός και η προσαρμογή των αντιπλημμυρικών έργων στις νέες συνθήκες φαντάζει περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να καταπολεμηθούν πολιτικές και νοοτροπίες οι οποίες ευθύνονται για τις ζωές και τις περιουσίες που χάνονται κάθε φορά που κάποια περιοχή της χώρας πλήττεται από ισχυρές βροχοπτώσεις.
Ο συναγερμός των ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω και της κλιματικής αλλαγής φαίνεται πια ότι θα είναι διαρκής.