ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ της μεγάλης περφόρμερ –και όχι απλώς τραγουδίστριας– Τίνα Τέρνερ συνειδητοποιούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του προηγούμενου αιώνα το έχουμε ταυτίσει με τα καλλιτεχνικά και πολιτισμικά μεγέθη του. Μπορεί να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε ή να εκτιμούμε πολιτικούς, στοχαστές ή άλλες σπουδαίες φυσιογνωμίες του παρελθόντος, όμως αγαπάμε ακόμα – ή μας συγκινούν– άνθρωποι σαν την Τίνα Τέρνερ ή σαν τον τεράστιο βιρτουόζο της ροκ κιθάρας Jeff Beck που μόλις προχτές τον τίμησαν με μια συναυλία οι παλιοί του φίλοι από τους Faces.
Μπορεί να πει κανείς ότι αυτά τα πρόσωπα συντηρούν για χάρη μας μια ιδέα ευδαιμονίας, αν και πολλοί από αυτούς είχαν βασανιστεί και καταταλαιπωρηθεί στην προσωπική τους ζωή. Εννοώ πως μας έκαναν με έναν τρόπο ευτυχισμένους, δωρίζοντάς μας κάτι από το πάθος της τέχνης τους, κι έτσι για πολλές δεκαετίες αντλούμε αποθέματα από αυτό το «ταμείο».
Η Τίνα Τέρνερ ήταν 83. Ο Τζεφ Μπεκ, που πέθανε στις αρχές του χρόνου, ήταν γεννημένος το 1944. Η δύναμη της παρουσίας τους δεν εξηγείται απλώς από την πολιτισμική ηγεμονία μιας boomer νοσταλγίας ούτε από τον ιό του RΙΡ, που είναι το καθημερινό εγερτήριο σάλπισμα των ενηλίκων στα κοινωνικά μέσα.
Λέγεται, φυσικά, ότι όλο αυτό είναι μια βιομηχανία της πολιτισμικής νοσταλγίας, μια vintage ανακύκλωση ή ένα τέχνασμα του συναισθηματικού καπιταλισμού που τρέφεται από τις ίδιες μας τις ευαισθησίες. Πολλά μπορεί να ειπωθούν γι' αυτή την αγάπη για τα γερο-είδωλα που σβήνουν επειδή ήρθε η ώρα τους ή και πιο πρόωρα, ενώ, όπως λέμε, «είχαν ακόμα να δώσουν». Συχνά άλλωστε σχολιάζουμε επικριτικά τις επανασυνδέσεις παλαιών γκρουπ, τις περιοδείες ογδοντάρηδων ρόκερ, τις νεανικές στολές ρυτιδιασμένων ανθρώπων που καταφτάνουν από το 1970 στο παρόν και, καμιά φορά, κλέβουν την παράσταση. Ανεξάρτητα όμως από το φίλτρο της πολιτισμικής κριτικής ή άλλες ιδεολογικές αντιρρήσεις, η δυνατότητα των παλαιών πολιτισμικών ειδώλων να επιβιώνουν ως ζωντανές συναισθηματικές αναφορές είναι εντυπωσιακή. Συμβαίνει επίσης κάτι αξιοσημείωτο: οι νεότεροι, όταν αποφασίζουν να το «ψάξουν» κάπως, πάλι σε ιστορικά πολιτισμικά είδωλα καταφεύγουν. Ενώ από πολλές απόψεις δεν τους λένε κάτι ιδιαίτερο το ένα ή άλλο βαρύ όνομα της δικής μας μνήμης –το πολύ-πολύ να το γνωρίζουν ως όνομα–, κάποια στιγμή ανακαλύπτουν με τη σειρά τους μια Τίνα Τέρνερ ή μια Κέιτ Μπους και εκεί αναγνωρίζουν ένα άλλο μέγεθος.
Αναρωτιέμαι αν αυτό δείχνει την εμπέδωση ενός πολιτισμικού συντηρητισμού που ορισμένοι παρατηρητές θεωρούν και ως μια αιτία (μία από τις πολλές) της λειψής δύναμης των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών ιδεών. Μήπως τούτη η συνεχής απόδοση τιμών και το συναίσθημα που εκλύεται για λογαριασμό γέρικων ειδώλων μάς εμποδίζει να βρούμε καινούργιες, ισχυρές αναφορές και στόχους; Μήπως, πέρα από μια πολιτισμική γεροντοφιλία, δείχνει και αδυναμία συμφιλίωσης και αποδοχής των τάσεων του παρόντος;
Κάνω συχνά αυτή την άσκηση αμφιβολίας κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να συγκρίνει μια σημερινή (ή πρόσφατη) σκηνική παρουσία με μια Τίνα Τέρνερ του χθες, ένα τρίλεπτο ποπ τραγούδι στα charts του 2023 με ένα αντίστοιχο σαράντα χρόνων πίσω. Αναρωτιέμαι μήπως στο πέρασμα του χρόνου στήνεται μια ύπουλη συναισθηματική παγίδα με βάση τη μυθολογία των καλλιτεχνών. Προφανώς υπάρχει αυτή η διάσταση. Ισχύει όμως και κάτι άλλο που δύσκολα μπορεί να το αντικρούσει κανείς: αυτό που λέμε δημοφιλής κουλτούρα είχε φάσεις μεγάλης ανθοφορίας και εξάρσεις απίστευτης δημιουργικότητας. Είχε στιγμές μεγαλείου ακόμα και στην πιο εμπορική, μαζική, καταναλωτική της διάσταση. Πολύ νέα παιδιά μπόρεσαν να γεννήσουν εξαιρετικά τραγούδια, να εγγράψουν υποθήκες για το μέλλον. Κριτήριο είναι η αντοχή τους στον χρόνο με την έννοια ότι εκατομμύρια άνθρωποι μπόρεσαν να ακούσουν χίλιες (ή περισσότερες) φορές ένα απλό κομματάκι και να μην το βαρεθούν. Είναι πολύ δύσκολο να μην παραδεχτεί κανείς ότι εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια αυτό δεν το συναντάς πλέον. Ελάχιστα δείγματα αντέχουν στη χρήση πάνω από τον ετήσιο κύκλο τους.
Η Τίνα Τέρνερ ήταν 83. Ο Τζεφ Μπεκ, που πέθανε στις αρχές του χρόνου, ήταν γεννημένος το 1944. Η δύναμη της παρουσίας τους δεν εξηγείται απλώς από την πολιτισμική ηγεμονία μιας boomer νοσταλγίας ούτε από τον ιό του RIP που είναι το καθημερινό εγερτήριο σάλπισμα των ενηλίκων στα κοινωνικά μέσα. Υπήρξε μια τεράστια κοιτίδα δημιουργικότητας και ένα ύψος καλλιτεχνικής αλήθειας που εξηγεί τη συναισθηματική δόνησή μας. Η αγάπη μας γι' αυτά τα πρόσωπα και ό,τι έφτιαξαν στη σκηνή έχει λόγο ύπαρξης και ξεπερνάει τους εξωραϊσμούς της ηλικίας και τα τεχνάσματα του θεάματος.