Μπορεί κάποιος από ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής να καταφέρει να εισχωρήσει στις μεγαλύτερες κουζίνες της Νέας Υόρκης και να κατακτήσει με τις μαγειρικές του το Μανχάταν; Και όμως, ο Χρήστος Χρήστου κατάφερε, συνδυάζοντας το ελληνικό πείσμα με την επιμονή, να πρωταγωνιστεί στον χώρο της διεθνούς γαστρονομίας. Σήμερα είναι executive chef στο καλύτερο ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, το Νεράι, και σερβίρει καθημερινά δημιουργικές ελληνικές συνταγές σε δεκάδες Αμερικανούς celebrities, όπως η Κιμ Καρντάσιαν και η βαθύπλουτη οικογένεια του υποψήφιου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Πώς, όμως, έφθασε εδώ που βρίσκεται σήμερα από ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής όπου μεγάλωσε, κρατώντας πάντα ζωντανές τις ελληνικές ρίζες του; Ο Χρήστος Χρήστου μάς διηγείται την ιστορία του.
Μεγάλωσε στην πόλη Γουίτμπανγκ της Νότιας Αφρικής και σήμερα είναι executive chef στο καλύτερο ελληνικό εστιατόριο του Μανχάταν, το Νεράι. Έλκει την καταγωγή του από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας, το Μανιάτη, κοντά στην Τρίπολη, από την πλευρά της γιαγιάς και του παππού του. Παρότι δεν έχει ζήσει ποτέ στην Ελλάδα, μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. «Δύο φορές την εβδομάδα πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, ενώ στην οικογένειά μου μιλούσαμε πάντα ελληνικά», λέει. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Πρετόρια, αλλά η απόφασή του να διακόψει τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του ήταν προσωρινή και έγινε για οικονομικούς λόγους. Όμως ήταν αυτή που τον οδήγησε να γίνει αυτό που είναι σήμερα, έχοντας καταφέρει να ξεχωρίσει ως ένας από τους καλύτερους σεφ στο Μανχάταν. «Είπα στον πατέρα μου ότι δεν ήθελα να συνεχίσει να πληρώνει για τις σπουδές μου. Του είπα ότι θα διέκοπτα για έναν χρόνο, ώστε να βγάλω μερικά χρήματα και να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο για να πάρω το πτυχίο».
Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά για να βοηθήσω πρακτικά την Ελλάδα, στο μέτρο όμως που μου επιτρέπεται, μέσα από τον ρόλο μου ως executive chef στο Μανχάταν, θέλω ο καθένας, φεύγοντας από το μαγαζί, να έχει στο μυαλό του τα δύο γνωρίσματα για τα οποία ξεχωρίζει η Ελλάδα: το καλό φαγητό και τη φιλοξενία.
Η πρώτη του δουλειά ήταν σε ένα φαστφουντάδικο στην Πρετόρια. Δουλεύοντας από το ένα μαγαζί στο άλλο, μέσα σε λίγο καιρό ο Χρήστος αναλαμβάνει καθήκοντα μάγειρα και σύντομα ανοίγει το δικό του μικρό εστιατόριο στην περιοχή. Γνωρίζοντας τη μαγειρική μόνο εμπειρικά, από την οικογένειά του, που η μητέρα του μαγείρευε ελληνικές συνταγές, σταδιακά αρχίζει να μυείται στους κανόνες της μαγειρικής και να αποκτά όλο και περισσότερες γνώσεις. Όμως η εμπειρία από μόνη της δεν ήταν αρκετή για να κατακτήσει το όνειρο που είχε αρχίσει να πλάθεται στο μυαλό του και το οποίο ξεκίνησε ως ένα απλό φλερτ με τη μαγειρική. Όλα συνεχίστηκαν τυχαία, όταν στην κουζίνα όπου εργαζόταν είδε μια κοπέλα να φοράει ειδική στολή στην οποία αναγραφόταν το όνομά της. «Τη ρώτησα που τη βρήκε και μου απάντησε ότι ήταν της σχολής μαγειρικής όπου σπούδαζε. Σκέφτηκα ότι ίσως μου ήταν απαραίτητη μια τέτοια κατάρτιση», εξηγεί. Τότε αποφασίζει να ψάξει τρόπο να συνεχίσει τις σπουδές του όχι στη μηχανολογία αλλά στη μαγειρική. «Το πρώτο εμπόδιο, φυσικά, ήταν το κόστος των διδάκτρων και το γεγονός ότι ζητούσαν όλο το ποσό μαζεμένο πριν από την έναρξη των μαθημάτων. Για καλή μου τύχη, ο υπεύθυνος του προγράμματος ήρθε μια μέρα από το μαγαζί στο οποίο μαγείρευα. Όταν τελείωσε το φαγητό του, με φώναξε για να μου πει ότι του άρεσαν πολύ τα πιάτα που του ετοίμασα και ότι μπορούσα να ξεκινήσω άμεσα μαθήματα στη σχολή, πληρώνοντας τα δίδακτρα σταδιακά. Ένιωσα ότι η τύχη μού είχε χαμογελάσει», αφηγείται.
