Πριν μερικά χρόνια (2010) μου είχε ζητηθεί από το περιοδικό Sonik να συμμετάσχω στην έκδοση «100 rock icons», γράφοντας λίγα λόγια (150-200 λέξεις) για ένα πρόσωπο της δικής μου επιλογής, που να είχε παίξει όμως ένα σημαντικό ρόλο στην πορεία της rock μουσικής. Είχα σκεφθεί, αυτομάτως σχεδόν, να αναφερθώ σε κάποιον που να μην είναι μουσικός, θέλοντας να συνδέσω το rock και με άλλες καταστάσεις, με την λογοτεχνία ας πούμε, την ποίηση, το σινεμά κ.λπ. Το πρώτο πρόσωπο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο Allen Ginsberg… Επειδή όμως σκέφθηκα πως κάποιος άλλος θα μπορούσε να γράψει για ’κείνον (τελικά δεν έγραψε κανείς), είπα να συντάξω λίγες λέξεις για τον Harry Smith (1923-1991), έναν επίσης σημαντικό δημιουργό που επηρέασε με το έργο του όχι μόνο το rock, αλλά και ποικίλες άλλες τέχνες.
Για τον Harry Smith άρχισα να μαθαίνω σταδιακά από το 1997 και μετά με αφορμή την επανέκδοση, από την Smithsonian Folkways, των περίφημων τριών Λαϊκών Ανθολογιών του, που είχαν εκδοθεί για πρώτη φορά το 1952. Μάλιστα, όταν λίγο καιρό αργότερα, το 2000, εκδόθηκε για πρώτη φορά και το τέταρτο μέρος εκείνων των συλλογών (στην εταιρεία Revenant του κιθαρίστα John Fahey), που είχε μείνει στα συρτάρια για σχεδόν 50 χρόνια, το όνομα του Harry Smith είχε ξαναγίνει must, με το περιοδικό Wire να του αφιερώνει 8σέλιδο άρθρο (issue 196, June 2000) και με τα περισσότερα σχετικά έντυπα (στο εξωτερικό) να γράφουν και να ξαναγράφουν για την περίπτωσή του. Κάποια στιγμή, πριν δέκα χρόνια, είχα γράψει κι εγώ τα σχετικά στο Jazz & Τζαζ.
Anthology of American Folk Music
Η λαϊκή μουσική στις ΗΠΑ, και άρα η παγκόσμια, τιμά τον Harry Smith ως τον πρώτο Αμερικανό, που διαπίστωσε την αξία των προπολεμικών και ιδίως των προ του κραχ του 1929 ηχογραφήσεων, αποδίδοντάς τους θέση υψηλή στο καλλιτεχνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η περίφημη σειρά των τριών διπλών LP, που επιμελήθηκε για την Folkways το 1952, υπό τον τίτλο «Anthology of American Folk Music», υπήρξε η μεγάλη προσφορά του στο χώρο της μουσικής, αφού πάνω σ’ αυτή στηρίχθηκε όλο το folk revival (μα ακόμη και το folk-rock όπως κι ένα μέρος του rock) στα sixties. Ο Smith δεν ανθολογούσε απλώς τραγούδια, αλλά τραγούδια, συχνά, με βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, τα οποία υπομνημάτιζε με οξυδερκή σχόλια. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Smith δεν ήταν απλώς ο πρώτος σοβαρός compiler της δισκογραφίας, αλλά ίσως και ο πρώτος σοβαρός μουσικοκριτικός στο χώρο της ευρείας pop. Όχι τυχαίως αποτέλεσε «εικόνα» για όλους τους γραφιάδες του rock στην πατρίδα του (του folk και της jazz ακόμη υποθέτω) και πηγή έμπνευσης για διάσημους «αστέρες» του είδους, όπως ο Greil Marcus. Στο «Mystery Train» εξάλλου κι εγώ πρέπει να είχα πρωτοδιαβάσει το όνομά του.
