ΤΟΝ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΗΝΑ συμπληρώνονται πενήντα χρόνια την Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία, ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα. Ηταν ένα σχεδόν αναίμακτο κίνημα δημοκρατικών αξιωματικών το οποίο έβαλε τέλος στη 48χρονη σκληρή δικτατορία του Σαλαζάρ.
Μισό αιώνα αργότερα, την περασμένη Κυριακή, ένα μεγάλο ποσοστό Πορτογάλων έδειξε νοσταλγία για εκείνους που είχαν καταλύσει τη δημοκρατία της χώρας τους και επέλεξε να ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό το ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα Chega (Αρκετά), το οποίο φαίνεται να εδραιώνεται στην τρίτη θέση (πίσω από το δεξιό και το σοσιαλιστικό κόμμα), τριπλασιάζοντας την εκλογική του επιρροή συγκριτικά με δύο χρόνια πριν και συγκεντρώνοντας ποσοστό 18,06%. Τα γαρίφαλα στην Πορτογαλία άρχισαν να μαραίνονται.
Λίγο καιρό πριν η Πορτογαλία έδειχνε να αποτελεί την εξαίρεση στο πλαίσιο της πιο αποκρουστικής πολιτικής συμπεριφοράς, μια τάση που έχει εξαπλωθεί στην Ευρώπη (και όχι μόνο), όπου ακροδεξιά και λαϊκίστικα κόμματα διευρύνουν συνεχώς τις δυνάμεις τους σε εντυπωσιακό βαθμό με όχημα την μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Μοιάζει λες και εκατομμύρια ψηφοφόρων αγνοούν την πρόσφατη ιστορία σε επίπεδο επιρροής και διείσδυσης αυτών των πολιτικών μορφωμάτων στις κοινωνίες, η κατάσταση θυμίζει έντονα εικόνες του Μεσοπολέμου.
Τα παραδοσιακά κόμματα δείχνουν κουρασμένα, χρεωκοπημένα και αδύναμα να ανταποκριθούν σε όσα οι καιροί απαιτούν. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η παρακμή αυτή αφορά κυρίως σοσιαλιστικές και αριστερές πολιτικές εκφράσεις.
Λίγα χρόνια πριν εμφανιστεί αυτό το φαινόμενο στην Πορτογαλία, στη γειτονική Ισπανία επίσης πολλοί έδειξαν να ξεχνούν επίσης τον δικό τους δικτάτορα, τον Φράνκο, ενισχύοντας το ακροδεξιό Vox, κάτι που προκάλεσε ένα ισχυρό σοκ σε μια χώρα που γνώρισε μία από τις πιο σκληρές και μεγάλες σε διάρκεια δικτατορίες. Έχουν προηγηθεί πολλές χώρες στην Ευρώπη όπου η ακροδεξιά έχουν κερδίσει σημαντικό έδαφος, ενώ ο κίνδυνος επανόδου στην εξουσία του Τραμπ, που έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά, γίνεται ολοένα πιο από ορατός.
Αυτό που συμβαίνει σε μία μετά την άλλη χώρα, να απλώνεται δηλαδή η ακροδεξιά και συχνά να συμμετέχει σε συμμαχικές κυβερνήσεις, δεν εκπλήσσει πια, αντίθετα θεωρείται μια κανονικότητα και ίσως αυτό να είναι και το πιο επικίνδυνο, η κανονικοποίησή της. Το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά προφανώς χρειάζεται χιλιάδες λέξεις για να ερμηνευθεί.
Άλλωστε, κάθε χώρα που έλκεται από τέτοιες δυνάμεις έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Αυτό που όμως διακρίνεται εύκολα από μια πρώτη ανάγνωση είναι πως τα παραδοσιακά κόμματα δείχνουν κουρασμένα, χρεωκοπημένα και αδύναμα να ανταποκριθούν σε όσα οι καιροί απαιτούν. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η παρακμή αυτή αφορά κυρίως σοσιαλιστικές και αριστερές πολιτικές εκφράσεις. Εκεί παρατηρείται και το μεγάλο πρόβλημα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Κατά καιρούς, σημαντικοί επιστήμονες και πολιτικοί αναλυτές που προσπαθούν να αιτιολογήσουν αυτήν τη στροφή σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες αναφέρονται στον φόβο πολλών απέναντι σε προκλήσεις των καιρών, στις αλλαγές που συντελούνται, στις διαδικασίες των κοινωνικών μετασχηματισμών που είναι γρήγορες και δεν είναι πάντα εύκολο να τις ακολουθήσουν όλοι. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον όμως το ότι από αυτό το φάντασμα της ακροδεξιάς που απλώνεται στην Ευρώπη μεγάλοι χαμένοι δεν είναι κυρίως τα συντηρητικά κόμματα αλλά αυτά της απέναντι όχθης.
Όταν στη Γαλλία η ακροδεξιά άρχισε να μεγεθύνει την επιρροή της με αποτέλεσμα σήμερα η Λεπέν να αποτελεί την πιο μεγάλη απειλή για τη χώρα, παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Ψηφοφόροι του πάλαι ποτέ πανίσχυρου κομμουνιστικού κόμματος της χώρας αλλά και του σοσιαλιστικού σε έναν βαθμό άρχισαν να μετακινούνται προς την ακροδεξιά. Στη χώρα οι σοσιαλιστές είχαν κυβερνήσει αρκετά χρόνια, όπως συνέβη και σε αρκετές ακόμα χώρες της Ευρώπης, όπου σήμερα εμφανίζονται αντίστοιχα φαινόμενα.
Ένας σημαντικός Γάλλος διανοητής, ο Ντιντιέ Εριμπόν, ερμήνευσε με έναν ενδιαφέροντα τρόπο αυτήν τη μεταστροφή που συνέβη στη χώρα του. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ότι στη Γαλλία «ξεκίνησε μια βαθιά μετάλλαξη της σοσιαλιστικής αριστεράς που μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο… Επήλθε ουσιαστικά μια γενική και μεγάλη μεταμόρφωση του ήθους και των διανοητικών αναφορών της. Δεν γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση και αντίσταση αλλά για “αναγκαίο εκσυγχρονισμό” και “κοινωνική επανίδρυση”. Δεν γινόταν πλέον λόγος για ταξικές σχέσεις αλλά για “συνύπαρξη”. Δεν γινόταν πλέον λόγος για κοινωνικό πεπρωμένο αλλά για “ατομική ευθύνη”».
Αυτές οι διαπιστώσεις ταιριάζουν σε πολλές χώρες, εκτός από τη Γαλλία, ακόμα και στη δική μας, παρά την εμφανή ιδιαιτερότητα. Όταν τα σοσιαλιστικά ή αριστερά κόμματα άρχισαν να μοιάζουν με τα συντηρητικά και τα ιδεολογικά πλεονεκτήματα χάθηκαν όταν ήρθαν στην εξουσία, μεγάλες ομάδες πολιτών στράφηκαν στην ακροδεξιά. Απογοητευμένες, νόμισαν ότι εκεί θα βρουν πειστικότερες απαντήσεις. Και αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.