ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΟΜΟΝΟΙΑ, στάθηκα για λίγο στον δρόμο όπου σκοτώθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος ή Zackie Oh σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβη πριν από σχεδόν δύο χρόνια. Για αδιευκρίνιστους λόγους και με αδιευκρίνιστο τρόπο (θα ερευνηθούν όλα τώρα απ' το δικαστήριο), στη μέση ενός εντελώς κεντρικού δρόμου, στο κέντρο της πόλης, μια κανονική, συνηθισμένη μέρα, σκοτώθηκε ένας άνθρωπος που για πολλούς συμβόλιζε το «διαφορετικό», το «άλλο», αυτό που εναγωνίως προσπαθούμε να κλοτσήσουμε μέχρι θανάτου απ' την κοινωνία μας.
Δεν άντεξα ποτέ να δω το βίντεο ή τις εικόνες απ' τις επίμαχες στιγμές που οδήγησαν στον θάνατο του ανθρώπου. Και μόνο η ανάγνωση της γραπτής περιγραφής αυτών των στιγμών, μαζί με τη σκέψη ότι όλα αυτά συνέβησαν τώρα, στο κέντρο της πόλης, σε κοινή θέα, αρκούσε για να με κάνει να παραλύσω.
Διάβασα, όμως, προσεχτικά τις συζητήσεις που ακολούθησαν τον θάνατο του Ζακ/της Zackie. Πολύ γρήγορα η κουβέντα πήγε στα ναρκωτικά, στο ενδεχόμενο ο άνθρωπος να ήταν διαταραγμένος ή να ήθελε να κλέψει. Κάτι βρόμικο πλανιόταν στον αέρα. Κάπως σαν να είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας ότι ζούμε σε μια πόλη όπου ο θάνατος όσων βρέθηκαν σε μια στιγμή αδυναμίας είναι δικαιολογημένος, κάπως σαν να αποδεχτήκαμε ότι ζούμε στη ζούγκλα, στη σφαίρα της δικαιολογημένης βίας, σε ένα πεδίο όπου όλα μπορούν να σου συμβούν, ειδικά αν αρνείσαι να ντύνεσαι, να περπατάς και να φέρεσαι ακριβώς όπως είναι το κοινωνικώς προσδοκώμενο. Κάπως σαν να λέγαμε, χωρίς να το λέμε, ότι όποιος βρεθεί στην Ομόνοια, χωρίς να είναι πλήρως λειτουργικός και πλήρως κανονικός, μπορεί να ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου, χωρίς κανείς να αντιδράσει.
Ελάχιστοι κατάφεραν να κρύψουν την απέχθειά τους για το διαφορετικό όταν συζητήθηκε ευρέως η καριέρα του Ζακ Κωστόπουλου/της Zackie Oh. Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν από αμήχανες έως ευθέως προσβλητικές. Κάποιος μη κανονικός δεν μπορεί να έχει αξιώσεις επιβίωσης σ' αυτήν εδώ την κοινωνία, αυτό ήταν το μήνυμα που κανείς δεν ομολογούσε ευθέως, αλλά όλοι εξέπεμπαν, έμμεσα αναφερόμενοι στον ανομολόγητα αναμενόμενο θάνατο του «διαφορετικού».
Μόνο πρόσφατα αρχίσαμε να μιλάμε για το μπούλινγκ, αφού πρώτα θρηνήσαμε θύματα. Στο σχολείο προτεραιότητα παραμένει η καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνόπουλων, όχι το να γίνουν άνθρωποι που δεν κακοποιούν ανθρώπους ή ζώα.
Αυτές τις πολύ στενόχωρες σκέψεις τις κάνω για να θυμόμαστε πού ζούμε. Το queer έχει γίνει της μόδας στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Πάρα πολλοί νέοι και νέες ντύνονται με τρόπο που δεν παραπέμπει σε κάποιο συγκεκριμένο φύλο. Πάνε σε μπαρ/κλαμπ που δεν κάνουν διακρίσεις, παρακολουθούν σόου που κάποτε θα ήταν περιθωριακά και τώρα είναι εντελώς mainstream, με τρανς άτομα και queer αισθητική (ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό). Νιώθουν έλξη για χορούς ή μόδες που παλιά εξέφραζαν τους περιθωριοποιημένους.
Το Instagram είναι γεμάτο αγόρια που ψάχνουν αγόρια. Οι εταιρείες που θέλουν να γίνουν εύκολα και ανέξοδα αρεστές στη νεολαία πουλάνε λίγη φθηνή αλληλεγγύη στις γυναίκες, στους γκέι και τώρα στους μαύρους, υιοθετώντας συνθήματα. Οργανισμοί ή εργοδότες που θέλουν να το παίξουν κουλ και δήθεν ανοιχτοί βάζουν κάποια πολύχρωμη σημαία στο προφίλ ή στην ιστοσελίδα τους. Πολύ θα ήθελα να χαρώ με όλα αυτά, αλλά νομίζω ότι η πραγματικότητα δεν επιτρέπει τόση αφέλεια.
Μόνο πρόσφατα αρχίσαμε να μιλάμε για το μπούλινγκ, αφού πρώτα θρηνήσαμε θύματα. Στο σχολείο προτεραιότητα παραμένει η καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνόπουλων όχι το να γίνουν άνθρωποι που δεν κακοποιούν ανθρώπους ή ζώα. Γελάμε ακόμα (όχι εμείς εδώ, μια αντιδήμαρχος Αθηναίων) αν κάποιο αγόρι κακοποιήσει σεξουαλικά κορίτσι στο πανεπιστήμιο, ενώ μες στην καραντίνα υπερβολικά πολλές γυναίκες έφαγαν ξύλο ή ένιωσαν απειλή. Άλλες εμφανίστηκαν στα επαγγελματικά Zoom άλουστες, απροετοίμαστες, ξενυχτισμένες και ξεθεωμένες απ' τις άπειρες απαιτήσεις που πρέπει να διαχειριστούν.
Δεν γίναμε μια ανοιχτή κοινωνία, λοιπόν, επειδή η άσπρη κάλτσα μέχρι το γόνατο έγινε μόδα ή επειδή βλέπουμε και κανένα ριάλιτι με queer συμμετέχοντες. Η χώρα παραμένει μουχλιασμένη και κουραστικά ομοιογενής. Φαίνεται απ' τη Βουλή, τον δημόσιο διάλογο, το αχαρακτήριστο επίπεδο της συντριπτικής πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης, τις άπειρες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες επιχειρηματίες, τη φυγή νέων στο εξωτερικό, επειδή δεν θέλουν να εργάζονται σε περιβάλλοντα όπου όλοι είναι ίδιοι με όλους και σκέφτονται παρόμοια.
Δυστυχώς, οι κλοτσιές και τα χτυπήματα στο σώμα ενός πεσμένου ανθρώπου σε δημόσια θέα ενέτειναν την πνιγηρή εικόνα. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν μετά τον ξυλοδαρμό έδειξαν ότι δεν ήμασταν καθόλου πρόθυμοι να δούμε το περιστατικό ως κάτι που μας αφορά, επειδή συμβολίζει απροκάλυπτα την ασφυκτική στενότητα των αντιλήψεων και της κοινωνίας μας. Είμαστε μήπως τώρα έτοιμοι για δύσκολες συζητήσεις, με αφορμή τη δίκη;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.