Παρότι λοιπόν γνώριζα την περίπτωσή του από νωρίς (και όχι μόνο από το βιβλίο του Marcus), εντούτοις δεν είχα κατορθώσει να αντιληφθώ αμέσως το μέγεθος της προσφοράς του. Αιτία το γεγονός πως εκείνες οι ιστορικές συλλογές του για την Folkways ήταν δύσκολο να εντοπιστούν οπουδήποτε (μέχρι την επανέκδοσή τους), ώστε να τις ακούσει κάποιος και να τις… διαβάσει. Το 1997 όμως, 45 χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη εμφάνισή τους, τα συγκεκριμένα άλμπουμ ξαναβγήκαν στο φως (σ’ ένα κουτί τριών διπλών CD), το οποίο αντιμετωπίστηκε με ιερό τρόπο από τους ακροατές και την κριτική. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το πακέτο εξαντλείται (αφού συμπίπτει και με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του κόσμου για τους παλαιούς ήχους), για να επανατυπωθεί όμως, μέχρι σήμερα, μερικές φορές ακόμη. Το 2000, μάλιστα, όταν ο μακαρίτης John Fahey θα ρίξει στην αγορά και το διπλό υπερπολυτελές LP (και CD), με το υπόλοιπο της δουλειάς του Smith, το πράγμα θα πάρει άλλη τροπή. Αν και από καιρό πολλοί μιλούσαν για το τέταρτο μέρος της σειράς –και ο ίδιος ο Smith το είχε επιβεβαιώσει σε μια συνέντευξή του στον John Cohen, στο περιοδικό «Sing Out!» τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1969– κανείς δεν ήταν σε θέση να πει που είχε εξαφανισθεί εκείνη η εργασία. Έτσι, και παρότι οι original σημειώσεις δεν βρέθηκαν ποτέ, ήταν ευχής έργο ο εντοπισμός του track list το οποίο και δόθηκε για υπομνηματισμό στον μουσικολόγο Dick Spottswood, τον θεματοφύλακα της λαϊκής μουσικής στην Αμερική. (Δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι καλύτερο). Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε μια καλλιτεχνική βινυλιακή έκδοση με τριπλό εξώφυλλο, που περιείχε δύο παρθένα διάφανα LP, αφίσα, συν ένα διαφωτιστικό 20σέλιδο booklet με φωτογραφίες και κείμενα των Ed Sanders, John Cohen, Dick Spottswood, Greil Marcus και John Fahey. Το παράλληλο διάβασμα αυτών των κειμένων, καθώς και των άρθρων των Philip Smith και Peter Shapiro στο Wire με βοήθησαν να γράψω ό,τι ακολουθεί.
Μουσικός βίος και κινηματογραφική πολιτεία
Ο Harry Everett Smith γεννήθηκε στο Portland του Oregon την 29η Μαΐου 1923 κι έζησε αρκετά χρόνια στην πόλη Anacortes της Washington, στο νησί Fidalgo, ανάμεσα στο Seattle και το Bellingham, τόπο κατασκήνωσης ακόμη των Ινδιάνων Swinomish. Οι γονείς του ήταν Θεοσοφιστές, οπαδοί δηλαδή της γνωστής «εσωτερικής» φιλοσοφικής κίνησης που άνθισε και στην Αμερική μετά την ίδρυση της Theosophical Societyαπό την Madame Blavatsky κ.ά. (Νέα Υόρκη, 1875). Η μητέρα του περαιτέρω ήταν δασκάλα, για κάποιο διάστημα, στον καταυλισμό των Ινδιάνων Lummi κοντά στο Bellingham, ενώ ο πατέρας του δούλευε σε εργοστάσιο που πακετάριζε σολομούς. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν ήταν και τόσο περίεργο το γεγονός πως ο μικρός Harry, μεγαλώνοντας, θ’ αρχίσει να διαδίδει παράξενα πράγματα, ότι τάχα ήταν καρπός της μητέρας του με τον «μάγο του (περασμένου) αιώνα» Aleister Crowley, ή πως η ίδια (η μητέρα του) καταγόταν από το τσαρικό γένος των Ρομανώφ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τόσο η… οικογενειακή παράδοση στον μυστικισμό, όσο και ο συγχρωτισμός του με την κουλτούρα των Γηγενών Αμερικανών, δημιούργησαν στον νεαρό ένα πρώτο περιβάλλον δράσης. Μάλιστα, σε μικρή ακόμη ηλικία, ακριβώς στα 20, ο Smith θα κάνει τις πρώτες επίσημες επιτόπιες ηχογραφήσεις του (field recordings) στους καταυλισμούς των Lummi, γεγονός που θ’ αποκτήσει ευρύτερη δημοσιότητα, αφού μια χαρακτηριστική φωτογραφία θα δημοσιευτεί στο American Magazine (Μάρτιος 1943).
Την ίδια περίπου εποχή, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30, ανήσυχος ων και μέσα στο πνεύμα των ποικίλων ενδιαφερόντων του, ο Harry Smith θ’ αρχίσει να ασχολείται με τον κινηματογράφο – μ’ εκείνο το είδος του φιλμ, που θα το αποκαλούσαμε πρωτοποριακό. Και τούτο όχι μέσα από μια προϋπάρχουσα ενασχόληση με την αισθητική του κινηματογράφου, αλλά κυρίως εξαιτίας της ανάγκης του να κάνει ταινίες με πενιχρά μέσα. Μπορεί ο Harry Smith να μην ήταν ο πρώτος που ζωγράφισε πάνω στο σελιλόιντ (είχαν προηγηθεί οι Hans Richter και Len Lye), θεωρείται όμως ως ένας από τους πιο ισχυρούς προδρόμους του αμερικανικού «δομικού» φιλμ, που ήκμασε τα επόμενα χρόνια μέσα από τις «κατασκευές» των Stan Brakhage, Jonas Mekas, Paul Sharits, Jack Smith, Hollis Frampton κ.ά.
Με την συλλογή δίσκων 78 στροφών ο Smith άρχισε ν’ ασχολείται όταν ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Washington στο Seattle, το 1944. Ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει και ο Smith που δούλευε στην πολεμική βιομηχανία έβγαζε καλά λεφτά, τα οποία έσπρωχνε στην αγορά δίσκων. Έχει αξία να δούμε τι έγραφε σε μία αγγελία που είχε δώσει για το περιοδικό The Record Changer:
Wanted, Pre-1940 Race and Hillbilly Vocals. Bascom Lamar Lunsford, Jilson Setters, Uncle Eck Dunford, Clarence Ashley, Dock Boggs, Grayson and Whitter, Bukka White, Robert Johnson, Roosevelt Graves, Julius Daniels, Rev. D.C. Rice, Lonnie McIntorsh, Tommy McClennan and many others.
Harry E. Smith 5 1/2 Panoramic, Berkeley 4, California
Στο Berkeley ο Smith μετακόμισε αμέσως μετά το πέρας του πολέμου. Η ευρύτερη περιοχή Berkeley/ San Francisco άρχισε να γίνεται τόπος συγκέντρωσης ανθρώπων της Τέχνης και των Γραμμάτων εκείνη την περίοδο και ο Harry Smith, ο οποίος ήδη εκινείτο με σιγουριά σε διάφορους τομείς, δεν θ’ αργήσει να γίνει «κάποιος». Το 1947 υπήρξε μια χρονιά καθοριστική γι’ αυτόν. Κατ’ αρχάς θα δει live στο San Francisco τον Woody Guthrie –όπως ο ίδιος ανακαλούσε αργότερα, τότε ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που κάπνισε μαριχουάνα–, εμφανίζεται με τον ποιητή Jack Spicer σ’ ένα folk πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, ενώ γνωρίζεται και με τον Kenneth Anger (μια πολύ γνωστή φιγούρα του κινηματογραφικού και όχι μόνον underground), τον οποίον μυεί στον αποκρυφισμό. Να και μια επιστολή που αντάλλαξαν το 1947 οι Smith και Anger, έτσι όπως την αντιγράφω από το βιβλίο του Scott McDonald «Art in Cinema, Documents Toward a History of the Film Society» [εκδ. Temple University Press, Philadelphia 2006] σχετική με μια «δομική» ρετροσπεκτίβα που φαίνεται πως είχε αναλάβει ο Smith, για λογαριασμό του San Francisco Museum of Art:
July 28, 1947
Kenneth Anger
2021 Holly Drive
Hollywood 28 California
Αγαπητέ Kenneth
Θα ήταν δυνατόν να μου στείλεις όλες σου τις ταινίες για να ρίξω μια ματιά το Σάββατο που θα μας έρθει; Πρόκειται να παρακολουθήσουμε μια σειρά από φιλμ προκειμένου να τα εντάξουμε στο πρόγραμμά μας, κάτι που πρέπει να ολοκληρωθεί την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Ενδιαφερόμαστε να δούμε όλες τις προηγούμενες ταινίες σου καθώς και τα «Πυροτεχνήματα», για τα οποία έχουμε ακούσει πολλές ενθουσιώδεις κριτικές(…). Πρόκειται επίσης να έχουμε φιλμ των αδελφών Whitney, του Oscar Fischinger, της Sara Kathryn Arledge κ.ά. και θα θέλαμε πάρα πολύ να προσθέσουμε και τις δικές σου παραγωγές στον κατάλογό μας.
Μετά τιμής
Harry E. Smith
Art in Cinema Society
San Francisco Museum of Art
Το 1948 ο Harry Smith όντας στο San Francisco θα μυηθεί στην jazz, ως γνήσιος hipster. Οι τοιχογραφίες του στο Jimbo’s Bop City πήγαιναν παράλληλα με τις μουσικές του Dizzy Gillespie και του Perez Prado. Συνήθως έπιανε το πινέλο ενώ η μουσική εξελισσόταν στο πάλκο και ζωγράφιζε αποτυπώνοντας εκείνο που… άκουγε. Οι τζαζ ζωγραφιές του Harry Smith φαίνονται σ’ ένα δικό του φιλμ από ’κείνη την εποχή, το «Number 4», το οποίο στηρίχθηκε πάνω στο θρυλικό «Manteca» του Gillespie.
Στην Νέα Υόρκη
Γύρω στο 1950 επιχειρεί το πρώτο ταξίδι του στην Νέα Υόρκη. Η εποχή ήταν πολύ δημιουργική για τον ίδιο, αφού ζωγράφιζε και κινηματογραφούσε χωρίς σταματημό. Το 1951 ολοκληρώνει μάλιστα ένα από τα πιο διάσημα φιλμ του, το τρισδιάστατο «Number 6». Τότε θα τα μαζέψει όλα (δίσκους, διάφορες συλλογές, μηχανήματα, πίνακες κ.λπ.) για να εγκατασταθεί μονίμως στο Μεγάλο Μήλο. Η Δεξιά έχει πάρει κεφάλι στην Αμερική με τον μακαρθισμό, τον «ψυχρό πόλεμο», την εκστρατεία στην Κορέα, τις πυρηνικές δοκιμές και η Νέα Υόρκη ήταν μία από τις λίγες πόλεις όπου θα μπορούσε να κινηθεί κάποιος με μιαν αίσθηση ελευθερίας. Για έναν πολυπράγμονα, όπως ήταν ο Smith, που φαίνεται εν τω μεταξύ πως είχε ασπαστεί και κάποιες μαρξιστικές ιδέες όσον αφορά στην λειτουργία της λαϊκής τέχνης, ήταν σίγουρα ο ιδανικότερος τόπος. Πάντως, στην Νέα Υόρκη, εκείνα που τον ενδιέφεραν περισσότερο ήταν να μάθει για την Kabbalahκαι ν’ ακούσει τον Thelonious Monk. Να γίνει θαμώνας στο Birdland και να συγχρωτιστεί με τον Charlie Parker, τον Miles Davis και τον Bud Powell. Εν τω μεταξύ –δύσκολο πράγμα για την εποχή– είχε κατορθώσει να φέρει στην Νέα Υόρκη όλη τη συλλογή με τους χιλιάδες 78άρηδες δίσκους του, αν και όπως είχε πει αργότερα χάθηκε στην μεταφορά μεγάλο μέρος των ηχογραφήσεων και των αναμνηστικών που είχε συγκεντρώσει από τις περιοδείες του στους ινδιάνικους καταυλισμούς. Το ζήτημα ήταν τώρα, πως θα εκμεταλλευόταν όλο αυτό το υλικό. Τα οικονομικά ζόρια στην ημερησία διάταξη, άρα και το μυαλό να παίρνει στροφές με χίλια. Απλές κινήσεις στην αρχή. Κατά πρώτον ψάχνει και βρίσκει τον Moe Asch της Folkways με σκοπό να του πουλήσει ένα μέρος της συλλογής, για τα πρώτα έξοδα. Τριάντα πέντε σεντς το κομμάτι. Ο Asch δεν χάνει την ευκαιρία και «θερίζει» τα καλύτερα. Έβλεπε όμως ότι ο Smith δεν ήταν κανένας τυχαίος συλλέκτης και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δίσκοι χωρίς τα δικά του υπομνήματα, τις δικές του γνώσεις, θα ήταν μόνο δίσκοι. Του προτείνει, έτσι, να επιμεληθεί μία σειρά συλλογών, στην νέα τότε φόρμα του LP, να τις σχεδιάσει, να γράψει τις liner notes, να έχει εν ολίγοις όλη την εποπτεία του πράγματος. Και όντως. Τα τρία διπλά άλμπουμ θα κυκλοφορήσουν το 1952, στρέφοντας για πρώτη φορά το ενδιαφέρον ενός υποψιασμένου κοινού, στο τραγούδι της άγνωστης λαϊκής Αμερικής της δεκαετίας του ’20, επηρεάζοντας, έτσι, κάθε ανερχόμενο songwriter.
Ήταν οπωσδήποτε μία ιστορική στιγμή. Η πρώτη φορά που συνέβαινε στη Δύση η δισκογραφική αποκατάσταση της λαϊκής μουσικής μιας μεγάλης χώρας από την λεγόμενη «διανόηση». Φανταστείτε π.χ. τι θα σήμαινε για την πορεία του ελληνικού τραγουδιού αν κάποιος ανθολογούσε το 1952 τραγούδια του Δελιά, του Κάβουρα ή του Γιοβάν Τσαούς – πρόσωπα παντελώς αγνοημένα στην Ελλάδα εκείνων των χρόνων. Σκεφθείτε μόνον πως μία απλή διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι (31/1/1949, Θέατρο Τέχνης) είχε αποδειχθεί καθοριστική για την επαφή μιας νέας γενιάς ανθρώπων με την ρίζα του ελληνικού τραγουδιού και της πορείας του στο μέλλον (και τούτο παρότι ο Χατζιδάκις συνέθεσε τον δικό του μύθο έχοντας κατά νου μερικά πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα – Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μπέλλου, Παπαϊωάννου…).
Εκείνα τα διπλά LP, που κυκλοφόρησαν με τους υπότιτλους «Ballads», «Social Music» και «Songs», μπορεί να μην ξεπούλησαν (εξάλλου ο Smith είχε δώσει τα μισά στην Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης), έγιναν όμως κάτι παραπάνω από γνωστά στους ανθρώπους που έπρεπε να γίνουν. Ας πούμε ο John Cohen (από τους The New Lost City Ramblers του Mike Seeger κ.λπ.), ο Ed Sanders (των Fugs), ο John Fahey και βεβαίως ο Bob Dylan τα είχαν στην κατοχή τους ή τα είχαν ακούσει. Ο Dylan εξάλλου διαμόρφωσε το περιώνυμο «The Basement Tapes» με τους Band, στηριγμένος κατά πάσα πιθανότητα στις folk ανθολογίες του Harry Smith. Πάνω σ’ αυτή την άποψη, που μάλλον είναι σωστή, ο Greil Marcus στήριξε ένα ολόκληρο βιβλίο, το «Invisible Republic: Bob Dylan’s Basement Tapes» [Henry Holt & Co, New York 1997]. Μάλιστα, όχι λίγα τραγούδια από τις ανθολογίες, όπως τα «House carpenter», «Little Moses», «Stack A Lee» και «King Kong Kitchie Kitchie Ki-Me-o» (ως «Froggie went a-courtin’») ο Dylan τα είχε τιμήσει σε επίσημες ή ανεπίσημες ηχογραφήσεις του.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες που ανθολογήθηκαν σ’ εκείνα τα άλμπουμ, αλλά και στο τέταρτο, που δημιουργήθηκε τότε (1952), αλλά κυκλοφόρησε όπως προείπα το 2000, ήταν οι:
[Volume One] Dick Justice, Clarence Ashley, Carter Family, Frank Hutchison, Mississippi John Hurt, Furry Lewis…
[Volume Two] Andrew & Jim Baxter, Henry Thomas, Jim Jackson, Rev. J.M. Gates, Blind Willie Johnson…
[Volume Three] Cannon’s Jug Stompers, Dock Boggs, The Memphis Jug Band, Blind Lemon Jefferson…
[Volume Four] Monroe Brothers, Lead Belly, Robert Johnson, Bukka White, Blind Alfred Reed, Sleepy John Estes, Memphis Minnie…
Μετά την «Anthology of American Folk Music» ο Harry Smith εστίασε τα ενδιαφέροντά του στα φιλμ και την ζωγραφική, δουλεύοντας για τα προς το ζην σε τυπογραφικές εταιρείες, φιλοτεχνώντας κάρτες.
Περί το 1960 ο Allen Ginsberg θα βρεθεί ένα βράδυ στο Five Spot, ένα ιστορικό κλαμπ της Νέας Υόρκης, για ν’ ακούσει τον Thelonious Monk (όπως σημειώνει ο Ed Sanders στο ένθετο του Volume Four). Εκεί, πρόσεξε έναν τύπο ο οποίος, ενόσω έπαιζε ο πιανίστας, σχεδίαζε κάτι κρατώντας ταυτοχρόνως σημειώσεις. Ήταν ο Harry Smith, που επιχειρούσε ν’ αντιληφθεί τον τρόπο δόμησης της μουσικής του Monk, καταγράφοντας τις σειρές των συγχορδιών, προκειμένου πάνω σε ορισμένα αρχετυπικά στοιχεία να ταιριάξει τις φιλμικές κατασκευές του. Γνωρίστηκαν οι δυο τους και ο Smith, κάποια στιγμή, πρότεινε στον Ginsberg να του πουλήσει μια ταινία του, την «Number 12», για εκατό δολάρια. Ο Ginsberg την αγόρασε, αλλά επειδή δεν είχε μηχανή προβολής για να την δει την έδωσε στον Jonas Mekas, ο οποίος την τιτλοφόρησε ως «Heaven and Earth Magic Feature». Ο Mekas, ένας από τους πιο διακεκριμένους filmmaker του underground, γνώριζε τον Smith και τον θεωρούσε… genius. Τον είχε βοηθήσει εξάλλου πολλές φορές στο παρελθόν.
Γενικά για το κινηματογραφικό, όπως και για το μουσικό έργο του Harry Smith είχαν γραφεί ελάχιστα πράγματα στην Ελλάδα την προ-internet εποχή (και τώρα δηλαδή…). Μερικές αναφορές που έχω εντοπίσει μ’ ένα πρώτο μικρό ψάξιμο αφορούν σ’ ένα αφιέρωμα στον «Νέο Αμερικανικό Κινηματογράφο» στο παλαιό περιοδικό «Σινεμά» του Μάκη Μωραΐτη [τεύχος 5-6, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1979], στο βιβλίο της Στέλλας Θεοδωράκη «Κινηματογραφικές Πρωτοπορίες» [Νεφέλη, Αθήνα 1990], εκεί όπου διαβάζουμε πως… «λίγο πριν την έναρξη του πολέμου ο Τζ. Γουίτνεϊ και ο Χ. Σμιθ φτιάχνουν τις πρώτες σημαντικές ταινίες τους στο πλαίσιο μιας μικρής ομάδας, που είχε δημιουργηθεί στο Λος Άντζελες και στο Σαν Φρανσίσκο», καθώς και στον συλλογικό τόμο «Το Φάντασμα μιας Δεκαετίας» [Δελφίνι, Αθήνα 1994] όπου ο Κώστας Αρβανίτης σημειώνει: «Είναι πιθανό ο Kenneth Anger να μυήθηκε στον κόσμο των ναρκωτικών και του Aleister Crowley από έναν άλλο underground δημιουργό, τον Harry Smith(…). Ο Harry Smith το ’63, πριν ακόμα οι Beatles γίνουν πασίγνωστοι στις ΗΠΑ, χρησιμοποίησε το πρώτο τους άλμπουμ ως soundtrack για μια ταινία του». Πρόκειται για κάποιο ή κάποια από τα βουβά φιλμ της σειράς Early Abstractions (επτά φιλμ πολύ μικρού μήκους που γυρίστηκαν μέχρι το 1957), στα οποία τοποθετήθηκαν αργότερα ηχητικά αποσπάσματα από το LP “Meet the Beatles”, όπως διάβασα στο harrysmitharchives.com.
Από ’κείνα τα χρόνια, στα μέσα του ’60, αξίζει να σημειωθεί η σχέση τού Harry Smith μ’ ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ του νεοϋορκέζικου underground τους Fugs. Ο Smith είχε παρακολουθήσει τους Fugs σε διάφορα happenings στο Lower East Side κι είχε μεσολαβήσει στον Moe Asch (το αφεντικό της Folkways), ώστε να βγει ο πρώτος τους δίσκος. Έκανε, μάλιστα, την παραγωγή σ’ αυτόν, όταν το σχήμα λεγόταν ακόμη The Village Fugs. Στην πρώτη έκδοσή του το άλμπουμ είχε τίτλο «Sing Ballads of Contemporary Protest» και εκδόθηκε στην Broadside/Folkways το 1965. Την επόμενη χρονιά (1966) επανεκδόθηκε και στην ESP-Disk.
Thelema διαβόλου;
Ο Harry Smith είχε μανία με τις συλλογές και μάζευε διάφορα παράξενα πράγματα. Αισθανόταν υπερήφανος για τις συλλογές του με string figures (φιγούρες που συνδέονταν επιμέρους ή κινούνταν μέσω σπάγκων), τα χάρτινα αεροπλανάκια και τα ζωγραφιστά πασχαλινά αυγά από την Ουκρανία (τα pysanky)! Επίσης είχε «τρέλα» με την επιτόπια ηχογράφηση. Όπου βρισκόταν και για όποιο λόγο πάταγε συχνά το rec του μαγνητοφώνου του. Ίσως η λιγότερο γνωστή δραστηριότητά του –κάτι λογικό– να ήταν η ροπή τους προς την μαγεία και τον αποκρυφισμό. Ανήκε σε μια ομάδα, την Ordo Templi Orientis (O.T.O.) με χιλιάδες μέλη και σήμερα στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο. Η μυστικιστική αυτή σέχτα πρέσβευε (και πρεσβεύει) ένα κράμα Ελεύθερου Τεκτονισμού, Χριστιανικού Γνωστικισμού, παγανιστικών μυστηρίων και διαφόρων άλλων σκοτεινών δοξασιών του 18ου και του 19ου αιώνα, έχοντας ως βίβλο της το «The Book of the Law» του Aleister Crowley. Η λατρεία της αποκαλείται Thelema (Θέλημα) και καταστρώθηκε από τον Crowley το 1904. Το «The Holy Books of Thelema» [Weiser Books, New York 1986] με το μαλακό εξώφυλλο το είχε φιλοτεχνήσει ο Harry Smith. Μέλη της O.T.O. από τον χώρο της μουσικής λέγεται πως είναι/ήταν οι John Lennon, Paul McCartney (ο Crowley, ως γνωστόν, εικονίζεται στο εξώφυλλο του «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band»), David Bowie, Jimmy Page, Daryl Hall, Sting, Madonna, Jay-Z, Rihanna κ.ά. (τα ονόματα αναφέρονται, γενικώς, στο δίκτυο, παρά ταύτα δεν μπορεί να είναι κανείς κατηγορηματικός), ενώ πέρασε από ’κει ο εκ των στυλοβατών του british blues Graham Bond, όπως και μέσω μιας παραφυάδας της (Solar Lodge) ο Charles Manson. (Η ιστορία του rock και ενίοτε της pop είναι πολύ περισσότερο σκοτεινή απ’ όσο νομίζουμε και σίγουρα δεν αρχίζει και τελειώνει με το «Sympathy for the devil»).
Το 1972 ο Smith έθεσε σε εφαρμογή ένα παλαιό του σχέδιο – να κάνει ταινία δηλαδή «Την Άνοδο και την Πτώση της Πόλης Μαχαγκόνι» των Brecht και Weill. Το κατόρθωσε παρά τις δυσκολίες και η ταινία του έγινε πλέον το… Number 18. Στην δεκαετία του ’80 άφησε προς το παρόν το Chelsea Hotel και συγκατοίκησε με τον Allen Ginsberg, φιλοτεχνώντας τα εξώφυλλα των βιβλίων του «Collected Poems, 1947-1980», «White Shroud, Poems 1980-1985» και «The Annotated Howl». Μετά τα μέσα της δεκαετίας υπήρξε προσκεκλημένος σαμάνος στο Naropa Institute, στην πόλη Boulder του Colorado, προσφέροντας στους ακροατές του τις γνώσεις και τις εμπειρίες του.
Ο Harry Smith θα πεθάνει την 27η Νοεμβρίου 1991, στο Chelsea Hotel. Ήταν 68 ετών (όχι μεγάλος δηλαδή) κι ας φαινόταν 100! Μερικούς μήνες πριν φύγει από τη ζωή, τον Φεβρουάριο του ’91, θα τιμηθεί στην τελετή απονομής των Βραβείων Grammy εκείνης της χρονιάς (εδώ θέλει θαυμαστικό…) για τη συνολική του προσφορά στην αμερικανική κουλτούρα και όπως παρατήρησε ο Ed Sanders… «ήταν ωραίο να τον βλέπουμε όλοι εμείς οι φίλοι του, στην τηλεόραση, να πηγαίνει να παραλάβει το βραβείο του φορώντας σμόκιν». Τα λόγια του στην τελετή ήταν λίγα, σοβαρά και απηχούσαν τα βαθύτερα πιστεύω του: «Χαίρομαι» είπε, «γιατί τα όνειρά μου έγιναν πραγματικότητα – είδα την Αμερική να αλλάζει μέσα από τη μουσική της».
σχόλια