Δεν ήταν η πρώτη, ούτε όμως και η τελευταία φορά που η τύχη χαμογέλασε στον Χρήστο, ο οποίος, μετά το πέρας των σπουδών του, αρχίζει να ασφυκτιά στην πόλη της Πρετόρια. Και αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισε να αναζητήσει άλλα, μεγαλύτερα πράγματα στη ζωή του, ως σεφ στο εξωτερικό. Πρώτη επιλογή το Λονδίνο, όπου φθάνει κυριολεκτικά με μια βαλίτσα στο χέρι σε ηλικία 23 ετών, με τη φιλοδοξία της καταξίωσής του ως σεφ πέρα από τα σύνορα της μικρής πόλης στην οποία μεγάλωσε. «Δύο βδομάδες πριν φύγω από την Πρετόρια για το Λονδίνο, μου έκλεψαν το αυτοκίνητό. Τα χρήματα που μου έδωσε η ασφαλιστική ως αποζημίωση ήταν όσα χρειαζόμουν για τις πρώτες μου ημέρες εκεί. Έφθασα στο Λονδίνο χωρίς να έχω απολύτως τίποτα, αλλά με την ελπίδα και την πίστη ότι κάτι θα κατάφερνα. Ήμουν στο Λονδίνο την Τετάρτη και την Πέμπτη ξεκίνησα να ψάχνω δουλειά, χτυπώντας τις πόρτες όσων εστιατορίων έβρισκα μπροστά μου και ρωτώντας αν έψαχναν σεφ. Περνώντας έξω από το πολύ γνωστό ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου, λέω από μέσα μου “δεν έχω να χάσω κάτι, αν ρωτήσω μήπως υπάρχει κάποια άδεια θέση σεφ στην κουζίνα του εστιατορίου”. Μέχρι τότε και μόνο η ιδέα να δουλέψω ως σεφ στο εστιατόριο του συγκεκριμένου, βραβευμένου με Michelin εστιατορίου Savoy Grill μόνο όνειρο θερινής νυκτός μπορούσε να είναι. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν τι γύρευα εκεί. “Δουλειά”, της απάντησα και την είδα να με κοιτάει με έκπληξη. “Μα, δεν μπορείς να βρεις δουλειά εδώ, αν δεν έχεις κάποιον να σε συστήσει” ήταν η απάντηση που μου έδωσε με αρκετή περιφρόνηση. “Δεν χάνεις, όμως, κάτι να ρωτήσεις τον μάνατζερ που είναι βάρδια τώρα στο εστιατόριο”, μου συστήνει. Στο εστιατόριο μου είπαν να περάσω ξανά αργότερα, σε κανένα τρίωρο, για να συναντήσω τον μάνατζερ. Φυσικά δεν έφυγα, αλλά κάθισα απ’ ἐξω, περιμένοντας υπομονετικά να περάσει η ώρα. Ήξερα ότι αν έφευγα δεν θα τον πετύχαινα», περιγράφει.
Τελικά, το «ελληνικό του πείσμα» είναι αυτό που τελικά τον επιβραβεύει με μια θέση σεφ δίπλα στον φημισμένο και πασίγνωστο Βρετανό μάγειρα Γκόρντον Ράμσεϊ. «Όταν έφθασε, τελικά, η ώρα του ραντεβού, η πρώτη ερώτηση που δέχτηκα ήταν τι έκανα εκεί. Η απάντηση ήταν απλή: “Ήρθα χθες από τη Νότια Αφρική και ψάχνω δουλειά, θέλω να δουλέψω”. “Έχεις δει το Big Ben;”, με ρωτάει. Ούτε που είχα προλάβει να δω την πόλη. “Πήγαινε να δεις το Big Ben και έλα τη Δευτέρα να δουλέψεις, ξεκινάς δουλειά”». Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για να κατακτήσει το όνειρό του μόλις του είχε δοθεί. Τρία χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια των οποίων δούλευε δίπλα στον Γκόρντον Ράμσεϊ, ο Χρήστος Χρήστου ετοιμάζεται να κάνει το μεγάλο άλμα για την Αμερική, και συγκεκριμένα για το Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Η νέα ευκαιρία ήρθε πάλι τυχαία, όταν ο γνωστός Βρετανός σεφ του πρότεινε να αναλάβει την κουζίνα ενός από τα εστιατόρια που επρόκειτο να ανοίξει στο Μεγάλο Μήλο. Ο Χρήστος δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έβαλε όσα πράγματα είχε σε μια βαλίτσα και ξεκίνησε το ταξίδι του στην Αμερική, το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. «Το ένα έφερνε το άλλο και ίσως αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρήσει τύχη. Όμως η τύχη δεν έρχεται ποτέ, αν δεν υπάρχει επιμονή, πείσμα και πίστη για το πού θέλεις να φθάσεις. Και πάντα κάποιος πρέπει να κοιτάει από που ξεκίνησε. Η αφετηρία και ο προορισμός σου αποτελούν την πυξίδα που σου δείχνει τον δρόμο στη ζωή», λέει.
Μέσα σε λίγα χρόνια απ’ όταν έφθασε στο Μανχάταν, ο Έλληνας μάγειρας έχει καταφέρει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο γνωστούς μάγειρες της αμερικανικής ελίτ. Σήμερα είναι ο executive chef του καλύτερου ελληνικού εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, του Νεράι, και μαγειρεύει για δεκάδες Αμερικανούς celebrities που το επισκέπτονται καθημερινά. «Μη νομίζει κανείς, όταν ακούει ελληνικό εστιατόριο στο Μανχάταν, ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι να μαγειρεύουμε συνταγές που κάποιος τρώει στην Ελλάδα. Από την αρχή της καριέρας μου είχα μια έλξη για το ελληνικό φαγητό, όχι όμως για το κλασικό και παραδοσιακό αλλά για τις sophisticated ελληνικές συνταγές που μαγειρεύουμε στο Νεράι. Η ελληνική κουζίνα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη δημιουργικότητα της γαλλικής, για παράδειγμα. Και το μεγάλο στοίχημα που έχουμε κερδίσει στο Μανχάταν είναι να δώσουμε στους Αμερικανούς πελάτες μια διαφορετική οπτική της ελληνικής κουζίνας» τονίζει.
Ο Χρήστος Χρήστου, εμπνευστής και δημιουργός της sophisticated ελληνικής κουζίνας στο Μανχάταν, θεωρεί ότι ο ρόλος του δεν εξαντλείται μόνο στο μαγείρεμα και στο φαγητό που σερβίρει. «Ο καθένας από εμάς, όλοι όσοι δουλεύουμε στο Νεράι, πιστεύουμε ότι είμαστε η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, της χώρας μας, για την οποία είμαστε υπερήφανοι και την οποία θέλουμε πάντα να τη βλέπουμε να πηγαίνει ψηλά. Στο εξωτερικό, οι ξένοι αγαπούν την Ελλάδα. Όλοι σχεδόν οι πελάτες που έρχονται στο εστιατόριο για να γευτούν την εκμοντερνισμένη ελληνική κουζίνα ζητούν να μάθουν περισσότερα για την κρίση στη χώρα μας. Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά για να βοηθήσω πρακτικά την Ελλάδα, στο μέτρο όμως που μου επιτρέπεται, μέσα από τον ρόλο μου ως executive chef στο Μανχάταν, θέλω ο καθένας, φεύγοντας από το μαγαζί, να έχει στο μυαλό του τα δύο γνωρίσματα για τα οποία ξεχωρίζει η Ελλάδα: το καλό φαγητό και τη φιλοξενία» καταλήγει.