ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ, αναφερόμενος στην απόφαση να μην προκηρύξει πρόωρες εκλογές, ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για ανάληψη ρίσκου. Και πράγματι, η ψυχρή –ενδεχομένως και κυνική– ανάλυση καταδεικνύει ότι το εκλογικό συμφέρον του επέβαλε να κάνει εκλογές στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Μα βάση τη δημοσκοπική εικόνα της περιόδου, η διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μεγάλη, κοντά στο εύρος των εκλογών του 2019. Μετά από ένα διάστημα πτωτικής πορείας, το τελευταίο δίμηνο αποτυπώνεται μια δημοσκοπική σταθεροποίηση της κυβέρνησης, ενίοτε και με κάποια σημεία ανάκαμψης. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στάσιμος, με ποσοστό σαφώς χαμηλότερο από εκείνο των τελευταίων εκλογών.
Παρά τα εμφανή σημάδια φθοράς, η υπεροχή της Ν.Δ. σε σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σαφής, το ίδιο και του κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Τσίπρα. Επιπλέον, οι όποιες κινήσεις στα δεξιά της Ν.Δ. παραμένουν ακόμα αδύναμες, γεγονός που δεν είναι βέβαιο ότι θα ισχύει μετά από κάποιους μήνες. Αντιθέτως, τα όμορα στον ΣΥΡΙΖΑ κόμματα δείχνουν ή ανεβασμένα (ΠΑΣΟΚ) ή πάνω (ακόμα τουλάχιστον) από το όριο επιβίωσης (ΜέΡΑ25) κάτι που επίσης δυσκολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει απόλυτα στον χώρο αριστερά του κέντρου.
Στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης, το 65-70% των ψηφοφόρων (έρευνες Marc, Αlco, MRB) προεξοφλούσε ότι οι εκλογές θα γίνουν το φθινόπωρο, κάτι που ακυρώνει μεν το στοιχείο του αιφνιδιασμού αλλά ταυτόχρονα μειώνει και την πιθανότητα να υποστεί ζημιά η κυβέρνηση από την προκήρυξή τους.
Το επιχείρημα της αντιπολίτευσης περί «απόδρασης» θα ήταν αδύναμο καθώς, πρώτον, η ίδια ζητάει επιτακτικά εκλογές και, δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης θα πήγαινε σε αυτές με προβάδισμα και έχοντας κάνει δημόσια παραδοχή των προβλημάτων που υπάρχουν μπροστά. Αυτός μάλιστα θα ήταν ο λόγος της πρόωρης προσφυγής. Ενώ κανείς δεν θα μπορούσε φυσικά να καταλογίσει στη Ν.Δ. μια ενδεχόμενη κυβερνητική αστάθεια (λόγω των εξαιρετικά πιθανών δεύτερων εκλογών), καθώς ο μεν ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την απλή αναλογική, το δε ΠΑΣΟΚ θέτει όρους που δεν γίνονται αποδεκτοί.
Ερμηνεύοντας την απόφαση του πρωθυπουργού σε ένα βασικό συμπέρασμα καταλήγουμε ότι λόγω (πιθανότατα) διπλών εκλογών η κυβερνητική αστάθεια θα διαρκέσει περίπου δύο μήνες. Η πιθανότητα και ο κίνδυνος στο διάστημα αυτό να προκύψει μια μεγάλη κρίση, είτε στα ελληνοτουρκικά (κυρίως) είτε στα ενεργειακά είτε στο μέτωπο της Ουκρανίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Στο δε οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, παρά την πληθωριστική κρίση δεν καταγράφονται στοιχεία κοινωνικής αποσταθεροποίησης, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ή προσδοκά. Κάτι που δεν ξέρουμε βέβαια αν θα ισχύει σε μερικούς μήνες μετά από έναν δύσκολο χειμώνα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται θετικός –από τους μεγαλύτερους στην Ευρωζώνη– παρά τη διεθνή ενεργειακή κρίση και την επί τω χείρω αναθεώρησή του, ενώ ο τουρισμός πηγαίνει φέτος εξαιρετικά, πράγμα που επηρεάζει μεγάλο ποσοστό Ελλήνων που δραστηριοποιούνται γύρω από αυτόν.
