Η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο κόσμος, έχουν να αντιμετωπίσουν τα τεράστια προβλήματα των αλλεπάλληλων κρίσεων, αλλά ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι το πρώτο ζήτημα που απασχολεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι οι εκλογές. Ακόμα και για τη διαχείριση των κρίσεων σε αυτό το πλαίσιο λαμβάνονται οι αποφάσεις. Το πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι η επανεκλογή της, ενώ της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εμποδίσει την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια κυβέρνηση συνεργασίας με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αδυναμία της τωρινής κυβέρνησης να συγκρατήσει την άνοδο των τιμών, που αποτελεί τον πρώτο λόγο δυσαρέσκειας των πολιτών, κάνει πολλούς μέσα στη Νέα Δημοκρατία να επιμένουν ότι θα είναι «αυτοκτονικό» οι εκλογές να γίνουν την άνοιξη του 2023. «Ακόμα και αυτές οι μικρές ενισχύσεις, που δεν θεραπεύουν το πρόβλημα, ίσως να μην μπορούν να δίνονται για πολύ καιρό ακόμα. Και τότε η λαϊκή δυσαρέσκεια θα μεγαλώσει», προέβλεπε πρόσφατα κυβερνητικός βουλευτής.
«Αν προσθέσουμε και την πιθανή επανεμφάνιση της πανδημίας μετά τον Οκτώβριο, θα έχουμε το σκηνικό μιας τέλειας καταιγίδας – χωρίς τον απρόβλεπτο παράγοντα της Τουρκίας. Για ποιον λόγο, λοιπόν, να μη γίνουν οι εκλογές νωρίτερα, σε καλύτερες συνθήκες;» αναρωτιόταν, και είναι γεγονός ότι τη δική του αγωνία συμμερίζονται κι άλλοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που θέλουν να επανεκλεγούν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφερε έναν λίγο αναλογικότερο νόμο από εκείνον του Παυλόπουλου, αλλά σύντομα στο Μαξίμου μετάνιωσαν που δεν έφτιαξαν έναν πιο ενισχυμένο και τώρα είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ακόμα και στον δεύτερο γύρο.
Όμως με τον νέο εκλογικό νόμο, βάσει του οποίου θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, αυτόν της κυβέρνησης Τσίπρα, και με την κυβερνητική φθορά που καταγράφεται, η Νέα Δημοκρατία αναμένεται να εκλέξει λιγότερους βουλευτές στις επόμενες εκλογές. Το ποσοστό που χρειάζεται η Νέα Δημοκρατία για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως ανέφερε στη LiFO ο πολιτικός επιστήμονας και διευθυντής της Public Issue Γιάννης Μαυρής, είναι 44% (από το σχεδόν 40% που έλαβε στις προηγούμενες εκλογές), και αυτό αν στη Βουλή μπουν μόνο πέντε κόμματα. Αν μπουν περισσότερα, θα χρειαστεί πάνω από 47%.
Τα ποσοστά 44% και 47% θεωρούνται εντελώς ανέφικτα και κανένας στη Νέα Δημοκρατία δεν ελπίζει ότι μπορούν να τα πετύχουν. Στην κυβέρνηση έχουν προδιαγράψει ότι θα πάνε σε δεύτερες εκλογές με τον δικό τους εκλογικό νόμο, παρότι θεωρητικά, και όχι μόνο, θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση είτε της Νέας Δημοκρατίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε της Νέας Δημοκρατίας με το ΚΙΝ.ΑΛ., είτε του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝ.ΑΛ. και κάποιο τρίτο κόμμα π.χ. το ΜέΡΑ25 (που για την ώρα απορρίπτει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο).
Ο Αλέξης Τσίπρας μιλάει διαρκώς για την «προοδευτική κυβέρνηση», εννοώντας κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές.
Παρότι στο ΠΑΣΟΚ δεν απαντούν θετικά, ας δούμε τις εκλογικές προϋποθέσεις που χρειάζεται το σενάριο αυτό. Μερικοί πιθανοί συνδυασμοί (στην καλύτερη περίπτωση, σύμφωνα με την οποία στη Βουλή θα μπουν μόνο πέντε κόμματα και για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα αρκεί το 44%) είναι οι εξής: 31%+13%, 30%+14%, 29%+15%, 28%+16%. Θα πρέπει, δηλαδή, με βάση και τα δημοσκοπικά δεδομένα που έχουμε, ο ΣΥΡΙΖΑ να μην πέσει κάτω από το 28% και το ΠΑΣΟΚ κάτω από το 13%.
Είναι εφικτό; «Είναι ανοιχτό», λένε οι δημοσκόποι και θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Εάν εισέλθουν στη Βουλή έξι κόμματα, δηλαδή όσα είναι τώρα, για να σχηματιστεί η «προοδευτική κυβέρνηση» (ή όποια άλλη κυβέρνηση συνεργασίας) θα χρειαστεί πάνω από 47% και αν εισέλθουν επτά κόμματα, θα χρειαστεί ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό (διότι τα μικρά κόμματα που θα μπουν θα αφαιρέσουν έδρες από τα μεγάλα). Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το πιθανότερο σενάριο δεν είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει από τις πρώτες εκλογές, γι’ αυτό οι περισσότεροι προεξοφλούν τον δεύτερο γύρο.
Στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με τον εκλογικό νόμο Θεοδωρικάκου - Γεραπετρίτη, ο οποίος είναι μια παραλλαγή του προηγούμενου (νόμου Παυλόπουλου) και δίνει μπόνους στο πρώτο κόμμα, θα χρειαστεί κάπου 37%-38%, σύμφωνα με τον Γιάννη Μαυρή. Αυτό προϋποθέτει η Νέα Δημοκρατία να έχει πτώση μικρότερη του 2% από τις εκλογές του 2019, κάτι που δεν είναι βέβαιο για την ώρα, καθώς στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται μεγαλύτερη πτώση.
Στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με τον εκλογικό νόμο Θεοδωρικάκου - Γεραπετρίτη, η Νέα Δημοκρατία θα χρειαστεί κάπου 37%-38%, σύμφωνα με τον Γιάννη Μαυρή της Public Issue. Αυτό προϋποθέτει η Νέα Δημοκρατία να έχει πτώση μικρότερη του 2% από τις εκλογές του 2019.
Στις δεύτερες εκλογές ωστόσο, χωρίς το πρώτο κόμμα δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, όπως μπορεί θεωρητικά να προκύψει στις πρώτες, με τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ. Το σκεπτικό του εκλογικού νόμου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να εμποδίσει το πρώτο κόμμα να πάρει το μπόνους και να του δυσκολέψει τον σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ παράλληλα να βοηθήσει το ίδιο να κατοχυρώσει τη θέση του στο πολιτικό σύστημα και να αφήσει περιθώριο για δημιουργία κυβέρνησης χωρίς το πρώτο κόμμα. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι ο Αλέξης Τσίπρας μάλλον προέβλεπε πως το κόμμα του δεν θα ερχόταν πρώτο ούτε στις επόμενες εκλογές.
Με τον νόμο Παυλόπουλου, με τον οποίο σχημάτισε κυβέρνηση δύο φορές και ο Αλέξης Τσίπρας, ακόμα και με μία ψήφο να προηγούνταν ένα κόμμα, έπαιρνε το μπόνους των πενήντα εδρών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφερε έναν λίγο αναλογικότερο νόμο από εκείνον του Παυλόπουλου, αλλά σύντομα στο Μαξίμου μετάνιωσαν που δεν έφτιαξαν έναν πιο ενισχυμένο και τώρα είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση ακόμα και στον δεύτερο γύρο.
Αρκετοί πρότειναν στον Μητσοτάκη να αλλάξει πάλι τον εκλογικό νόμο και να επαναφέρει του Παυλόπουλου, προκειμένου να διασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία, αλλά εκείνος δεν το τόλμησε, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα έδειχνε έλλειψη πολιτικής αυτοπεποίθησης και θα είχε πολιτικό κόστος. Πολλοί σήμερα ρίχνουν την ευθύνη στους Θεοδωρικάκο και Γεραπετρίτη, κατηγορώντας τους ότι δεν προνόησαν, με τον τελευταίο να υποστηρίζει ότι ήταν ο πρωθυπουργός αυτός που έκανε την επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες προτάσεις που του παρουσιάστηκαν. Τώρα, πάντως, είναι πολύ αργά και παρότι τα σενάρια περί νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου δεν έχουν αποσυρθεί εντελώς, κάτι τέτοιο θεωρείται απίθανο πλέον.
Σήμερα ο μόνος τρόπος για να αυξήσει η κυβέρνηση τα ποσοστά της είναι να παλέψει με τα προβλήματα. Η παρουσία του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον και η ομιλία του στο Κογκρέσο θα ξεχαστούν σύντομα και δεν να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους. Το πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού και της ανόδου των τιμών δεν βοηθά, αντιθέτως ευνοεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν την ευχέρεια να τάζουν παροχές και αυξήσεις.
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συγκρατήσει το κόστος στην ενέργεια και δεν ελέγξει την αισχροκέρδεια που παρατηρείται στην αγορά των βασικών αγαθών, η οποία έχει μειώσει δραματικά την αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης και των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων, δεν θα είναι καθόλου βέβαιη η δεύτερη πρωθυπουργική του θητεία.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο πρωθυπουργός είναι λίγο πιο αισιόδοξος απ’ όσο η σκληρή πραγματικότητα επιτρέπει. Μπορεί, για παράδειγμα, μετά την ολοκλήρωση της έκτακτης Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες να δήλωσε ότι δεν θεωρεί «καθόλου δεδομένο πως το εμπάργκο θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των καυσίμων», αλλά οι τιμές του πετρελαίου και της ηλεκτρικής ενέργειας εκτινάχθηκαν λίγο μετά τις αποφάσεις της Ε.Ε, όταν έγινε γνωστό ότι οι 27 συμφώνησαν για την επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο.