O Πικάσο κάποτε είπε ότι όποιος θέλει να κατανοήσει την τέχνη του 20ου αιώνα, πρέπει να δει «ό,τι δημιουργήσαμε ο Ματίς κι εγώ, το ένα έργο πλάι στο άλλο».
Προς το τέλος της ζωή του Ματίς, ο Πικάσο στερέωνε τους καμβάδες του στην οροφή του αυτοκινήτου του για να τους μεταφέρει και να τους δείξει στον ηλικιωμένο Ματίς. «Λαμβάνοντας τα πάντα υπόψη, μόνο ένας Ματίς υπάρχει», είπε ο Πικάσο. «Μόνο ένα άτομο έχει το δικαίωμα να με κριτικάρει», απάντησε ο Ματίς.
Ο Ενρί Ματίς (1869-1954) και ο Πάμπλο Πικάσο (1881-1973) είναι το αναγνωρισμένο δίδυμο γιγάντων της μοντέρνας τέχνης, από το οποίο έχουν προκύψει πολλές από τις σημαντικότερες καινοτομίες της ζωγραφικής και της γλυπτικής του εικοστού αιώνα. Παρά την αρχική τους αντιπαλότητα και της πολύ διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας τους, ο ένας αναγνώρισε τον άλλον ως ίσο. Η σχέση που ανέπτυξαν ήταν στενή και πολύπλοκη.
Και οι δύο βρισκόταν σε αναζήτηση, όχι μόνο αγοραστών, όχι μόνο χρημάτων, αλλά και έκθεσης, σε μια προσπάθεια να κάνουν το έργο τους να ξεχωρίσει από τους εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες καλλιτέχνες που ζούσαν και εργαζόταν στο Παρίσι την ίδια εποχή. Η Φρανσουάζ Ζιλό, σύντροφος του Πικάσο και μητέρα των παιδιών του Κλωντ και Παλόμα, ήταν μάρτυρας της φιλίας τους και των συναντήσεών τους μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έζησε μαζί τους την πορεία της σχέσης τους, που γινόταν όλο και πιο σημαντική, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε καλλιτεχνικό. Η Ζιλό έγραψε ότι «ήταν συμπληρωματικοί όπως το κόκκινο και το πράσινο και αντίθετοι όπως το άσπρο με το μαύρο... η αμοιβαία έντονη περιέργεια άνοιξε τις πύλες για τη φιλία τους. Ο ένας ήθελε να μάθει τα γιατί και τα πως της δημιουργικής φλόγας του άλλου».
Ο Πικάσο και ο Ματίς γνωρίστηκαν το 1906, κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης. Εκείνη την περίοδο ο Ματίς ήταν ηγέτης του φωβισμού. Ο Πικάσο ήταν 12 χρόνια νεότερος, ένας νεαρός καλλιτέχνης που είχε μετακομίσει από την Ισπανία στο Παρίσι και κατάφερε να ενταχθεί στον χώρο της τέχνης με το ταλέντο του. Η κοινωνική του καταγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ζούσε τη ζωή του πολύ σύντομα τράβηξαν το ενδιαφέρον των κριτικών τέχνης.
Η αλληλεπίδραση ξεκίνησε όταν συνδέθηκαν με την Αμερικανίδα συγγραφέα Γερτρούδη Στάιν και τον αδερφό της Λέο. Η αμοιβαία εκτίμηση που αναπτύχθηκε τους ώθησε να ανταλλάσσουν πίνακες μεταξύ τους. Ο Πικάσο είπε «πρέπει να δεις τους πίνακες που κάναμε τότε, τον έναν δίπλα στον άλλον. Κανείς δεν έχει κοιτάξει έναν πίνακα του Ματίς πιο προσεκτικά από εμένα – και κανείς δεν έχει κοιτάξει δικό μου πίνακα πιο προσεκτικά από αυτόν".
Ο ένας προσπαθούσε να καταλάβει τον άλλον, να ξεπεράσει τον άλλον, να τον νικήσει στην ευρηματικότητα. Ο διάλογος δεν ήταν πάντα συνειδητοποιημένος, ούτε αποκλειστικός. Οι καλλιτέχνες δανείζονται, ψάχνουν τη λύση σε ένα πρόβλημα, μια λεπτομέρεια του ενός μπορεί να αποδειχθεί εργαλείο για τον άλλον. Ένα αντικείμενο που είχε πάντα δίπλα του ο Ματίς μέχρι τα βαθιά γεράματά του, ήταν ένα σκοτεινό πορτρέτο της Ντόρα Μάαρ, το οποίο ζωγράφισε ο Πικάσο στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κάθε χρόνο έστελνε στον Πικάσο ένα καφάσι με πορτοκάλια. Ο Πικάσο δεν τα έτρωγε ποτέ, αλλά τα χρησιμοποιούσε ως εκθέματα: τα πορτοκάλια του Ματίς δεν ήταν για να φαγωθούν. Και αυτός είχε γύρω του πίνακες του Ματίς, τοποθετημένους ανάμεσα στους δικούς του.
Ανταγωνισμός / αντιπαλότητα / σεβασμός / θαυμασμός / κλοπή. Όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν από τον Ματίς και τον Πικάσο στις περιγραφές του ενός για τον άλλον. «Πρέπει να μιλάμε ο ένας στον άλλον όσο πιο πολύ γίνεται. Όταν ο ένας από τους δυο μας πεθάνει, θα υπάρχουν πράγματα που ο άλλος δε θα μπορεί να συζητήσει με κανέναν», έγραψε ο Ματίς στον Πικάσο.
σχόλια