Υπάρχουν φυσικά επιχειρήματα και υπέρ της εξάντλησης της τετραετίας. Η ενίσχυση της ηγετικότητας ενός πρωθυπουργού, ο οποίος αν και αναγνωρίζει δημοσίως τις δυσκολίες αποφεύγει τους τακτικισμούς και κάθεται να αναμετρηθεί μαζί τους. Οι επερχόμενες αυξήσεις μισθών-συντάξεων από 1/1/23. Η αναμενόμενη περαιτέρω μείωση της ανεργίας. Η επίλυση του προβλήματος των εκκρεμών συντάξεων. Η ολοκλήρωση-προώθηση σημαντικών δημοσίων έργων. Η πεποίθηση μεγάλης μερίδα της κοινής γνώμης ότι η ενεργειακή/πληθωριστική κρίση είναι εξωγενής και παγκόσμια και όχι εγχώρια ή προϊόν κυβερνητικών επιλογών. Και φυσικά υπάρχει και η άποψη ότι το πεδίο της διαχείρισης των κρίσεων, είτε στα εθνικά θέματα είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θεωρείται προνομιακό για τον κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Τσίπρα.
Από την απλή παράθεση των «συν» και «πλην», πάντως, προκύπτει ξεκάθαρα ότι με καθαρά εκλογικούς όρους τη Ν.Δ. τη συνέφερε οι εκλογές να γίνουν στις αρχές του φθινοπώρου. Το να μιλήσει κανείς για ρίσκο είναι περιττό, τη λέξη την ανέφερε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος προσέθεσε ότι έχει πλήρη επίγνωση πως ο φετινός χειμώνας θα είναι δύσκολος. Κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να του προσάψει άγνοια κινδύνου ή οίηση απέναντι στην πραγματικότητα.
Γιατί έλαβε αυτή την απόφαση λοιπόν;
Ερμηνεύοντας την απόφαση του πρωθυπουργού σε ένα βασικό συμπέρασμα καταλήγουμε ότι λόγω (πιθανότατα) διπλών εκλογών η κυβερνητική αστάθεια θα διαρκέσει περίπου δύο μήνες. Η πιθανότητα και ο κίνδυνος στο διάστημα αυτό να προκύψει μια μεγάλη κρίση, είτε στα ελληνοτουρκικά (κυρίως) είτε στα ενεργειακά είτε στο μέτωπο της Ουκρανίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο –και με τα δεδομένα που σήμερα υπάρχουν– ο κ. Μητσοτάκης προφανώς θεώρησε ότι το να έχει η χώρα υπηρεσιακή κυβέρνηση εμπεριέχει τεράστιο ρίσκο. Και λόγω αυτού δήλωσε ότι προτιμά να αναλάβει ρίσκο για το κόμμα του, αλλά όχι για τη χώρα.
Επί της αρχής ουδείς μπορεί να τον ψέξει γι αυτό. Τα υπόλοιπα θα τα δείξει ο χρόνος. Αν τα πράγματα προχωρήσουν ελεγχόμενα, αν η Ε.Ε. λάβει μέτρα περιορισμού της ενεργειακής/πληθωριστικής κρίσης, αν η ανάπτυξη υποβοηθήσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αν στα ελληνοτουρκικά δεν έχουμε απρόοπτα γεγονότα, αν η κυβέρνηση αποφύγει τα χοντρά λάθη, αν η αντιπολίτευση εξακολουθεί να μη βελτιώνει την εικόνα της, τότε η ριψοκίνδυνη απόφαση κ. Μητσοτάκη θα έχει αποδειχθεί μια επένδυση υπευθυνότητας η οποία εκλογικά μπορεί να του αποδώσει.
Αν «η μπάλα χαθεί», κανείς δεν θα ασχοληθεί ούτε με τη θεσμική υπευθυνότητα ούτε με τις γενναίες προθέσεις. Ο κόσμος θα αναζητήσει «ένοχο» για τα προβλήματά του, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο.